Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Τα­ξί­δι στα παι­δι­κά χρό­νια


Δι­σέ­λι­δο α­πό «Το σε­ντού­κι με τις πέ­ντε κλει­δα­ριές» του Ευ­γέ­νιου Τρι­βι­ζά, με ει­κο­νο­γρά­φη­ση Βαγ­γέ­λη Ελευ­θε­ρίου.








Τό­σα χρό­νια α­σχο­λού­μα­στε με τη βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση, αλ­λά παι­δι­κό βι­βλίο δεν εί­χα­με δια­βά­σει, ού­τε καν φυλ­λο­με­τρή­σει. Μέ­να­με στο θεω­ρη­τι­κό ε­ρώ­τη­μα, κα­τά πό­σο έ­χει υ­πό­στα­ση ο ό­ρος παι­δι­κή λο­γο­τε­χνία, με άλ­λα λό­για σε έ­να ά­γο­νο δί­λημ­μα, ό­πως, άλ­λω­στε, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι φι­λο­λο­γι­σμοί. Αυ­τά μέ­χρι προ­χτές, που μία βι­βλιό­φι­λος κυ­ρία α­πό το δρα­στή­ριο δυ­να­μι­κό του εκ­δο­τι­κού οί­κου Κέ­δρος εί­χε την κα­λή ι­δέα να μας στεί­λει μα­ζί με τα πα­σχα­λιά­τι­κα λο­γο­τε­χνι­κά βι­βλία και με­ρι­κά παι­δι­κά. Ήδη α­πό το πρώ­το ξε­φύλ­λι­σμα, μας έ­φτια­ξε τη διά­θε­ση η ει­κο­νο­γρά­φη­ση. Ιδιαί­τε­ρα, οι ει­κό­νες στα βι­βλία για παι­διά προ­σχο­λι­κής και πρω­το­σχο­λι­κής η­λι­κίας. Αλλά και στα βι­βλία για τα με­γα­λύ­τε­ρα παι­διά, ε­κεί­να των δυο τε­λευ­ταίων τά­ξεων του δη­μο­τι­κού και των πρώ­των γυ­μνα­σια­κών, κα­θώς ού­τε α­πό αυ­τά λεί­πουν οι ο­λο­σέ­λι­δες ει­κό­νες ή και τα ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να “σα­λό­νια”. Από τα βι­βλία για 15 ε­τών και ά­νω, μέ­νει το κεί­με­νο χω­ρίς το ο­πτι­κό δε­κα­νί­κι, να κερ­δί­σει μό­νο του τον έ­φη­βο α­να­γνώ­στη. Ένα πρώ­το ό­νο­μα ει­κο­νο­γρά­φου, στα βι­βλία που έ­φθα­σαν στα χέ­ρια μας, κέρ­δι­σε την προ­σο­χή μας. Του Βαγ­γέ­λη Ελευ­θε­ρίου. Από την αρ­χι­κή του ε­να­σχό­λη­ση με τη γε­λοιο­γρα­φία φαί­νε­ται να κρά­τη­σε την κω­μι­κή πα­ρα­μόρ­φω­ση, προ­σθέ­το­ντας στις φι­γού­ρες ζω­γρα­φι­κό πλα­σμό και τις λε­πτές χρω­μα­τι­κές α­πο­χρώ­σεις της α­κουα­ρέ­λας. Εμφα­νείς εί­ναι ε­πί­σης και οι ε­πι­δρά­σεις α­πό τη ζω­γρα­φι­κή γκρά­φι­τι. Στο βιο­γρα­φι­κό του, ο α­πο­λο­γι­σμός α­να­φέ­ρει 130 βι­βλία μέ­σα σε μία ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία. Με­τα­ξύ αυ­τών, σε κά­ποια πρό­σφα­τα, εμ­φα­νί­ζε­ται και ως συγ­γρα­φέ­ας με οι­κο­λο­γι­κές ευαι­σθη­σίες, ό­πως τα «Έλα στη φύ­ση, έ­λα στο πρά­σι­νο», «Έλα στη φύ­ση, έ­λα στο μπλε». 
Αυ­τά τα δυο τε­λευ­ταία χω­ρίς αυ­το­ψία, πλη­ρο­φο­ρια­κά. Στο χέ­ρι κρα­τά­με έ­να πα­λαιό­τε­ρο βι­βλίο με δι­κή του ει­κο­νο­γρά­φη­ση, «Το σε­ντού­κι με τις πέ­ντε κλει­δα­ριές». Συγ­γρα­φέ­ας του εί­ναι ο Ευ­γέ­νιος Τρι­βι­ζάς “ο πα­ρα­μυ­θάς”. Αυ­τόν τον γνω­ρί­ζα­με ως ό­νο­μα, χω­ρίς να τον έ­χου­με δια­βά­σει. Ακρι­βέ­στε­ρα, τον εί­χα­με κα­τα­χω­ρη­μέ­νο στις α­πώ­λειες, αν ό­χι της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, σί­γου­ρα, πά­ντως, του α­στυ­νο­μι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Συ­νο­μή­λι­κος του Πέ­τρου Μαρ­τι­νί­δη, αυ­τός με σπου­δές, ό­χι αρ­χι­τε­κτο­νι­κής και ψυ­χο­λο­γίας ό­πως ο Θεσ­σα­λο­νι­κιός, αλ­λά τις χρη­σι­μό­τε­ρες για τη συγ­γρα­φή α­στυ­νο­μι­κών, νο­μι­κής και ε­γκλη­μα­το­λο­γίας, θα μπο­ρού­σε να α­να­δει­χθεί σε μαιτρ του εί­δους. Κά­τι α­νά­με­σα σε Μαρ­τι­νί­δη και στον κα­τά δέ­κα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρό τους, Πέ­τρο Μάρ­κα­ρη. Με τον δεύ­τε­ρο έ­χει κοι­νό ση­μείο το χιού­μο­ρ, μό­νο που του  Τρι­βι­ζά εί­ναι αγ­γλι­κής γεύ­σης, πιο λε­πτό και λι­γό­τε­ρο α­ψύ. Τε­λι­κά, α­να­γκα­στή­κα­με να α­να­σκευά­σου­με τα πε­ρί α­πώ­λειας. Άρκε­σε η α­νά­γνω­ση ε­νός κε­φα­λαίου α­πό το παι­δι­κό βι­βλίο, σε ε­κεί­νο που “ο Τζιμ ο α­τρό­μη­τος θη­ριο­δα­μα­στής” συ­να­ντά “τον Τι­μό­θεο Πέ­περ­μιντ, Λον­δρέ­ζο κα­θη­γη­τή πιά­νου και κουρ­δι­στή”, για να πει­στού­με ό­τι δεν ε­πρό­κει­το για α­πώ­λεια αλ­λά για κέρ­δος στον δύ­σκο­λο το­μέα της δια­σκε­δα­στι­κής συγ­γρα­φής, που η­λι­κία δεν κοι­τά­ει. Βρί­σκε­ται, πά­ντως, στην κα­τάλ­λη­λη η­λι­κία, α­ντί να ε­φη­συ­χά­ζει στις δάφ­νες του, να δο­κι­μά­σει και κά­τι για το ε­νή­λι­κο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό.  
Αλλά ας ε­πα­νέλ­θου­με στους α­να­γνώ­στες μι­κρής η­λι­κίας. Στις πρό­σφα­τες εκ­δό­σεις, στα με­τα­φρα­σμέ­να παι­δι­κά βι­βλία, ε­ντυ­πω­σια­κό χά­ρις στον τίτ­λο και το έγ­χρω­μο ε­ξώ­φυλ­λο ι­τα­λι­κής αι­σθη­τι­κής, ό­πως και η ει­κο­νο­γρά­φη­ση του κει­μέ­νου, πρό­βα­λε έ­να χο­ντρό βι­βλίο, κο­ντά 400 σε­λί­δων, με σκλη­ρό ε­ξώ­φυλ­λο. Έχει τον ελ­κυ­στι­κό, για κά­θε η­λι­κία, τίτ­λο, «Τα­ξί­δι στο βα­σί­λειο της φα­ντα­σίας». Ενώ, στο ε­ξώ­φυλ­λο ει­κο­νί­ζε­ται έ­νας κου­στου­μα­ρι­σμέ­νος διο­πτρο­φό­ρος πο­ντι­κός, κα­βά­λα σε έ­να τέ­ρας προϊστο­ρι­κής ε­πο­χής. Δεν δεί­χνει φο­βι­σμέ­νος. Αντι­θέ­τως, εί­ναι μέ­σα στην κα­λή χα­ρά. Από συ­νή­θεια α­να­ζη­τή­σα­με το ό­νο­μα του με­τα­φρα­στή, αλ­λά δεν υ­πήρ­χε. Ού­τε ό­νο­μα συγ­γρα­φέα. Το Τζε­ρό­νι­μο Στίλ­τον, που α­να­γρά­φε­ται πά­νω α­πό τον τίτ­λο εί­ναι το ό­νο­μα του εν λό­γω πο­ντι­κού. Πρό­κει­ται για έ­ναν πο­λύ μορ­φω­μέ­νο “κά­τοι­κο της Πο­ντι­κο­νή­σου”, η ο­ποία το­πο­θε­τεί­ται κά­που στον “Νό­τιο Τρω­κτι­κό Ωκε­α­νό”. Ο Τζε­ρό­νι­μο τυγ­χά­νει “εκ­δό­της και διευ­θυ­ντής της με­γα­λύ­τε­ρης ε­φη­με­ρί­δας της νή­σου, με τον ε­πι­βλη­τι­κό τίτ­λο, «Ηχώ των τρω­κτι­κών»”. Στον ε­λεύ­θε­ρο χρό­νο του, για­τί ό­λα δεί­χνουν πως πρό­κει­ται για έ­ναν πο­λύ ερ­γα­τι­κό πο­ντι­κό, συγ­γρά­φει βι­βλία με τις πε­ρι­πέ­τειές του. Ωστό­σο, αυ­τός ο εκ­πο­λι­τι­σμέ­νος πο­ντι­κός εί­ναι πλά­σμα γυ­ναι­κείας φα­ντα­σίας. 
Η Ελί­ζα­μπεθ Ντά­μι εί­χε την έ­μπνευ­ση να γρά­ψει βι­βλία με ή­ρωα έ­ναν πο­ντι­κό. Ιτα­λί­δα, γεν­νη­μέ­νη στο Μι­λά­νο και κό­ρη εκ­δό­τη, άρ­χι­σε να γρά­φει α­πό τα 18 της, που ση­μαί­νει γύ­ρω στο 1976. Τις πο­ντι­κοϊστο­ρίες τις ξε­κί­νη­σε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα. Το 2000, ε­ξέ­δω­σε την πρώ­τη της σει­ράς. Από τό­τε με­τα­φρά­ζο­νται σε πλεί­στες ό­σες γλώσ­σες και πω­λού­νται σε ε­κα­τομ­μύ­ρια α­ντί­τυ­πα. Στις τε­λευ­ταίες σε­λί­δες του βι­βλίου, μα­ζί με το ό­νο­μα της Ντά­μι, ε­ντο­πί­σα­με και ε­κεί­νο της μό­νι­μης με­τα­φρά­στριας των πε­ρι­πε­τειών του Τζε­ρό­νι­μο, Βί­κυς Λια­νού. Το τα­ξί­δι στη χώ­ρα της φα­ντα­σίας ε­ξε­λίσ­σε­ται σε πραγ­μα­τι­κή ο­δύσ­σεια, με τον πο­ντι­κοή­ρωα να περ­νά­ει ό­λων των ει­δών τις δο­κι­μα­σίες, αλ­λά να βγαί­νει πά­ντα σώος και α­βλα­βής, χά­ρις στις ι­στο­ρίες, τους μύ­θους και τα α­νέκ­δο­τα που ξέ­ρει τό­σο κα­λά να α­φη­γεί­ται. Μέ­χρι και λε­ξι­κό προ­βλέ­πε­ται γι’ αυ­τό το ε­ξω­τι­κό τα­ξί­δι, γραμ­μέ­νο α­πό τον ι­διαί­τε­ρα “μορ­φω­μέ­νο βά­τρα­χο Μου­ντζού­ρη”, σύ­ντρο­φο και ο­δη­γό του ή­ρωα σε ό­λη τη δια­δρο­μή. Όταν ο πο­λυ­μα­θής Τζε­ρό­νι­μο, ε­πι­στρέ­φο­ντας, α­φη­γεί­ται τις ι­στο­ρίες του, ε­ξη­γεί και τι τε­λο­σπά­ντων εί­ναι αυ­τό που α­πο­κα­λού­με  φα­ντα­σία. “Εί­ναι”, λέει, “η ι­κα­νό­τη­τα να βλέ­που­με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με δια­φο­ρε­τι­κή μα­τιά”, δη­λα­δή με αι­σιό­δο­ξα μα­το­γυά­λια, και “να βρί­σκου­με την Αρμο­νία ε­κεί που υ­πάρ­χει Δυ­σαρ­μο­νία, το Κα­λό ε­κεί που φαί­νε­ται να θριαμ­βεύει το Κα­κό, το Φως ε­κεί που φαί­νε­ται να κυ­ριαρ­χεί το Σκο­τά­δι”. Πα­ρό­μοιας δυ­να­μι­κής φα­ντα­σία θα πρέ­πει να δια­θέ­τουν ό­λοι αυ­τοί οι Άγγλοι, Γάλ­λοι, Πορ­το­γά­λοι, που πα­σχα­λιά­τι­κα τα­ξι­δεύουν στην τε­ρα­τού­πο­λη των Αθη­ναίων. Το βι­βλίο, πά­ντως, συ­νί­στα­ται για η­λι­κίες κά­τω των δώ­δε­κα.
Με στα­θε­ρό γνώ­μο­να τα λε­γό­με­να πε­ρι­κει­με­νι­κά στοι­χεία, μας τρά­βη­ξε την προ­σο­χή έ­να σχε­τι­κά ο­λι­γο­σέ­λι­δο βι­βλίο με­γά­λου σχή­μα­τος. Κα­θο­ρι­στι­κός πό­λος έλ­ξης, και πά­λι, ο τίτ­λος, αλ­λά και τα φω­τει­νά χρώ­μα­τα του ε­ξώ­φυλ­λου. Πα­ρό­τι συ­στή­νε­ται για παι­διά α­πό 5 έως 8 ε­τών, ο τίτ­λος του, «Μια βόλ­τα στα βυ­ζα­ντι­νά χρό­νια», θα συ­γκι­νή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο τον παπ­πού τους. Για­τί, έ­να τό­σο μι­κρό παι­δί, τι μπο­ρεί να γνω­ρί­ζει για το Βυ­ζά­ντιο. Γεν­νιέ­ται το ε­ρώ­τη­μα, κα­τά πό­σο έ­χει α­κου­στά α­κό­μη και τη λέ­ξη Βυ­ζά­ντιο. Αν δεν σφάλ­λου­με, το πρώ­το σχο­λι­κό βι­βλίο Ιστο­ρίας το πιά­νει στα χέ­ρια του στην Τρί­τη Δη­μο­τι­κού, ε­νώ εί­ναι ε­κεί­νο της Πέ­μπτης, που α­φιε­ρώ­νε­ται στα βυ­ζα­ντι­νά χρό­νια. Άρα, η συγ­γρα­φέ­ας Εύη Τσι­τι­ρί­δου α­να­μέ­νε­ται με το βι­βλίο της να ε­πι­τε­λέ­σει τον ά­θλο της πρώ­της γνω­ρι­μίας. Για­τί, βε­βαίως, οι παπ­που­δο­για­γιά­δες, που τους ά­ρε­σε να α­φη­γού­νται ι­στο­ρίες για “τον μαρ­μα­ρω­μέ­νο βα­σι­λιά” έ­χουν προ πολλού ε­κλεί­ψει. Το βι­βλίο ε­ντάσ­σε­ται σε μία σει­ρά με τον γε­νι­κό τίτ­λο «Με ξε­να­γό την Ιστο­ρία», που σκο­πό έ­χει να δεί­ξει σε παι­διά αυ­τής της η­λι­κίας την κα­θη­με­ρι­νή ζωή των αν­θρώ­πων σε διά­φο­ρες ι­στο­ρι­κές πε­ριό­δους. Θυ­μί­ζει τη σει­ρά για ε­νή­λι­κες, «Η κα­θη­με­ρι­νή ζωή στην τά­δε πε­ρίο­δο», ό­που, αν δεν σφάλ­λου­με, δεν υ­πάρ­χει βι­βλίο για την α­ντί­στοι­χη χρο­νι­κή πε­ρίο­δο.   
Τη “βόλ­τα” την κά­νουν δυο α­γα­πη­μέ­νοι φί­λοι α­πό το νη­πια­γω­γείο. Όχι, ό­μως, του ί­διου φύ­λου, αλ­λά ο Αστέ­ρης και η Βά­για, ώ­στε να α­ντα­να­κλώ­νται δυο δια­φο­ρε­τι­κές ο­πτι­κές. Αυ­τή η πε­ριή­γη­ση  σε αλ­λο­τι­νά χρό­νια και τό­πους γί­νε­ται χά­ρις σε έ­να φο­βε­ρό τε­τρά­πο­δο, τον Γκά­ρι. Πρό­κει­ται για “έ­να γαϊδου­ρά­κι, πού ό­χι μό­νο μι­λά­ει με αν­θρώ­πι­νη φω­νή”, ό­πως ό­λα τα κα­τοι­κί­δια στα ελ­λη­νι­κά σί­ρια­λ, “αλ­λά και τα­ξι­δεύει στο χρό­νο”, ό­χι με την τα­χύ­τη­τα του φω­τός, αλ­λά κα­τά τρό­πο μα­γι­κό. Το ό­νο­μα Αστέ­ρης θυ­μί­ζει τον τίτ­λο ε­νός προ­πέρ­σι­νου παι­δι­κού βι­βλίου, «Ο Αστέ­ρης το νε­α­ρό α­στέ­ρι», του Κώ­στα Ζα­φει­ρίου. Μό­νο που ε­κεί­νος ο Αστέ­ρης ξε­κί­νη­σε για α­στρι­κό τα­ξί­δι. Στο τα­ξί­δι στα χι­λιό­χρο­να βά­θη του χρό­νου, τα παι­διά ξε­κι­νούν τις ε­πι­σκέ­ψεις α­πό το βυ­ζα­ντι­νό σπί­τι. Δί­πα­το, με το πλυ­στα­ριό και τους στά­βλους για τα ζώα στον πρώ­το ό­ρο­φο, τα α­πο­γο­η­τεύει. Μάλ­λον θα έ­πρε­πε να προ­η­γη­θεί έ­να τα­ξί­δι πριν έ­ναν - ε­νά­μι­σι αιώ­να στην η­πει­ρω­τι­κή Ελλά­δα. Στο σπί­τι των Βυ­ζα­ντι­νών, βλέ­πουν με α­πο­ρία τη γυ­ναί­κα στον αρ­γα­λειό και το κο­ρι­τσά­κι της να την πα­ρα­κο­λου­θεί να υ­φαί­νει. Και πά­λι, έ­νας κά­ποιος προϊδε­α­σμός, πως ό­λα αυ­τά δεν συ­νέ­βαι­ναν μό­νο στα βυ­ζα­ντι­νά χρό­νια, θα ή­ταν μάλ­λον α­να­γκαίος. Με­τά οι δυο μι­κροί πε­ριη­γη­τές πη­γαί­νουν στο σχο­λείο. Εκεί, ό­μως, που ζωη­ρεύει η κου­βέ­ντα τους με το σο­φό υ­πο­ζύ­γιο εί­ναι στην βυ­ζα­ντι­νή κου­ζί­να. Ακο­λου­θούν κε­φά­λαια για την α­γο­ρά, την εκ­κλη­σία, το μο­να­στή­ρι, το λι­μά­νι, φθά­νο­ντας μέ­χρι και στο πα­λά­τι. Ο Γκά­ρυ δεν πα­ρα­λεί­πει να τους δεί­ξει τους αν­θρώ­πους ε­κεί­νης της ε­πο­χής σε χει­ρο­να­κτι­κές α­σχο­λίες ε­ντός και ε­κτός οι­κίας, κα­θώς και στις ώ­ρες της δια­σκέ­δα­σης. Με τις ζω­γρα­φιές της πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νης στο χώ­ρο του παι­δι­κού βι­βλίου Λέ­λας Στρού­τση, το τα­ξί­δι δί­νει μία πρώ­τη γεύ­ση α­πό την βυ­ζα­ντι­νή Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, την άλ­λο­τε πο­τέ α­πο­κα­λού­με­νη “βα­σι­λί­δα των πό­λεω­ν”.
Ένα βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό που δια­φο­ρο­ποιεί το ση­με­ρι­νό παι­δι­κό βι­βλίο α­πό ε­κεί­νο πα­λαιό­τε­ρων ε­πο­χών εί­ναι η έγ­χρω­μη ει­κο­νο­γρά­φη­ση, λό­γω κα­λύ­τε­ρων τυ­πο­τε­χνι­κών μέ­σων αλ­λά και με­γα­λύ­τε­ρης α­γο­ράς, που ε­πι­τρέ­πει πιο α­κρι­βές πα­ρα­γω­γές. Όπως δια­βε­βαιώ­νουν οι α­σχο­λού­με­νοι με το παι­δι­κό βι­βλίο, αυ­τό α­πο­βαί­νει πο­λύ πιο προ­σο­δο­φό­ρο α­πό τα α­να­γνώ­σμα­τα ε­νη­λί­κων. Συ­μπέ­ρα­σμα ό­χι τό­σο ευ­χά­ρι­στο, α­σχέ­τως αν οι πά­ντες το α­ντι­με­τω­πί­ζουν ως α­πο­λύ­τως φυ­σιο­λο­γι­κό. Βε­βαίως, ο ση­με­ρι­νός γο­νέ­ας κά­νει στε­ρή­σεις για να μην λεί­ψει τί­πο­τα α­πό το παι­δί του. Από μία άλ­λη ά­πο­ψη, ό­μως, μπο­ρεί και να δια­σκε­δά­ζει τις ε­νο­χές του, κα­θώς δεν έ­χει διά­θε­ση –χρό­νο ι­σχυ­ρί­ζε­ται– να δια­βά­σει ού­τε έ­να βι­βλίο το χρό­νο.  Φαι­νό­με­νο που α­πα­ντά­ται σε γο­νείς με α­νώ­τα­τη παι­δεία. Συ­χνά, μά­λι­στα, πρό­κει­ται για αν­θρώ­πους κοι­νω­νι­κούς και πο­λι­τι­κο­ποιη­μέ­νους, τους λε­γό­με­νους αν­θρώ­πους με υ­ψη­λή καλ­λιέρ­γεια. 
Ίσως γι’ αυ­τό να φταίει, που, στα παι­δι­κά τους χρό­νια, στά­θη­καν πα­θη­τι­κοί α­να­γνώ­στες. Όπως φαί­νε­ται, έ­να τε­λείως και­νού­ριο στοι­χείο της τρέ­χου­σας παι­δα­γω­γι­κής εί­ναι η προ­σπά­θεια δη­μιουρ­γίας ε­νερ­γη­τι­κών α­να­γνω­στών. Οι τε­λευ­ταίες σε­λί­δες των πε­ρισ­σό­τε­ρων παι­δι­κών βι­βλίων α­φιε­ρώ­νο­νται στο σχε­δια­σμό “εκ­παι­δευ­τι­κών δρα­στη­ριο­τή­τω­ν”, ό­πως α­πο­κα­λού­νται. Η Τσι­τι­ρί­δου, που έ­χει την ε­μπει­ρία μίας δε­κα­ε­τούς θη­τείας στη δη­μό­σια εκ­παί­δευ­ση, ε­ξη­γεί πως “η ε­μπέ­δω­ση της γνώ­σης ε­πι­διώ­κε­ται μέ­σα α­πό την ε­νερ­γη­τι­κή συμ­με­το­χή και την ά­σκη­ση των προ­σω­πι­κών τους δε­ξιο­τή­των, με τρό­πο παι­γνιώ­δη και συμ­βα­τό με την η­λι­κία τους, κα­θώς και με τις ι­διαί­τε­ρες α­νά­γκες και δυ­να­τό­τη­τές τους”. 
Κλεί­νο­ντας αυ­τά τα πρώ­τα παι­δι­κά βι­βλία του 21ου αιώ­να, που δια­βά­σα­με  –για­τί, τε­λι­κά, τα δια­βά­σα­με, μας κέρ­δι­σαν ο Τζε­ρό­νι­μο, ο Αργύ­ρης και η Βά­για, α­κό­μη και ο Τι­μό­θε­ος Πέ­περ­μι­ντ – μας κα­τέ­λα­βε θλί­ψη, με τη σκέ­ψη, πως αυ­τά θα εί­ναι τα πρώ­τα που θα χα­θούν κα­τά την πλή­ρη ε­πι­κρά­τη­ση της ψη­φια­κής ε­πο­χής. Ας σπεύ­σουν, λοι­πόν, οι γο­νείς με πι­τσι­ρί­κια, ό­σο α­κό­μη υ­πάρ­χουν. Αλλά και οι υ­πό­λοι­ποι. Υπάρ­χει πά­ντο­τε το πρό­σχη­μα για έ­να δω­ρά­κι σε παι­δί φί­λου. Με την ευ­και­ρία, το δια­βά­ζουν και αυ­τοί, για να μην ξε­χά­σουν τε­λείως και την α­νά­γνω­ση, με­τά τη γρα­φή, που έ­χουν ε­δώ και και­ρό ε­γκα­τα­λεί­ψει.   

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 27/4/2014.