Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Αντικαθρέφτισμα μουσικού ειδώλου

Δη­μή­τρης Σω­τά­κης
«Η α­νά­στα­ση
του Μάι­κλ Τζάκ­σον»
Εκδό­σεις Κέ­δρος
Φε­βρουά­ριος 2014

Πέ­ντε χρό­νια με­τά το θά­να­το του δη­μο­φι­λούς α­με­ρι­κα­νού τρα­γου­δι­στή, συν­θέ­τη και χο­ρευ­τή Μάι­κλ Τζάκ­σον, ο Δη­μή­τρης Σω­τά­κης α­πο­φα­σί­ζει να τον α­να­στή­σει. Λά­τρης ο ί­διος της ποπ μου­σι­κής, ι­διαί­τε­ρα ε­κεί­νης της ε­φη­βείας του, στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’80, δη­λα­δή τα χρό­νια που ο Τζάκ­σον με­σου­ρα­νού­σε, τι πιο φυ­σι­κό α­πό το να συ­ντά­ξει τη βιο­γρα­φία του α­πο­κα­λού­με­νου “βα­σι­λιά της πο­π”. Συ­νέ­πε­σε, μά­λι­στα, ό­ταν αυ­τός ξη­με­ρο­βρα­δια­ζό­ταν στο Λον­δί­νο, γρά­φο­ντας μου­σι­κή, με δι­κή του  μπά­ντα, ο Τζάκ­σον, με τις εκ­κε­ντρι­κό­τη­τές του, να γί­νε­ται η πέ­τρα του σκαν­δά­λου. Κι ό­μως, ό­ποιος έ­χει δια­βά­σει Σω­τά­κη, που ση­μαί­νει τα έ­ξι μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και τη μία συλ­λο­γή διη­γη­μά­των της πρώ­της του συγ­γρα­φι­κής δε­κα­πε­ντα­ε­τίας, έ­να πα­ρό­μοιο βι­βλίο θα το α­πέ­κλειε ως κα­τ’ ε­ξο­χήν ρε­α­λι­στι­κό και προ­βλέ­ψι­μο για να θέλ­ξει έ­ναν ορ­κι­σμέ­νο θια­σώ­τη του πα­ρά­δο­ξου. Το γε­γο­νός ό­τι τα πε­ρι­κει­με­νι­κά στοι­χεία, τίτ­λος και ε­ξώ­φυλ­λο, ε­στιά­ζουν σε μία προ­σω­πι­κό­τη­τα, της ο­ποίας τον βίο και την πο­λι­τεία, δη­λα­δή έ­να πλου­σιό­τα­το μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό υ­λι­κό, η α­φή­γη­ση πα­ρα­κά­μπτει, δεί­χνει τον προ­κλη­τι­κό τρό­πο με τον ο­ποίο ο συγ­γρα­φέ­ας γυ­ρί­ζει την πλά­τη στο συμ­βα­τι­κό στή­σι­μο ε­νός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος.
Ο Σω­τά­κης, σε πρό­σφα­τη συ­νέ­ντευ­ξή του, ι­σχυ­ρί­ζε­ται, ό­τι θα μπο­ρού­σε να εί­χε δια­λέ­ξει και το ο­ποιο­δή­πο­τε άλ­λο με­γά­λο α­στέ­ρι της μου­σι­κής, α­να­φέ­ρο­ντας τους Έλβις Πρίσ­λεϋ και Τζων Λέν­νον. Κι ό­μως, ο­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που ε­πι­λέ­γει να κρα­τή­σει α­πό τη βιο­γρα­φία του Τζάκ­σον δεί­χνουν πως η ε­πι­λο­γή δεν έ­γι­νε και τό­σο τυ­χαία. Τα στοι­χεία ταύ­τι­σης πραγ­μα­τι­κού και μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού Τζάκ­σον, συ­γκρι­νό­με­να με το μύ­θο που έ­χει καλ­λιερ­γη­θεί γύ­ρω α­πό το πρό­σω­πό του, θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν λε­πτο­μέ­ρειες. Ωστό­σο, α­πο­βαί­νουν ση­μα­ντι­κά, κα­θώς φω­τί­ζουν τον άν­θρω­πο πί­σω α­πό τον σταρ. Ξε­κι­νούν με “τα δύ­σκο­λα παι­δι­κά χρό­νια”, που α­να­κα­λεί ο νε­κρα­να­στη­μέ­νος Τζάκ­σον. “Τον πα­τέ­ρα που τον έ­δερ­νε, την αλ­κοο­λι­κή μη­τέ­ρα, τα μαλ­λιά του, που πολ­λές φο­ρές άλ­λα­ζε”. Όταν ο Τζάκ­σον ε­πα­νέρ­χε­ται ε­πί γης, δη­λα­δή ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας, δεί­χνει σε­μνός, ευαί­σθη­τος και α­γνός, ό­πως α­κρι­βώς πε­ρι­γρά­φουν τον σταρ οι δι­κοί του άν­θρω­ποι. Αδια­φο­ρεί για τη λα­μπρή στα­διο­δρο­μία του, έ­χο­ντας σαν μο­να­δι­κή έ­γνοια να α­να­γνω­ρι­στεί ως ποιη­τής. Αγά­πη στην ποίη­ση έ­τρε­φε και ο πραγ­μα­τι­κός Τζάκ­σον. Εί­χε εκ­δώ­σει και μία μο­να­δι­κή ποιη­τι­κή συλ­λο­γή, έ­να λυ­ρι­κό ποίη­μα για τον πλα­νή­τη Γη. Η ποιη­τι­κή συλ­λο­γή του μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού θα εκ­δο­θεί, ό­ταν θα έ­χουν πια χα­θεί τα ί­χνη της γήι­νης πα­ρου­σίας του. 
Το βα­σι­κό­τε­ρο, ό­μως, στοι­χείο εί­ναι ό­τι ο Τζάκ­σον στά­θη­κε σε ό­λη του τη ζωή άρ­ρω­στα έμ­μο­νος, ό­πως οι προ­σφι­λείς στον Σω­τά­κη ή­ρωες. Ο κε­ντρι­κός ή­ρωας του πρό­σφα­του βι­βλίου του δια­κα­τέ­χε­ται κι αυ­τός α­πό μία έμ­μο­νη ι­δέα. Ο Τζάκ­σον φλέρ­τα­ρε με την αλ­λα­γή του προ­σώ­που του, που σή­μαι­νε, κα­τά μία εκ­δο­χή, της φυ­λε­τι­κής του ταυ­τό­τη­τας. Αλλά εί­τε ε­πε­δίω­κε να γί­νει λευ­κός εί­τε να α­πο­κτή­σει μία πλα­σμα­τι­κή παι­δι­κό­τη­τα, το ό­λο εγ­χεί­ρη­μα τού εί­χε γί­νει έμ­μο­νη ι­δέα, συ­ντε­λώ­ντας στον πρόω­ρο θά­να­τό του. Αντι­στοί­χως, ο και­νού­ριος ή­ρωας του Σω­τά­κη, βυ­θι­σμέ­νος στην κα­τά­θλι­ψη, η­δο­νί­ζε­ται με την ι­δέα της αυ­το­χει­ρίας. Κι αυ­τός μία μο­να­χι­κή ύ­παρ­ξη, ό­πως λέ­γε­ται ό­τι ή­ταν ο Τζάκ­σον, πα­ρά το πλή­θος που τον πε­ριέ­βα­λε.
Μέ­χρι που γεν­νά­ται το ε­ρώ­τη­μα· ο συγ­γρα­φέ­ας, α­πό ποιόν α­πό τους δυο, ξε­κί­νη­σε. Επέ­λε­ξε πρώ­τα τον Τζάκ­σον, πρό­σω­πο πά­ντα στην ε­πι­και­ρό­τη­τα, ε­πι­κου­ρώ­ντας έ­τσι τη συ­ζή­τη­ση, που καλ­λιερ­γούν τα ΜΜΕ γύ­ρω α­πό έ­να βι­βλίο και η ο­ποία α­πο­τε­λεί για έ­ναν συγ­γρα­φέα πρώ­τι­στο ζη­τού­με­νο. Και στη συ­νέ­χεια, με βά­ση αυ­τόν, δη­μιούρ­γη­σε μία συγ­γε­νι­κή ψυ­χή, ώ­στε να εί­ναι ο “ε­κλε­κτός”, τον ο­ποίο θα ε­πι­λέ­ξει ο Τζάκ­σον για να φα­νε­ρω­θεί κα­τά τη δεύ­τε­ρη ε­πί γης πα­ρου­σία του. Ή, α­ντι­στρό­φως, έ­πλα­σε τον πρω­το­πρό­σω­πο α­φη­γη­τή, που δεν ο­νο­μα­τί­ζε­ται αλ­λά α­να­δύε­ται ως ο “ε­κλε­κτός” για το μυ­θι­στό­ρη­μα ι­δεών, που ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι ή­θε­λε να γρά­ψει. Όπως και να έ­χει, εί­ναι έ­να δί­δυ­μο με τα­ραγ­μέ­νο ψυ­χι­σμό, που, αρ­χι­κά, οι για­τροί, τό­σο ε­κεί­νος που πα­ρα­κο­λου­θεί τον α­φη­γη­τή, ό­σο και ο θε­ρά­πων του πραγ­μα­τι­κού Τζάκ­σον, το­πο­θε­τούν στην πε­ριο­χή της ι­δε­ο­ψυ­χα­να­γκα­στι­κής νεύ­ρω­σης. Στη συ­νέ­χεια, ό­μως, ό­ταν ο α­φη­γη­τής πλη­ρο­φο­ρεί τον για­τρό του, ό­τι φι­λο­ξε­νεί στο σπί­τι του τον Μάι­κλ Τζάκ­σον αυ­το­προ­σώ­πως, ε­κεί­νος α­να­σκευά­ζει τη διά­γνω­σή του. Δια­πι­στώ­νει α­πώ­λεια ε­πα­φής με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ταυ­τό­χρο­να, μη συ­νει­δη­το­ποίη­ση α­πό τον α­σθε­νή της νο­ση­ρής του κα­τά­στα­σης, και κυ­ρίως, ε­πι­κρά­τη­ση “φα­ντα­σιω­σι­κών κα­τα­σκευώ­ν”. Προ­φα­νώς, αυ­τά τα συ­μπε­ρά­σμα­τα δεν τα συ­ζη­τά­ει μα­ζί του, δια­φαί­νο­νται, ό­μως, στην αλ­λα­γή πλεύ­σης της ια­τρι­κής υ­πο­στή­ρι­ξης. Ο συγ­γρα­φέ­ας πα­ρα­θέ­τει α­κρι­βο­λό­γο α­να­φο­ρά των χο­ρη­γού­με­νων φαρ­μά­κων για να δεί­ξει τη διά­γνω­ση με­τα­κύ­λι­σης α­πό την βα­ριά κα­τά­θλι­ψη στην σχι­ζο­φρέ­νεια, ό­που τα α­ντι­ψυ­χω­σι­κά παίρ­νουν τη θέ­ση της ο­μά­δας των α­ντι­κα­τα­θλι­πτι­κών, που δο­κί­μα­ζε μέ­χρι τό­τε. 
Ο Σω­τά­κης χρη­σι­μο­ποιεί ως ό­χη­μα την πε­ρί­πτω­ση ε­νός ψυ­χω­σι­κού για να κι­νη­θεί στο χώ­ρο του φα­ντα­στι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Αν, ό­μως, θέ­λου­με να πα­ρα­μεί­νου­με σε ρε­α­λι­στι­κά πλαί­σια, θα μπο­ρού­σα­με να το θεω­ρή­σου­με ως έ­να υ­παρ­ξια­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, που με­τεω­ρί­ζε­ται στα δυ­σκό­λως προ­σεγ­γί­σι­μα ό­ρια της ψυ­χο­πα­θο­λο­γίας. Από μία ά­πο­ψη, πό­σο δια­φέ­ρει ο κό­σμος του ψυ­χω­σι­κού α­πό ε­κεί­νον του φα­ντα­στι­κού α­φη­γή­μα­τος. Μό­νο που, στην πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση, τις α­να­τρε­πτι­κές κα­τα­στά­σεις τις γεν­νά η κα­τ’ ε­ξο­χήν γό­νι­μη φα­ντα­σία του πά­σχο­ντος. Το μυ­θι­στό­ρη­μα θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν “κα­τα­στα­σια­κό”, με την έν­νοια ό­τι ε­ξε­λίσ­σε­ται με βά­ση την δε­δο­μέ­νη ψυ­χο­λο­γι­κή διά­θε­ση του α­φη­γη­τή, χω­ρίς α­να­φο­ρές στο πα­ρελ­θόν του. Σε α­ντί­θε­ση με έ­να ψυ­χο­λο­γι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, που θα α­να­ζη­τού­σε κά­ποια φροϋδι­κή ερ­μη­νεία της κα­τα­θλι­πτι­κής εμ­μο­νής του ή, α­κό­μη, θα έ­κα­νε α­να­δρο­μή στην οι­κο­γε­νεια­κή και ε­ρω­τι­κή ζωή του. Εδώ, η κα­κή ή κα­λή διά­θε­σή του δεν ε­ξαρ­τά­ται α­πό την ερ­γα­σία του ή α­πό τους δυο γεί­το­νές του, τους μο­να­δι­κούς με τους ο­ποίους κά­νει πα­ρέα, αλ­λά α­πό την α­δή­ρι­τη α­νά­γκη της μό­νω­σης, που συ­νι­στά σύ­μπτω­μα της α­σθέ­νειάς του.  
Στο φα­ντα­στι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα του Σω­τά­κη, δια­πλέ­κο­νται δυο λό­γοι, σε ε­ναλ­λασ­σό­με­να κε­φά­λαια, που δια­κρί­νο­νται και με δια­φο­ρε­τι­κά τυ­πο­γρα­φι­κά στοι­χεία. Το α­φη­γη­μα­τι­κό μέ­ρος ή και κυ­ρίως σώ­μα, που χω­ρί­ζε­ται σε έ­ντε­κα α­ριθ­μη­μέ­να κε­φά­λαια, και το, σύμ­φω­να με μία ο­πτι­κή, αυ­το­α­να­λυ­τι­κής φύ­σεως, που με­τρά ο­κτώ κε­φά­λαια, κα­τά πο­λύ συ­ντο­μό­τε­ρα. Όλα ξε­κι­νούν μία κα­λο­και­ριά­τι­κη νύ­χτα με κα­ται­γί­δα, που προ­κρί­νε­ται ως το προ­σφυές σκη­νι­κό για ε­πι­σκέ­πτες α­πό το υ­περ­πέ­ραν. Όπως, κα­λή ώ­ρα, ο Τζάκ­σον, που χτύ­πη­σε την πόρ­τα του α­φη­γη­τή, ζη­τώ­ντας στέ­γη και τρο­φή. Εκτός κι αν πρό­κει­ται για δι­κή του πα­ραί­σθη­ση, που δι­καιο­λο­γεί­ται ως α­νε­πι­θύ­μη­τη πα­ρε­νέρ­γεια του νέ­ου ι­σχυ­ρό­τε­ρου α­ντι­κα­τα­θλι­πτι­κού, που α­νή­κει στην οι­κο­γέ­νεια των τε­τρα­κυ­κλι­κών. Αδιά­φο­ρο, α­φού ε­κεί­νο στο ο­ποίο ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται η α­φή­γη­ση εί­ναι οι κα­τα­στά­σεις που δη­μιουρ­γεί ο ερ­χο­μός του ξέ­νου, ό­πως μία πρώ­τη “βόλ­τα στην πό­λη” και κυ­ρίως, τα προ­βλή­μα­τα που δη­μιουρ­γεί η συ­γκα­τοί­κη­ση. 
“Η δια­χεί­ρι­ση του χρό­νου” α­πό τον ή­ρωα, που έ­χει πα­γι­δευ­θεί στη μο­να­ξιά του, στέ­κε­ται α­δύ­να­τη. Πα­ρό­λο που ο τό­πος, α­πό το σπί­τι του μέ­χρι την πό­λη, πε­ρι­γρά­φο­νται ως “χα­ρι­τω­μέ­να” και το φά­σμα του Τζάκ­σον σαν τέ­ρας δια­κρι­τι­κό­τη­τας. Εμμέ­σως, ο συγ­γρα­φέ­ας ει­ρω­νεύε­ται την αι­σιο­δο­ξία των αν­θρώ­πων πως μπο­ρεί να έ­χουν την ευ­και­ρία μίας και­νού­ριας αρ­χής, που θα τους δώ­σει τη δυ­να­τό­τη­τα να γί­νουν άλ­λοι άν­θρω­ποι. Η α­φή­γη­ση δεί­χνει πως κά­θε προ­σπά­θεια προς αυ­τήν την ευοίω­νη προο­πτι­κή α­ντί­κει­ται στην ί­δια την αν­θρώ­πι­νη συν­θή­κη.                                                                                     Ο Σω­τά­κης το­πο­θε­τεί το μυ­θι­στό­ρη­μά του σε μία πα­ρα­πο­τά­μια πρω­τεύου­σα α­με­ρι­κα­νι­κής πο­λι­τείας, θυ­μί­ζο­ντας πο­λι­τεία του Μισ­σι­σι­πή. Κι ό­μως, οι πε­ρι­γρα­φές της γέ­φυ­ρας, του κό­σμου που συρ­ρέει στα κα­φέ και βα­σι­κά, οι ε­πι­κρα­τού­σες “συν­θή­κες φω­τός και ρα­στώ­νης”, πα­ρα­μέ­νουν ελ­λη­νι­κές. Όπως, άλ­λω­στε, και άλ­λα μυ­θο­πλα­στι­κά ευ­ρή­μα­τα, σαν “την τρύ­πα ε­νός υ­πο­νό­μου την ο­ποία εί­χαν ξε­χά­σει α­κά­λυ­πτη οι ερ­γά­τες ε­νός δη­μο­τι­κού συ­νερ­γείου” και στοί­χι­σε τη ζωή μιας γυ­ναί­κας, σε συν­δυα­σμό με τις α­πα­νω­τές μη­νύ­σεις προς δι­καίω­ση του συ­ζύ­γου, που μέ­νουν ά­καρ­πες. Όλα α­ντα­να­κλούν το γνώ­ρι­μο α­θη­ναϊκό το­πίο. Ο συγ­γρα­φέ­ας στή­νει κω­μι­κές σκη­νές, α­κό­μη και πα­ρα­μορ­φώ­νο­ντας τους χα­ρα­κτή­ρες των η­ρώων του. Για πα­ρά­δειγ­μα, ο Μάι­κλ πα­ρου­σιά­ζε­ται, σε ο­ρι­σμέ­να κε­φά­λαια, ως μία γρα­φι­κή φι­γού­ρα, πλή­ρως χει­ρα­γω­γού­με­νη. Σαν να πρό­κει­ται πε­ρί σκύ­λου, που προ­σφέ­ρε­ται για υιο­θε­σία. Ασχέ­τως αν η χει­ρα­γώ­γη­ση ε­νός σταρ α­πό τους μά­νατ­ζερ δεν δια­φέ­ρει και πο­λύ α­πό τον τρό­πο που ε­πι­δει­κνύει κα­νείς έ­να κα­τοι­κί­διο. 
Κε­ντρι­κός ά­ξο­νας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος εί­ναι ο στο­χα­σμός, που α­να­πτύσ­σει ο α­φη­γη­τής, πως τί­πο­τα στη ζωή, της ί­διας της ζωής συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης, δεν έ­χει α­ξία. Στις δια­τυ­πώ­σεις των σκέ­ψεών του, πα­ρα­σύ­ρε­ται σε κυ­νι­κές πα­ρα­δο­χές, που δεί­χνουν μάλ­λον κοι­νό­το­πες, κα­θώς ο­λι­σθαί­νουν προς εύ­κο­λα α­ξιώ­μα­τα. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο κε­φά­λαιο με τον τίτ­λο «Πό­λε­μος», οι κά­τοι­κοι της πό­λης δέ­χο­νται ε­πί­θε­ση α­πό έ­ναν ε­χθρό, που α­κούει στο γε­νι­κό­λο­γο, “φα­σί­στες”. Η πε­ρι­γρα­φή πα­ρα­μέ­νει α­σα­φής, πά­ντως α­φή­νουν πί­σω τους “κα­τα­φα­γω­μέ­να σώ­μα­τα”. Ένα α­ντί­στοι­χο κε­φά­λαιο συλ­λο­γι­κού πα­νι­κού, υ­πάρ­χει στο τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα του Θα­νά­ση Χει­μώ­να, «Ζού­με τις τε­λευ­ταίες μας μέ­ρες». Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, το έ­ναυ­σμα έρ­χε­ται α­πό την πρό­σφα­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Από τους “α­γα­να­κτι­σμέ­νους πο­λί­τες” στου Χει­μώ­να, α­πό τους Χρυ­σαυ­γί­τες στου Σω­τά­κη. Μό­νο που ο δεύ­τε­ρος α­φή­νει να φα­νεί, πλην της ορ­γής για τα κα­κώς κεί­με­να, και διά­θε­ση δι­δα­κτι­σμού. Στις πα­ρα­χω­ρή­σεις που κά­νει ο συγ­γρα­φέ­ας προς ά­γραν ε­νός πλα­τύ­τε­ρου κοι­νού, θα υ­πο­λο­γί­ζα­με και την σε­ξουα­λι­κή παν­δαι­σία ε­νός άλ­λου κε­φα­λαίου με τον τίτ­λο «Γιού­πι!».
Σαν ε­ξο­μο­λο­γη­τι­κά τα πα­ρεμ­βαλ­λό­με­να κε­φά­λαια, δεί­χνουν ε­τε­ρό­κλη­τα και συ­να­κό­λου­θα, μάλ­λον ά­νι­σα, του­λά­χι­στον ως προς την πρω­το­τυ­πία των ε­μπει­ριών που πο­λιορ­κούν. Το πιο εν­δια­φέ­ρον μέ­ρος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, σύμ­φω­να με τη δι­κή μας, πι­θα­νώς και έκ­κε­ντρη α­νά­γνω­ση, βρί­σκε­ται στα κε­φά­λαια και των δυο δια­πλε­κό­με­νων λό­γων, που  πε­ρι­γρά­φουν την αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κή διά­θε­ση. Σε αυ­τά, το πώς βιώ­νε­ται ή και φα­ντα­σιώ­νε­ται η ά­φε­ση στην ε­νόρ­μη­ση του θα­νά­του α­πο­δί­δε­ται με την λε­πτο­με­ρή πε­ρι­γρα­φή του αι­σθή­μα­τος της βύ­θι­σης. Σαν μια τε­λε­τουρ­γία αυ­το­χει­ρια­σμού, που προ­χω­ρά­ει μέ­χρι την τα­φή και την ε­πα­να­φο­ρά στη ζωή. Συ­νο­ψί­ζο­ντας τη γε­νι­κό­τε­ρη ε­ντύ­πω­ση, ο Σω­τά­κης, στο και­νού­ριο του μυ­θι­στό­ρη­μα, κα­τορ­θώ­νει να δεί­ξει την ε­πι­σφα­λή γειτ­νία­ση νο­ση­ρού και υ­γιούς, φα­ντα­σια­κού και πραγ­μα­τι­κού. Από μία ά­πο­ψη, κά­νει μία πολ­λά υ­πο­σχό­με­νη εί­σο­δο στην η­λι­κια­κά πέ­μπτη δε­κα­ε­τία του. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 1/6/2014.