Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Ο Καβάφης του Ξενόπουλου

Στο Φι­λο­λο­γι­κό Μνη­μό­συ­νο του Κ. Θ. Δη­μα­ρά (17-19 Φε­βρ. 1993), έ­να χρό­νο με­τά το θά­να­τό του (18 Φε­βρ. 1992), ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης ε­πέ­λε­ξε να μι­λή­σει για τη σχέ­ση Κα­βά­φη-Ξε­νό­που­λου. Η “α­να­κοί­νω­σή” του δη­μο­σιεύ­τη­κε στο φθι­νο­πω­ρι­νό τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Πε­ρί­πλους». Πα­ρου­σιά­ζο­ντας στη σε­λί­δα του Ex Libris (17/10/1993) το δη­μο­σίευ­μα του πε­ριο­δι­κού, πα­ρα­τη­ρού­σα­με, ό­τι η ε­κτε­νέ­στε­ρη φι­λο­λο­γι­κή ερ­γα­σία, στην ο­ποία στη­ρί­χτη­κε η “α­να­κοί­νω­σή” του, θα ά­ξι­ζε αυ­το­τε­λούς δη­μο­σίευ­σης. Κα­τά τον συγ­γρα­φέα, το σχό­λιο έ­φε­ρε την ι­δέα του βι­βλίου. Κυ­κλο­φό­ρη­σε α­πό τις εκ­δό­σεις Ερμής, Ιούν. 1994, με τίτ­λο, «Κ. Π. Κα­βά­φης και Γρ. Ξε­νό­που­λος. Ανα­σύν­θε­ση μιας λο­γο­τε­χνι­κής σχέ­σης 1901-1944». Το μό­το του βι­βλίου εί­ναι α­πό το Ημε­ρο­λό­γιο (στην αγ­γλι­κή) του πρώ­του τα­ξι­διού του Κα­βά­φη στην Ελλά­δα (α­πό­πλους α­πό Αλε­ξάν­δρεια στις 5μ.μ. της 12ης Ιουν. 1901, η­μέ­ρα Πέ­μπτη – κα­τά­πλους ξη­με­ρώ­μα­τα της 5ης Αυγ. 1901, η­μέ­ρα Δευ­τέ­ρα, με το νέο η­με­ρο­λό­γιο, που ί­σχυε στην Αί­γυ­πτο). Οι ε­ντυ­πώ­σεις του κα­τά την ε­πι­στρο­φή α­πό την α­κτή της Αι­για­λείας, ό­πως την α­ντι­κρί­ζει α­πό το πα­ρά­θυ­ρο του τραί­νου στη δια­δρο­μή Πει­ραιά-Πά­τρα, το α­πό­γευ­μα της 29ης Ιουλ. 1901: “The country about Diacophto is one of the most beautiful sights I have ever seen – the gorges, the ravines, the fine mountains, the forest are magnificent.” 
Το μό­το φέ­ρει α­ντί κε­φα­λί­δος α­φιέ­ρω­ση: “Για τον Δη­μή­τρη και την Diana”. Πρό­κει­ται για την Diana Haas, συ­στη­μα­τι­κή με­λε­τή­τρια του Κα­βά­φη α­πό τα χρό­νια του δι­δα­κτο­ρι­κού της δί­πλα στον Δη­μα­ρά και με­τέ­πει­τα συ­νερ­γά­τρια του Σαβ­βί­δη στο Αρχείο Κα­βά­φη, και τον σύ­ζυ­γό της, ζω­γρά­φο Δη­μή­τρη Δια­μα­ντό­που­λο, με τό­πο κα­τοι­κίας τους τον Λόγ­γο Αι­για­λείας, 22 χλμ. α­πό το Δια­κο­φτό. Ένα χρό­νο με­τά την έκ­δο­ση του βι­βλίου, στις 11 Ιουν. 1995, βρά­δυ Κυ­ρια­κής, ο Σαβ­βί­δης α­πε­βίω­σε στο σπί­τι των φί­λων του, ε­πι­στρέ­φο­ντας α­πό την Λευ­κά­δα, ό­που την προ­η­γου­μέ­νη εί­χε α­να­κη­ρυ­χτεί ε­πί­τι­μος δη­μό­της. Στα “ει­σα­γω­γι­κά” του βι­βλίου, θυ­μί­ζει το εν­δια­φέ­ρον του Δη­μα­ρά για τον Κα­βά­φη και τον Ξε­νό­που­λο, το­νί­ζο­ντας  πως η σχέ­ση των δυο σχε­δόν ο­μη­λί­κων συγ­γρα­φέων πα­ρέ­με­νε “σε με­γά­λο βαθ­μό α­διε­ρεύ­νη­τη και α­σχο­λία­στη στο σύ­νο­λό της”. Η α­να­σύν­θε­ση στη­ρί­χτη­κε στα βι­βλιο­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να των αρ­χών της δε­κα­ε­τίας του 1990 (Βι­βλιο­γρα­φία Γ. Κ. Κα­τσί­μπα­λη) και το Αρχείο Κα­βά­φη, που βρι­σκό­ταν στην κα­το­χή του. Με­τά την έκ­δο­ση του βι­βλίου, συ­νέ­χι­ζε την πε­ρι­συλ­λο­γή στοι­χείων. Αν ο χρό­νος του δεν τε­λείω­νε τό­σο γρή­γο­ρα, το πι­θα­νό­τε­ρο να ε­πα­νερ­χό­ταν με μία πλη­ρέ­στε­ρη μορ­φή. 
Το 2001, στο α­θη­ναϊκό συ­νέ­δριο για τα πε­νή­ντα χρό­νια α­πό τον θά­να­το του Ξε­νό­που­λου, ο Δη­μή­τρης Δα­σκα­λό­που­λος εκ­φώ­νη­σε ο­μι­λία για “τον Γρη­γό­ριο Ξε­νό­που­λο ως κρι­τι­κό του Κ. Π. Κα­βά­φη”, σύμ­φω­να με τον υ­πό­τιτ­λο του κει­μέ­νου της ο­μι­λίας. Ει­σα­γω­γι­κά α­να­φέ­ρει ό­τι η σχέ­ση Κα­βά­φη-Ξε­νό­που­λου “έ­χει α­πο­τυ­πω­θεί με ο­ρι­στι­κό τρό­πο α­πό τον Γ. Π. Σαβ­βί­δη” και πως ο ί­διος, ως βι­βλιο­γρά­φος του Κα­βά­φη, “δεν βλέ­πει να υ­πάρ­χουν ου­σια­στι­κά συ­μπλη­ρώ­μα­τα ή λαν­θά­νου­σες πλη­ρο­φο­ρίες που θα μπο­ρού­σαν να αλ­λοιώ­σουν ε­ντυ­πω­σια­κά την πε­ρι­γρα­φή”. Άρα θεω­ρεί ό­τι “το θέ­μα εί­ναι κλει­σμέ­νο α­πό ε­ρευ­νη­τι­κής α­πό­ψεως” και η δι­κή του πρό­θε­ση εί­ναι “να ε­πι­μεί­νει στην πε­ρί­πτω­ση του Ξε­νό­που­λου ως λο­γο­τε­χνι­κού κρι­τι­κού και, ι­διαι­τέ­ρως, ως κρι­τι­κού του Κα­βά­φη”. 
Για τίτ­λο της ο­μι­λίας του, ε­πι­λέ­γει, α­πό το πρώ­το άρ­θρο του Ξε­νό­που­λου για τον Κα­βά­φη, το 1903, την ο­νο­μα­τι­κή πρό­τα­ση “η ι­σχνό­της του χαρ­το­φυ­λα­κίου”. Αι­τιο­λο­γεί το δά­νειο, υ­πο­στη­ρί­ζο­ντας πως υ­πάρ­χει α­ντι­στοι­χία α­νά­με­σα στον Ξε­νό­που­λο ως κρι­τι­κό της ποιη­τι­κής πα­ρα­γω­γής του Κα­βά­φη μέ­χρι το 1903 και στον ε­αυ­τό του ως κρι­τι­κό του συ­νό­λου των κρι­τι­κών δη­μο­σιευ­μά­των Ξε­νό­που­λου για Κα­βά­φη. Σε αμ­φό­τε­ρες τις περιπτώσεις, δυ­σχε­ραί­νει η πο­σο­τι­κή α­νε­πάρ­κεια του έρ­γου. Εκτός του τίτ­λου, α­κο­λου­θεί τη συλ­λο­γι­στι­κή του Ξε­νό­που­λου στην α­νά­πτυ­ξη του θέ­μα­τος. Ολί­γα μεν τα ποιή­μα­τα, ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί ε­κεί­νος, αλ­λά α­ξιό­λο­γα. Ασχέ­τως αν η ι­σχνό­της ο­φεί­λε­ται στο γε­γο­νός ό­τι δια­σώ­ζει ως ά­ξια μνη­μό­νευ­σης 13 α­πό τα 38 μέ­χρι τό­τε δη­μο­σιευ­μέ­να. Συμ­με­τρι­κά, σύμ­φω­να με τον Δα­σκα­λό­που­λο, σε σα­ρά­ντα χρό­νια, 1903-1943, “ο Ξε­νό­που­λος έ­γρα­ψε συ­νο­λι­κώς δώ­δε­κα κεί­με­να”, α­πό τα ο­ποία “μό­νο δυο μπο­ρούν να θεω­ρη­θούν ως πρω­το­γε­νείς προ­σεγ­γί­σεις”. Επι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί, ό­μως, ό­τι αυ­τά τα δυο έ­χουν την α­ξία τους. Η πα­ράλ­λη­λη α­νά­γνω­ση των κει­μέ­νων Ξε­νό­που­λου-Δα­σκα­λό­που­λου α­φή­νει την ε­ντύ­πω­ση πως αμ­φό­τε­ροι εί­δαν μεν το προς κρί­ση α­ντι­κεί­με­νό τους ι­σχνό­τε­ρο του πραγ­μα­τι­κού, αλ­λά, στην κρι­τι­κή τους, α­ντι­πα­ρέρ­χο­νται τις α­δυ­να­μίες, προ­βάλ­λο­ντας τα ι­σχυ­ρά ση­μεία. Βε­βαίως, στην πε­ρί­πτω­ση του Δα­σκα­λό­που­λου πρό­κει­ται για ο­μι­λία σε ε­πε­τεια­κό συ­νέ­δριο προς τι­μή του Ξε­νό­που­λου. Το κεί­με­νο, ό­μως, α­να­δη­μο­σιεύ­τη­κε σε δυο συ­να­γω­γές κει­μέ­νων του, το 2006 και το 2013, ο­πό­τε και θα μπο­ρού­σαν να γί­νουν κά­ποιες διορ­θω­τι­κές ε­πεμ­βά­σεις.
Εί­κο­σι χρό­νια με­τά την έκ­δο­ση του βι­βλίου του Σαβ­βί­δη, ε­μείς πι­στεύου­με πως η σχέ­ση Κα­βά­φη-Ξε­νό­που­λου ε­πι­δέ­χε­ται πε­ραι­τέ­ρω σχο­λια­σμού. Τα ση­με­ρι­νά βι­βλιο­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να α­φή­νουν το πε­ρι­θώ­ριο για μία α­να­λυ­τι­κό­τε­ρη πα­ρου­σία­ση του κε­φα­λαίου “ο Κα­βά­φης του Ξε­νό­που­λου”. Χω­ρίς, ω­στό­σο, να δια­φω­νού­με ως προς την “ι­σχνό­τη­τα του χαρ­το­φυ­λα­κίου”, αν ως α­ξιό­γρα­φα συ­γκρα­τού­με τα α­μι­γώς κρι­τι­κά κεί­με­να. Μό­νο που στην α­πο­τί­μη­ση του κρι­τι­κού έρ­γου, ο­ρι­σμέ­νες δευ­τε­ρο­γε­νείς προ­σεγ­γί­σεις, ό­πως έ­να σχό­λιο, μία α­πά­ντη­ση σε ε­πι­θε­τι­κό κεί­με­νο, ή η υιο­θέ­τη­ση συ­γκε­κρι­μέ­νης στά­σης, α­πο­βαί­νουν σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις πιο α­πο­κα­λυ­πτι­κές. Ο Σαβ­βί­δης α­να­φέ­ρει ό­τι, στην “α­να­κοί­νω­σή” του, ο Σπύ­ρος Ασδρα­χάς του εί­χε ε­πι­ση­μά­νει ό­τι χρη­σι­μο­ποιού­σε “τρεις με­θο­δο­λο­γι­κές κα­τη­γο­ρίες του Δη­μα­ρά”: τον οι­κο­νο­μι­κό πα­ρά­γο­ντα στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα των λο­γίων, την “δε­ξίω­ση” του λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου και την ση­μα­σία της ε­θι­μο­τυ­πίας στις σχέ­σεις των λο­γίων.
Εδώ, θα προ­σθέ­τα­με ως έ­ναν τέ­ταρ­το πα­ρά­γο­ντα, τις προ­σω­πι­κό­τη­τες των δυο ε­μπλε­κο­μέ­νων και τον ι­διω­τι­κό τους βίο, στον ο­ποίο ο Σαβ­βί­δης δεν ε­πέ­μει­νε, αρ­κού­με­νος σε νύ­ξεις. Αλλά α­κό­μη και έ­τσι, φαί­νε­ται πως ο­ρι­σμέ­νοι εί­χαν ε­νο­χλη­θεί. Ο Δα­σκα­λό­που­λος θεω­ρεί πως “η εν­δε­λε­χής ερ­γα­σία του Σαβ­βί­δη δεν πέ­ρα­σε α­πα­ρα­τή­ρη­τη ε­ξαι­τίας ο­ρι­σμέ­νων φρα­στι­κών α­κρο­τή­των και δυ­σμε­νών χα­ρα­κτη­ρι­σμών που πε­ριεί­χε εις βά­ρος του Ξε­νό­που­λου”. Σή­με­ρα, ό­πως έ­δει­ξε και το ε­πε­τεια­κό 2013, το κλί­μα έ­χει αλ­λά­ξει. Ευ­νο­εί τις ε­λευ­θε­ριά­ζου­σες α­πό­ψεις και α­πο­δέ­χε­ται τον βιο­γρα­φι­σμό. Θα ε­πω­φε­λη­θού­με, για να δεί­ξου­με τους δυο συγ­γρα­φείς α­πό μία δια­φο­ρε­τι­κή ο­πτι­κή γω­νία, ό­πως σε μα­γι­κή ει­κό­να, σαν δυο συγ­χρό­νους μας με τις α­δυ­να­μίες και τα πά­θη τους, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στά στο σι­νά­φι. Από τη μία, έ­ναν πε­ζο­γρά­φο και “ντι­λε­τά­ντε” κρι­τι­κό, α­να­γνω­ρι­σμέ­νο στους α­θη­ναϊκούς κύ­κλους, και α­πό την άλ­λη, έ­ναν ποιη­τή, χω­ρίς γνω­ρι­μίες, που α­γω­νιά για την προ­βο­λή του έρ­γου του. Όπου το “ντι­λε­τά­ντε”, ό­πως αυ­το­α­πο­κα­λεί­ται ο Ξε­νό­που­λος, ση­μαί­νει ε­κεί­νον που α­σκεί την κρι­τι­κή ε­ρα­σι­τε­χνι­κά. Σή­με­ρα θα προ­σθέ­τα­με, α­κό­μη και χα­ρι­στι­κά, εκ­με­ταλ­λευό­με­νος την προ­νο­μιού­χο θέ­ση του ως συ­νερ­γά­τη σε ση­μα­ντι­κά έ­ντυ­πα. 

Φι­λο­φρο­νή­σεις

Ο Σαβ­βί­δης προ­τί­μη­σε την χρο­νο­λο­γι­κή πα­ρά­τα­ξη των στοι­χείων. Ως η­με­ρο­μη­νία εκ­κί­νη­σης παίρ­νει την η­μέ­ρα της γνω­ρι­μίας Κα­βά­φη-Ξε­νό­που­λου (2/15η Ιουλ. 1901) και ως κα­τα­λη­κτι­κή, την 16η Δεκ. 1944, τη νύ­χτα που α­να­τι­νά­χτη­κε η οι­κία Ξε­νό­που­λου, Ευ­ρι­πί­δου 38. Σα­ρά­ντα τέσ­σε­ρα έ­τη, που τα χω­ρί­ζει σε τέσ­σε­ρις πε­ριό­δους. Μία α­φη­γη­μα­τι­κή α­να­σύν­θε­ση της σχέ­σης θα έ­δι­νε τη δυ­να­τό­τη­τα α­να­δρο­μής σε προ­η­γού­με­να χρό­νια. Λ.χ., θα α­νέ­φε­ρε τις λο­γο­τε­χνι­κές “συ­να­ντή­σεις” τους στις σε­λί­δες των ε­ντύ­πων που συ­νερ­γά­ζο­νταν. Άλλω­στε, η γνω­ρι­μία δυο συγ­γρα­φέων ε­πη­ρεά­ζε­ται α­πό την ει­κό­να που έ­χει ή­δη σχη­μα­τί­σει ο έ­νας για τον άλ­λο, δη­λα­δή α­πό ό­σα έ­χει α­κού­σει και δια­βά­σει. Στην προ­κεί­με­νη πε­ρί­πτω­ση, το μό­νο που μπο­ρεί να εί­χαν δια­βά­σει ή­ταν δη­μο­σιεύ­σεις σε πε­ριο­δι­κά και ε­φη­με­ρί­δες, κα­θώς αμ­φό­τε­ροι δεν εί­χαν εκ­δώ­σει βι­βλίο. Η πρώ­τη σει­ρά διη­γη­μά­των του Ξε­νό­που­λου μό­λις εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει, Απρ. 1901. 
Ο Κα­βά­φης, στο Ημε­ρο­λό­γιό του, α­να­φέ­ρει ό­τι ο Ξε­νό­που­λος του εί­πε πως θαυ­μά­ζει τα ποιή­μα­τά του και ε­κεί­νος του α­ντα­πό­δω­σε, λέ­γο­ντας ό­τι θαυ­μά­ζει τις “ι­στο­ρίες” του (αγ­γλι­στί, “contes”). Τί­θε­ται το ε­ρώ­τη­μα, κα­τά πό­σο πρό­κει­ται για φι­λο­φρο­νή­σεις κα­τά το ε­θι­μο­τυ­πι­κό ευ­γε­νείας με­τα­ξύ ο­μο­τέ­χνων. Ο Κα­βά­φης, πά­ντως, συ­μπλη­ρώ­νει, “And I sincerely do”. Σε ποια, ό­μως, έ­ντυ­πα τα διά­βα­σαν; Κα­τ’ αρ­χήν, σε ε­κεί­να που αμ­φό­τε­ροι δη­μο­σιεύουν. Αυ­τά, κα­τά την δε­κα­πε­ντα­ε­τία (ει­κο­σα­ε­τία στην πε­ρί­πτω­ση του Ξε­νό­που­λου) α­πό την πρώ­τη δη­μο­σίευ­σή τους μέ­χρι την γνω­ρι­μία τους, εί­ναι τέσ­σε­ρα: Το Ημε­ρο­λό­γιο του Σκό­κου, ό­που ο Ξε­νό­που­λος δη­μο­σιεύει διη­γή­μα­τα και με­λε­τή­μα­τα α­πό τον δεύ­τε­ρο τό­μο, του 1887, ε­νώ ο Κα­βά­φης, α­πό τον 13ο, του 1898. Στη Βι­βλιο­θή­κη του δεύ­τε­ρου υ­πάρ­χουν, ε­κτός α­πό τους τό­μους της πε­ριό­δου που συ­νερ­γά­ζε­ται και στους ο­ποίους ο Ξε­νό­που­λος δεν δη­μο­σιεύει διη­γή­μα­τα, οι τό­μοι του 1892 και 1894. Στον πρώ­το, ο Ξε­νό­που­λος δη­μο­σιεύει με­λέ­τη για τον Γε­ρά­σι­μο Μαρ­κο­ρά, ό­που το α­ντί­τυ­πο της Βι­βλιο­θή­κης “φέ­ρει πε­ρι­θω­ρια­κές μο­λυ­βιές και υ­πο­γραμ­μί­σεις”. Στον δεύ­τε­ρο, την “ι­στο­ρία” «Το ό­νει­ρον», η ο­ποία συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στην πρώ­τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του. Με­τά εί­ναι η ε­φη­με­ρί­δα «Το Άστυ», στην ο­ποία ο Ξε­νό­που­λος πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται με άρ­θρο στις 2/12/1890 και ως έμ­μι­σθος συ­νερ­γά­της, α­να­λαμ­βά­νει το χρο­νο­γρά­φη­μα, αλ­λά δεν δη­μο­σιεύει διη­γή­μα­τα, ε­νώ ο Κα­βά­φης δη­μο­σιεύει δυο ποιή­μα­τα το 1896. Ακό­μη το πε­ριο­δι­κό «Τα Ολύ­μπια», στο ο­ποίο και οι δυο εμ­φα­νί­ζο­νται μέ­σα στο 1896. Ο Ξε­νό­που­λος, ό­μως, με θε­α­τρι­κό, «Ο Τρί­τος», σε συ­νέ­χειες (27/1-28/4/1896), ο Κα­βά­φης με ποίη­μα (8/9/1896). Απο­μέ­νει το πε­ριο­δι­κό, «Αττι­κόν Μου­σείον», στο ο­ποίο  για πρώ­τη φο­ρά δια­σταυ­ρώ­θη­καν, στο ί­διο τεύ­χος, τα ο­νό­μα­τά τους. Στο εν λό­γω πε­ριο­δι­κό, μέσα στη διετία 1891-92, ο Ξε­νό­που­λος δη­μο­σιεύει τέσ­σε­ρα διη­γή­μα­τα και ο Κα­βά­φης τρία ποιή­μα­τα. 
Βε­βαίως, ο Κα­βά­φης μπο­ρεί να εί­χε δια­βά­σει “ι­στο­ρίες” του Ξε­νό­που­λου σε τό­μους του Ημε­ρο­λο­γίου του Σκό­κου, που δεν δια­σώ­θη­καν στη Βι­βλιο­θή­κη του, α­κό­μη να πα­ρα­κο­λου­θού­σε την «Εστία», ό­που ο Ξε­νό­που­λος δη­μο­σίευε κυ­ρίως τα διη­γή­μα­τά του. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, μάλ­λον εί­χε μεί­νει με τις ε­ντυ­πώ­σεις μίας α­νά­γνω­σης “δια­γω­νίως”, ό­πως θα έ­λε­γαν οι αγ­γλό­φω­νοι με­λε­τη­τές του.

Συ­μπτώ­μα­τα κρυ­πτο­μνη­σίας

Ο Ξε­νό­που­λος, στο πρώ­το άρ­θρο του για τον Κα­βά­φη, α­να­φέ­ρει ποια ποιή­μα­τα εί­χε δια­βά­σει. Πα­ρό­τι πρό­κει­ται για άρ­θρο, που υ­πο­τί­θε­ται πως ε­τοί­μα­ζε α­πό και­ρό, εί­ναι προ­φα­νές ό­τι στη­ρί­ζε­ται στη μνή­μη του, μη α­να­τρέ­χο­ντας στις πη­γές. Στην πε­ρί­πτω­ση του πε­ριο­δι­κού «Αττι­κόν Μου­σείον», που στά­θη­κε γι’ αυ­τόν ση­μα­ντι­κό, κα­θώς ε­κεί, ε­κτός α­πό τα διη­γή­μα­τά του, δη­μο­σιεύ­τη­καν η αυ­στη­ρή κρι­τι­κή Μη­τσά­κη για το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μά του και η δι­κή του α­πά­ντη­ση, εμ­φα­νί­ζει συ­μπτώ­μα­τα κρυ­πτο­μνη­σίας, συγ­χέ­ο­ντας πα­ρα­στά­σεις α­πό δια­φο­ρε­τι­κά έ­ντυ­πα. Ξε­κι­νά­ει, α­να­φε­ρό­με­νος αό­ρι­στα στο πρώ­το ποίη­μα του Κα­βά­φη που εί­χε δια­βά­σει: “Εί­ναι πο­λύς και­ρός, δέ­κα ί­σως και δώ­δε­κα χρό­νια, α­φό­του διά­βα­σα εις κά­ποιον Ημε­ρο­λό­γιον το πρώ­τον του ποίη­μα. Επε­γρά­φε­το «Τα­ρα­ντί­νοι».” Ακρι­βο­λο­γεί ως προς τα 12 χρό­νια, μό­νο που δεν ε­πρό­κει­το για Ημε­ρο­λό­γιο αλ­λά για το πε­ριο­δι­κό «Αττι­κόν Μου­σείον». Ού­τε για το ποίη­μα «Οι Τα­ρα­ντί­νοι δια­σκε­δά­ζουν». Αυ­τό εί­χε πράγ­μα­τι δη­μο­σιευ­τεί σε Ημε­ρο­λό­γιο, ε­κεί­νο του Σκό­κου, αλ­λά πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, στον τό­μο του έ­τους 1899. 
Και συ­νε­χί­ζει: “Το ό­νο­μα που εί­δα α­πό κά­τω, το νέ­ον και ό­λως διό­λου ά­γνω­στον – Κων­στα­ντί­νος Π. Κα­βά­φης – μου ε­καρ­φώ­θη α­πό τό­τε.” Μό­νο που σε ό­λα τα ποιή­μα­τα στο Ημε­ρο­λό­γιο του Σκό­κου, στην υ­πο­γρα­φή, το μικρό όνομα συ­γκό­πτε­ται σε Κων­στ. Ολο­γρά­φως το μι­κρό ό­νο­μα υ­πάρ­χει μό­νο στο δεύ­τε­ρο και το τρί­το ποίη­μα του πε­ριο­δι­κού «Αττι­κόν Μου­σείον». Τέ­λος, το­νί­ζει πως “πο­τέ δεν ε­γρά­φη άρ­θρον δι’ αυ­τόν εις ε­φη­με­ρί­δα, και πο­τέ δεν ε­φά­νη τ’ ό­νο­μά του αλ­λού, πα­ρά με­τρη­μέ­νες φο­ρές κά­τω α­πό τους ο­λί­γους στί­χους του.” Κι ό­μως, αυ­τό συ­νέ­βη στο «Αττι­κόν Μου­σείον» και μά­λι­στα, σε τεύ­χος που α­νοί­γει με δι­κό του διή­γη­μα, υ­πο­γε­γραμ­μέ­νο με α­κέ­ραιο το ό­νο­μά του, ού­τε ψευ­δώ­νυ­μο ού­τε συ­γκε­κομ­μέ­νο. Εί­ναι το τεύ­χος της 30ης Σεπ. 1891, ό­που δη­μο­σιεύε­ται η πρώ­τη κρι­τι­κή α­πο­τί­μη­ση για τον Κα­βά­φη α­πό τον Πο­λέ­μη. Εκεί το ό­νο­μά του εμ­φα­νί­ζε­ται συ­γκε­κομ­μέ­νο (Κ. Φ. Καβ.), κα­θώς κα­τα­χω­ρεί­ται στη στή­λη «Συ­ζη­τή­σεις». Ήδη, α­πό αυ­τήν την πρώ­τη “συ­νά­ντη­ση”, ο Κα­βά­φης υ­στε­ρεί σε α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα, ό­πως λέ­νε σή­με­ρα. 

Η πρώ­τη συ­νά­ντη­ση

Στην πρώ­τη τους δια ζώ­σης συ­νά­ντη­ση, θα πρέ­πει να εί­χαν θο­λή ει­κό­να ο έ­νας για το λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο του άλ­λου, με κά­ποιες δεύ­τε­ρες σκέ­ψεις.  Ο Κα­βά­φης α­πο­κα­λεί μεν τον Ξε­νό­που­λο “conteur”, αλ­λά μάλ­λον σκέ­φτε­ται τον κρι­τι­κό. Ενώ ο Ξε­νό­που­λος μπο­ρεί να α­να­φέ­ρε­ται στον ποιη­τή, αλ­λά έ­χει κα­τά νου πε­ρισ­σό­τε­ρο τον Αι­γυ­πτιώ­τη, που ση­μαί­νει τον δίαυ­λο προς “μία πο­λυ­πλη­θή και φι­λό­μου­σο κοι­νό­τη­τα”. Και βε­βαίως, πά­ντο­τε υ­πει­σέρ­χο­νται οι αυ­θόρ­μη­τες α­ντι­δρά­σεις. Ο Κα­βά­φης, στο Ημε­ρο­λό­γιό του, συ­νο­ψί­ζει την πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση με τη φρά­ση, “A very nice man”. Να ση­μειώ­σου­με πως, στο Ημε­ρο­λό­γιο, εί­ναι φει­δω­λός στους χα­ρα­κτη­ρι­σμούς προ­σώ­πων. Για άλ­λες γνω­ρι­μίες, ό­πως του Σκό­κου και του Μι­χα­η­λί­δη, δεν κά­νει κα­νέ­να σχό­λιο. Μό­νο για τον Πο­λέ­μη ση­μειώ­νει: “He looks a serious man, a little pompous. About 60.”  Επει­δή οι η­λι­κίες και συ­να­κό­λου­θα το πα­ρου­σια­στι­κό συμ­βάλ­λουν κα­θο­ρι­στι­κά στην πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση, θυ­μί­ζου­με ό­τι ο 38ε­τής Κα­βά­φης έ­χει α­πέ­να­ντί του τον 47ε­τή Σκό­κο (σύμ­φω­να με πα­λαιό­τε­ρη πε­ρι­γρα­φή του Ξε­νό­που­λου, “στρογ­γυ­λό, κο­ντό, με γε­νά­κια και γυα­λιά”), τον 37ε­τή Μι­χα­η­λί­δη (πά­λι κα­τά Ξε­νό­που­λο, “ω­ραίο με­λα­χρι­νό ά­ντρα, ψη­λό, στι­βα­ρό, με γε­νά­κεια, που τρα­βού­σε τις γυ­ναί­κες ό­πως τον τρα­βού­σαν και ε­κεί­νες”), τον 39ε­τή Πο­λέ­μη, ό­πως τον πε­ρι­γρά­φει πα­ρα­πά­νω ο Κα­βά­φης, και τον 34ε­τή Ξε­νό­που­λο. 
Κα­τά τον Μποέ­μ, ο­κτώ χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, ο Ξε­νό­που­λος εί­ναι “υ­ψη­λός, συ­μπα­θούς φυ­σιο­γνω­μίας, με ζωη­ρούς ο­φθαλ­μούς, με ξαν­θί­ζο­ντα μύ­στα­κα...το μει­δία­μα δεν του λεί­πει α­πό τα χεί­λη και η φυ­σιο­γνω­μία του ε­νέ­χει τι το αν­θη­ρό­ν”. Εί­ναι προ­φα­νές ό­τι τον Κα­βά­φη τον γο­η­τεύει η προ­σω­πι­κό­τη­τα του Ζα­κύν­θιου, αν, μά­λι­στα, λά­βου­με υ­πό­ψη, ό­τι τον γνω­ρί­ζει ταυ­τό­χρο­να με τον Μι­χα­η­λί­δη, έ­χου­με μία έν­δει­ξη τι τον ελ­κύει σε μία α­ντρι­κή πα­ρου­σία. Εί­ναι και η μό­νη κα­τ’ οί­κον “βί­ζι­τα”, που κά­νει σε ε­κεί­νο το τα­ξί­δι, ε­ξαι­ρου­μέ­νων των συγ­γε­νι­κών του προ­σώ­πων. Και μά­λι­στα, προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη κα­τά τη συ­νά­ντη­σή τους. Τρί­τη έ­γι­νε η γνω­ρι­μία, Σάβ­βα­το η ε­πί­σκε­ψη. Βε­βαίως, η κα­τοι­κία του Ξε­νό­που­λου ταυ­τί­ζε­ται με τα γρα­φεία της «Δια­πλά­σεως». Αλλά για το πε­ριο­δι­κό “των παί­δω­ν”, ο Κα­βά­φης ου­δέν εν­δια­φέ­ρον εί­χε.
Τις ε­ντυ­πώ­σεις του Ξε­νό­που­λου α­πό τη γνω­ρι­μία του με τον Κα­βά­φη τις έ­χου­με μό­νο α­πό το πρώ­το άρ­θρο του. Εκεί, ό­μως, με την πε­ρι­γρα­φή του προ­σώ­που ε­πι­ζη­τά να ελ­κύ­σει το εν­δια­φέ­ρον του α­να­γνω­στι­κού κοι­νού, πι­θα­νώς και για­τί, ως κρι­τής των ποιη­μά­των του, αι­σθά­νε­ται μάλ­λον α­να­σφα­λής. Τον πα­ρου­σιά­ζει σαν κά­τι το α­ξιο­πε­ρίερ­γο. Τα­κτι­κή που α­κο­λου­θεί και ο Ε. Μ. Φόρ­στερ στο πρώ­το του άρ­θρο. Αυ­τά τα δυο άρ­θρα, που σή­με­ρα α­πο­κα­λού­νται “ι­στο­ρι­κά”, σκια­γρα­φούν τον Κα­βά­φη ως μία εκ­κε­ντρι­κή πα­ρου­σία. Ασχέ­τως αν η δια­τύ­πω­ση του Άγγλου εί­ναι ποιη­τι­κή, ε­νώ, του Ζα­κύν­θιου στο­χεύει στον ε­ντυ­πω­σια­σμό με εκ­φρά­σεις του συρ­μού, κα­θό­λου κο­λα­κευ­τι­κές για το πρό­σω­πο του Κα­βά­φη.  
Ο Σαβ­βί­δης πα­ρα­τη­ρεί ό­τι δί­νει “ά­φθαρ­το το πορ­ταί­το του αν­θρώ­που Κα­βά­φη”. Αυ­τό μπο­ρεί να ι­σχύει, ω­στό­σο ο Ξε­νό­που­λος πο­τέ δεν θα α­πο­τολ­μού­σε πα­ρό­μοια πε­ρι­γρα­φή για έ­ναν Ελλα­δί­τη. Ο Δα­σκα­λό­που­λος πα­ρα­τη­ρεί ό­τι ο Ξε­νό­που­λος “διαν­θί­ζει με α­νά­λο­γες πε­ρι­γρα­φές τις κρί­σεις του για λο­γο­τέ­χνες που γνώ­ρι­σε προ­σω­πι­κώς”. Ακρι­βέ­στε­ρα, α­ντι­στρό­φως α­νά­λο­γες, κα­θώς τους Ελλα­δί­τες τους ε­ξω­ραΐζει, α­κό­μη και τον “α­σχη­μάν­θρω­πο” Κον­δυ­λά­κη. Αντι­στι­κτι­κά ως προς τη συ­μπε­ρι­φο­ρά του Κα­βά­φη, α­πο­δί­δει στους “λο­γίους μας” “σε­μνήν α­πλό­τη­τα, δει­λήν α­φέ­λειαν και α­γα­θήν α­δε­ξιό­τη­τα”. Πριν, ό­μως, φτά­σει στη συ­μπε­ρι­φο­ρά του Κα­βά­φη, σκια­γρα­φεί το πα­ρου­σια­στι­κό. Ως προς την η­λι­κία, χρη­σι­μο­ποιεί την ει­ρω­νι­κής χροιάς έκ­φρα­ση “ό­χι εις την πρώ­την νεό­τη­τα”, ως προς τα φυ­λε­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά με το “βα­θειά με­λα­χρι­νός ως γη­γε­νής της Αι­γύ­πτου” υ­παι­νίσ­σε­ται ε­πι­μι­ξίες μάλ­λον μειω­τι­κές για έ­ναν αμ­φί­πλευ­ρα Κων­στα­ντι­νου­πο­λί­τη, προ­σθέ­το­ντας, “φυ­σιο­γνω­μία που δεν λέ­γει πολ­λά πράγ­μα­τα”, κοι­νώς α­διά­φο­ρη. Τέ­λος, ως προς την πε­ρι­βο­λή χρη­σι­μο­ποιεί την λέ­ξη “κομ­ψευό­με­νος”, το­νί­ζο­ντας τον ε­πι­τη­δευ­μέ­νο χα­ρα­κτή­ρα. Όσο α­φο­ρά την συ­μπε­ρι­φο­ρά του Κα­βά­φη, συ­γκρα­τού­με τους ε­πι­θε­τι­κούς προσ­διο­ρι­σμούς, που έ­χουν ως κοι­νό πα­ρο­νο­μα­στή την προ­σποίη­ση. Χα­ρα­κτη­ρί­ζει την ο­μι­λία του “σχε­δόν στομ­φώ­δη και υ­περ­βο­λι­κή”, τους τρό­πους του “πά­ρα πο­λύ α­βρούς”, ε­νώ σχο­λιά­ζει “ό­λες ε­κεί­νες τις ευ­γέ­νειές του και τις τσι­ρι­μό­νιες”. Βε­βαίως, α­πο­βλέ­πει στο ρη­το­ρι­κό σχή­μα της α­ντί­θε­σης, κα­τα­λή­γο­ντας με τις “α­στρα­πές των μαύ­ρων μα­τιών, α­πό τα γυα­λιά, που προ­δί­δουν τον άν­θρω­πο της ευ­ρείας σκέ­ψεως και της καλ­λι­τε­χνι­κής ι­διο­φυΐας”. Και συ­νε­χί­ζει, πε­ρι­γρά­φο­ντας με μία φρά­ση το πώς ο ί­διος εί­χε α­ντι­με­τω­πί­σει τον Κα­βά­φη: “Έκα­μα την ε­ρω­τι­κήν μου ε­ξο­μο­λό­γη­σιν προς τον ποιη­τήν μου α­μέ­σως, με την πρώ­την γνω­ρι­μίαν.” Προ­φα­νώς, χα­ρι­το­λο­γεί. Γεν­νά, ω­στό­σο, στον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη την α­πο­ρία κα­τά πό­σο εί­χε διαι­σθαν­θεί, σε ε­κεί­νη την πρώ­τη συ­νά­ντη­ση, τις ο­μο­φυ­λό­φι­λες προ­τι­μή­σεις “του ποιη­τή του”.  
Συ­νέ­χεια στο φύλ­λο της με­θε­πό­με­νης Κυ­ρια­κής.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 7/6/2014.