Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Πατρίκ Μοντιάνο - 50 χρόνια μετά Σαρτρ

Παρίσι. Έφιππο τμήμα της Βέρμαχτ με φόντο την Αψίδα του Θριάμβου.









“Αρχή σο­φίας ο­νο­μά­των ε­πί­σκε­ψις”, κα­τά τον Αντι­σθέ­νη, που ση­μαί­νει, αν θες να κα­τα­νοή­σεις το εί­δος ε­νός αν­θρώ­που ή και να εμ­βα­θύ­νεις σε μία κα­τά­στα­ση, αλ­λά και σε έ­να τυ­χόν πράγ­μα, α­νέ­τρε­ξε στο ό­νο­μά του και με­τά προ­χώ­ρα. Για­τί, λοι­πόν, το ε­πώ­νυ­μο του ε­φε­τι­νού Νο­μπε­λί­στα, α­πό την σε­φα­ρα­δί­τι­κη οι­κο­γέ­νεια των Μο­διά­νο, να εί­ναι Μο­ντια­νό, κα­τά η­χο­μι­μη­τι­κή α­πό­δο­ση στα ελ­λη­νι­κά του γαλ­λι­κού ε­πι­θέ­του του, και ό­χι Μο­διά­νο ή, έ­στω, Μο­ντιά­νο, αν υιο­θε­τή­σου­με την ε­τυ­μο­λό­γη­σή του α­πό την πό­λη Μο­ντι­λιά­νο, γει­το­νι­κή της Φλω­ρε­ντίας, ό­που κα­τέ­φυ­γαν πολ­λές οι­κο­γέ­νειες με­τά το διωγ­μό τους α­πό την Ισπα­νία; Το ό­νο­μα δια­σώ­ζε­ται στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, χά­ρις σε κά­ποια ε­ξέ­χο­ντα μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας, εξ ου η Αγο­ρά Μο­διά­νο, το Γη­ρο­κο­μείο Μο­διά­νο, η Βίλ­λα Μο­διά­νο. Άλλω­στε, ο βρα­βευ­θείς εί­ναι εγ­γο­νός του Ντα­γιάν Γιά­κο­μπ Μο­ντιά­νο και γιος του Αλμπέρ­το Μο­ντιά­νο, αμ­φό­τε­ροι γεν­νη­θέ­ντες στην Θεσ­σα­λο­νί­κη. Με αυ­τό το ό­νο­μα εί­ναι κα­τα­χω­ρη­μέ­νοι στα ελ­λη­νι­κά αλ­λά και τα αι­γυ­πτια­κά αρ­χεία, με­τά την με­τοι­κε­σία τους στην Αλε­ξάν­δρεια. 
Ο μό­νι­μος γραμ­μα­τέ­ας της Σουη­δι­κής Ακα­δη­μίας, Πή­τερ Ένγκλου­ντ, στην α­να­κοί­νω­ση της βρά­βευ­σης, υ­πο­γράμ­μι­σε ό­τι στο έρ­γο του Πα­τρίκ Μο­ντιά­νο κυ­ριαρ­χεί το θε­μα­τι­κό τρί­πτυ­χο^ χρό­νος, μνή­μη, ταυ­τό­τη­τα. Εκεί­νο, ό­μως, που βά­ρυ­νε στην ε­πι­λο­γή εί­ναι το τρί­πτυ­χο^ ο κα­θο­ρι­σμέ­νος χρό­νος της γερ­μα­νι­κής κα­το­χής, η συ­γκε­κρι­μέ­νη μνή­μη των ε­βραϊκών διώ­ξεων, ο ο­ρι­σμέ­νος τό­πος, το Πα­ρί­σι. Επί­σης, ο ί­διος, στην σουη­δι­κή τη­λεό­ρα­ση, α­πο­κά­λε­σε τον βρα­βευ­θέ­ντα “Μαρ­σέλ Πρου­στ της ε­πο­χής μας”, ε­νώ, πέρ­σι, εί­χε χα­ρα­κτη­ρί­σει την Αλίς Μον­ρό “Τσέ­χωφ του Κα­να­δά”. Σε πα­ρό­μοιες α­πο­φάν­σεις εί­ναι προ­φα­νής η διά­θε­ση των θε­σμο­θε­τών να με­γα­λύ­νουν τους νέ­ους Νο­μπε­λί­στες. Όσο για τη συ­γκε­κρι­μέ­νη α­να­φο­ρά στον Πρου­στ, θα λέ­γα­με ό­τι υ­πάρ­χει κά­ποια α­ντι­στοι­χία α­νά­με­σα στο «Ανα­ζη­τώ­ντας τον χα­μέ­νο χρό­νο» και το “έρ­γο εν προό­δω” του Μο­ντιά­νο. Μό­νο που ο δεύ­τε­ρος α­να­ψη­λα­φεί το Πα­ρί­σι της Κα­το­χής και τα με­θεόρ­τιά του. Έτσι, το μό­νο που μπο­ρού­σε να α­να­ζη­τή­σει ή­ταν τον χα­σμα­τώ­δη χρό­νο θη­τών και θυ­μά­των μέ­σα α­πό την ο­πτι­κή των παι­διών των ε­μπλε­κο­μέ­νων, ως ε­νή­λι­κων στις ε­πό­με­νες δυο δε­κα­ε­τίες.  
Σαν έ­να Βρα­βείο Νό­μπελ α­μι­γώς λο­γο­τε­χνι­κό, χαι­ρέ­τη­σε ο γαλ­λι­κός Τύ­πος τη βρά­βευ­ση του Μο­ντιά­νο. Οι ε­φη­με­ρί­δες τού α­φιέ­ρω­σαν ο­λο­σέ­λι­δα σα­λό­νια, με φω­το­γρα­φίες και κα­τα­χω­ρή­σεις στα ε­ξώ­φυλ­λα. Στη Λι­μπε­ρα­σιόν, μά­λι­στα, η φω­το­γρα­φία κα­λύ­πτει ο­λό­κλη­ρο το πρω­το­σέ­λι­δο. Του 2007 η φω­το­γρα­φία, κο­λα­κεύει τον τι­μώ­με­νο, που πο­ζά­ρει σε στά­ση σταρ. Η Φι­γκα­ρό προ­τι­μά έ­να κά­πως κω­μι­κό εν­στα­ντα­νέ, που τον δεί­χνει έκ­πλη­κτο, σαν να “του έ­πε­σε το Νό­μπελ στο κε­φά­λι”, ό­πως υ­πο­γραμ­μί­ζει ο τίτ­λος. Ενώ, η Μο­ντ ε­πι­λέ­γει φω­το­γρα­φία α­πό τι­μη­τι­κή εκ­δή­λω­ση του 2010, την ο­ποία στε­φα­νώ­νει με τον τίτ­λο, “ο Μο­ντιά­νο στις δέλ­τους της Ιστο­ρίας”. 
Όπως φαί­νε­ται, ε­φέ­τος, στη Σουη­δι­κή Ακα­δη­μία πα­ρα­κάμ­φθη­καν τα ε­ξω­λο­γο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια, που, με­τά την πτώ­ση του Τεί­χους, έ­χουν α­πο­βεί κα­θο­ρι­στι­κά στις ε­πι­λο­γές της. Από το 1990 και ύ­στε­ρα, κο­ντά έ­να τέ­ταρ­το του αιώ­να, η κρι­τι­κή ε­πι­τρο­πή στρέ­φε­ται ό­λο και συ­χνό­τε­ρα σε γυ­ναί­κες και στους προ­ερ­χό­με­νους α­πό χώ­ρες ε­κτός Ευ­ρώ­πης και Η­ΠΑ. Με­τά, ό­μως, την περ­σι­νή βρά­βευ­ση της Κα­να­δής Αλίς Μον­ρό, μάλ­λον θα ε­κλεί­ψει για με­ρι­κά χρό­νια ο πα­ρά­γων φύ­λο. Επί­σης, και ο δεύ­τε­ρος πα­ρά­γο­ντας έ­χει κα­λυ­φθεί, κα­θώς,  μέ­σα στην τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία, τα μι­σά πε­ρί­που βρα­βεία δό­θη­καν σε χώ­ρες ε­κτός του α­πο­κα­λού­με­νου Δυ­τι­κού Κό­σμου και μά­λι­στα, το προ­πέρ­σι­νο στον Κι­νέ­ζο Μο Γιαν. Υπήρ­χε, βε­βαίως, σε α­να­μο­νή η Ια­πω­νία με τον Χα­ρού­κι Μου­ρα­κά­μι και η Αφρι­κή με τον Κε­νυά­τη Ngugi wa Thiong’o. 
Ακό­μη, ό­μως, και πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας τους συ­γκε­κρι­μέ­νους πα­ρά­γο­ντες, έ­να γαλ­λι­κό Νό­μπελ πα­ρα­μέ­νει έκ­πλη­ξη. Θυ­μί­ζου­με πως η Γαλ­λία πρω­τεύει σε Νό­μπελ. Για να α­κρι­βο­λο­γού­με, ω­στό­σο, το ε­φε­τι­νό Νό­μπελ δεν εί­ναι το 15ο, ό­πως κο­μπά­ζουν τα γαλ­λι­κά πρω­το­σέ­λι­δα, αλ­λά το 14ο. Οι Γάλ­λοι με­τρούν στα δι­κά τους και το βρα­βείο του 2000, που δό­θη­κε στον Κι­νέ­ζο, γαλ­λι­κής υ­πη­κοό­τη­τας, Γκάο Ξιν­γκιάν, ό­πως με­τρούν ως α­κέ­ραιο και το μι­σό του 1904 στον Φρε­ντε­ρίκ Μι­στράλ. Αλλά και η δεύ­τε­ρη σε Νό­μπελ χώ­ρα, οι Η­ΠΑ, πα­ρο­μοίως φου­σκώ­νει τα δι­κά της σε 12. Η Γαλ­λία, πά­ντως, πα­ρα­μέ­νει κυ­ρίαρ­χη. Τι­μή­θη­κε με το πρώ­το Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνίας, το 1901, που δό­θη­κε στον ποιη­τή Συ­λί Πρου­ντό­μ, και μέ­χρι το 1964, κα­τεί­χε μα­κράν την πρώ­τη θέ­ση, με την αγ­γλι­κή λο­γο­τε­χνία να ι­σο­φα­ρί­ζει, ε­νώ­νο­ντας τις δυ­νά­μεις Ηνω­μέ­νου Βα­σι­λείου και Η­ΠΑ, αλ­λά και προ­σθέ­το­ντας στην αγ­γλό­φω­νη ο­μά­δα τον βα­ρύ ό­γκο ε­νός Τσώρ­τσιλ. Στη συ­νέ­χεια, ό­μως, πλη­ρώ­νει την άρ­νη­ση του Σαρ­τρ να α­πο­δε­χθεί το Νό­μπελ. Εκεί­νος έ­μει­νε μεν πι­στός στις αρ­χές του πε­ρί ε­λευ­θε­ρίας, αλ­λά η γαλ­λι­κή λο­γο­τε­χνία υ­πέ­στη για μι­σό αιώ­να τη δυ­σμέ­νεια της Σουη­δι­κής Ακα­δη­μίας. Ενώ, μέ­χρι το 1964, βρα­βευό­ταν κα­τά μέ­σο ό­ρο κά­θε ε­ξή­μι­συ χρό­νια, το ε­πό­με­νο Νό­μπελ δό­θη­κε το 1985, και α­παι­τή­θη­κε έ­νας α­δια­φι­λο­νί­κη­τος υ­πο­ψή­φιος, ό­πως ο Κλω­ντ Σι­μόν. Αλλά κι αυ­τός, ε­νώ προ­σφε­ρό­ταν για υ­ψη­λές δια­κρί­σεις α­πό τα τέ­λη του ’60, που ο­λο­κλη­ρώ­νει το «Δρο­μος της Φλά­ντρας», βρα­βεύ­τη­κε στα 72 του, ε­νώ ο συ­νο­μή­λι­κός του Αλμπέρ Κα­μύ εί­χε τι­μη­θεί α­πό το 1957, στα 44 του χρό­νια. Το με­θε­πό­με­νο, του Ζα­ν-Μα­ρί Λε Κλε­ζιό, ήρ­θε 23 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Το ε­φε­τι­νό, λοι­πόν, με­τά μό­λις μία ε­ξα­ε­τία, δεί­χνει σαν έκ­πλη­ξη.       
Την έκ­πλη­ξη με­γα­λώ­νει το προ­φίλ του βρα­βευ­μέ­νου. Σχε­τι­κά νέ­ος, για ό­σους έ­χουν την ε­ντύ­πω­ση πως ι­σχύει μία ά­τυ­πη ιε­ράρ­χη­ση, τύ­που ε­πε­τη­ρί­δας. Ωστό­σο, ο η­λι­κια­κά μέ­σος ό­ρος των μέ­χρι σή­με­ρα βρα­βευ­θέ­ντων εί­ναι τα 64. Ενώ, ο μέ­σος ό­ρος των Γάλ­λων τα 68. Ακρι­βώς, στο μέ­σο ό­ρο βρι­σκό­ταν ο Κλε­ζιό, ε­νώ ο Μο­ντιά­νο, γεν­νη­μέ­νος στις 30 Ιου­λίου 1945, τον έ­χει υ­περ­βεί μό­λις κα­τά έ­να έ­τος. Ως βα­σι­κό­τε­ρο, ό­μως, μειο­νέ­κτη­μα για έ­να βρα­βείο ό­πως το Νό­μπε­λ, προ­βάλ­λει η έλ­λει­ψη α­πό το έρ­γο του μίας ι­δε­ο­λο­γι­κής πα­ρα­μέ­τρου, κα­θώς και η α­που­σία σα­φούς πο­λι­τι­κής ταυ­τό­τη­τας. Του­λά­χι­στον έ­τσι πε­ρι­γρά­φει τον Μο­ντιά­νο ο εκ­δό­της του, ο Αντουάν Γκαλ­λι­μάρ. Πε­ριέρ­γως, δεν α­να­φέ­ρε­ται στην πα­ρά­με­τρο του α­ντι­ση­μι­τι­σμού, που στά­θη­κε για τον συγ­γρα­φέα κι­νη­τή­ριος δύ­να­μη της γρα­φής του. Και μά­λι­στα, στην έ­ρευ­να των πα­ρι­σι­νών αρ­χείων κα­τά τη γερ­μα­νι­κή κα­το­χή προ­η­γή­θη­κε των α­με­ρι­κα­νών ι­στο­ρι­κών, που, στη­ρι­ζό­με­νοι σε αυ­τά, υ­πο­στή­ρι­ξαν την ε­μπλο­κή της Κυ­βέρ­νη­σης του Βι­σύ έ­να­ντι της προ­η­γού­με­νης εκ­δο­χής πε­ρί πα­θη­τι­κής α­ντί­στα­σης. Όπως και να έ­χει, δή­λω­σε έκ­πλη­κτος, κι ας εί­ναι το πρό­σφα­το Νό­μπελ το 40ο του εκ­δο­τι­κού του οί­κου. Μό­νο ο Έλλη­νας εκ­δό­της του Μο­ντιά­νο, ο Νί­κος Γκιώ­νης, φαί­νε­ται να το πε­ρί­με­νε. Ανε­ξάρ­τη­τα αν δεν φρό­ντι­σε να μην τον υ­περ­κε­ρά­σει η ζή­τη­ση ε­νός Νό­μπελ. 
Για να α­κρι­βο­λο­γού­με, ο Μο­ντιά­νο δεν α­πέ­κτη­σε έ­ναν, αλ­λά, δια­δο­χι­κά, ε­πτά εκ­δό­τες, γε­γο­νός που πι­θα­νώς να δεί­χνει μι­κρή α­να­γνω­σι­μό­τη­τα των βι­βλίων του. Ο κα­θέ­νας α­πό αυ­τούς εκ­δί­δει α­πό έ­να, ε­κτός α­πό τον τε­λευ­ταίο, που με­τρά τέσ­σε­ρα. Το πρώ­το βι­βλίο του Μο­ντιά­νο στα ελ­λη­νι­κά κυ­κλο­φό­ρη­σε το κα­λο­καί­ρι του 1987, χά­ρις στην Ιωάν­να Χατ­ζη­νι­κο­λή, την εκ­δό­τρια που έ­φε­ρε στον ελ­λη­νι­κό χώ­ρο πλειά­δα Γάλ­λων συγ­γρα­φέων, με κυ­ρίαρ­χα ο­νό­μα­τα την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ και τον Ζακ Λα­κα­ριέρ. Ίσως, η Χατ­ζη­νι­κο­λή να συ­νέ­χι­ζε με τους δι­κούς της ρυθ­μούς, αν δεν εμ­φα­νί­ζο­νταν άλ­λοι εκ­δό­τες πιο εύ­ρω­στοι και με δια­φο­ρε­τι­κά κρι­τή­ρια. Αυ­τό το πρώ­το βι­βλίο ήταν το ένατο του Μοντιάνο, «Η χα­μέ­νη γει­το­νιά», που εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει το 1984. Ακο­λού­θη­σε, το 1988, το έ­κτο βι­βλίο του α­πό τις εκ­δό­σεις Κέ­δρος, «Οδός σκο­τει­νών μα­γα­ζιών», που ε­πι­λέ­χθη­κε χά­ρις στο Βρα­βείο Γκον­κούρ του 1978. Το 1992, οι εκ­δό­σεις Οδυσ­σέ­ας ε­πι­λέ­γουν το πιο πρό­σφα­το, «Άνθη ε­ρει­πίων», του 1991. Ενώ, οι εκ­δό­σεις Λι­βά­νης, το 1995, το τέ­ταρ­το βι­βλίο του, «Η βί­λα της θλί­ψης», του 1975, καθώς αυτό μόλις είχε γυριστεί ταινία, με τίτ­λο «Το ά­ρω­μα της Υβόν­νης». Οι εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­της, το 1996, προ­τι­μούν το «Κυ­ρια­κές του Αυ­γού­στου», του 1986. Το 1999, οι εκ­δό­σεις Πα­τά­κη ε­πι­λέ­γουν το «Ντό­ρα Μπρού­ντερ» του 1997. Από ε­κεί και ύ­στε­ρα, ε­ντός του 21ου, α­πό τις εκ­δό­σεις Πό­λις, έ­χουν κυ­κλο­φο­ρή­σει τέσ­σε­ρα βι­βλία: το 2002 το «Η μι­κρή Μπι­ζού» του 2001, και συ­νε­χί­ζουν, το 2004 με το «Ήταν ό­λοι τους τό­σο κα­λά παι­διά...» του 1982, το 2005 το «Νυ­χτε­ρι­νό α­τύ­χη­μα» του 2003, και το 2008 το «Στο café της χα­μέ­νης νιό­της» του 2007. 
Δε­δο­μέ­νου ό­τι στο έρ­γο του Μο­ντιά­νο τι­μή­θη­κε η κα­θα­ρή λο­γο­τε­χνία, η χα­μη­λό­φω­νη και υ­παι­νι­κτι­κή, που δεν α­ντι­δι­κεί ού­τε κα­ταγ­γέλ­λει, το πρω­ταρ­χι­κό σε μία με­τά­φρα­ση εί­ναι το τι μπό­ρε­σε να δια­σω­θεί α­πό το ύ­φος, την α­τμό­σφαι­ρα, τον ρυθ­μό. Συ­νο­λι­κά, ε­πτά με­τα­φρα­στές δο­κι­μά­στη­καν. Πέ­ντε (Μπά­μπης Λυ­κού­δης, η με­τα­φρά­στρια και του Λε Κλε­ζιό Λή­δα Παλ­λα­ντίου, Κα­λή Τζώρτ­ζη, Αντώ­νης Κα­ρα­βα­σί­λης, Μα­νώ­λης Κορ­νή­λιος)  με­τέ­φρα­σαν α­πό έ­να βι­βλίο, δύο (Βά­σω Νι­κο­λο­πού­λου, Νί­κη Κα­ρα­κί­τσου-Ντου­ζέ) έ­νω­σαν τις δυ­νά­μεις τους σε τρία, ε­νώ ο Αχιλ­λέ­ας Κυ­ρια­κί­δης με­τέ­φρα­σε τα δυο α­πό τα τέσ­σε­ρα βι­βλία των εκ­δό­σεων Πό­λις, το πρώ­το και το τε­λευ­ταίο. Ευ­τύ­χη­σε στα ελ­λη­νι­κά ο ε­φε­τι­νός Νο­μπε­λί­στας. Οι με­τα­φρά­σεις των βι­βλίων του θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν α­πό μέ­τριες έως πο­λύ κα­λές. Εί­ναι κρί­μα που δεν γνω­ρί­ζει ελ­λη­νι­κά για να το δια­πι­στώ­σει. Το πι­θα­νό­τε­ρο να ό­ρι­ζε ως μό­νι­μο με­τα­φρα­στή του τον Κυ­ρια­κί­δη, που, θαυ­μά­ζο­ντας τον Μο­ντιά­νο για το “πώς γρά­φε­ται έ­νας ε­φιάλ­της”, βρή­κε το πώς με­τα­φρά­ζε­ται. 
Παι­δί ο Μο­ντιά­νο, τη μό­νη άλ­λη γλώσ­σα που μί­λη­σε, πλην των γαλ­λι­κών, ή­ταν τα φλα­μαν­δι­κά. Η μη­τέ­ρα του εί­ναι η Βελ­γί­δα η­θο­ποιός Λουί­ζα Κολ­πέιν, γνω­στή α­κό­μη σή­με­ρα στη χώ­ρα της α­πό τη­λε­ο­πτι­κές σει­ρές του ’70. Γεν­νη­μέ­νη στην Αμβέρ­σα το 1918, ξε­κί­νη­σε την κα­ριέ­ρα της πριν τον Πό­λε­μο στις Βρυ­ξέλ­λες, παί­ζο­ντας σε φλα­μαν­δι­κές ται­νίες και μιού­ζι­καλ. Το 1942 α­να­ζή­τη­σε την τύ­χη της στο Πα­ρί­σι, ό­που γνώ­ρι­σε τον Αλμπέρ­το Μο­ντιά­νο. Πα­ντρεύ­τη­καν στην Απε­λευ­θέ­ρω­ση, α­πέ­κτη­σαν δυο γιους, τον Πα­τρίκ και τον Ρού­ντυ το 1947, που πέ­θα­νε στα δέ­κα του α­πό λευ­χαι­μία, χώ­ρι­σαν στις αρ­χές του ’60. Ο Αλμπέρ­το ξα­να­πα­ντρεύ­τη­κε και α­πε­βίω­σε το 1977, όταν η Λουίζα ήταν τηλεστάρ στη Φλά­ντρα. Ένα γο­νι­κό ζεύ­γος, που θυ­μί­ζει ε­κεί­νο του πρό­σφα­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Χά­ρη Βλα­βια­νoύ «Το αί­μα νε­ρό». Τα βιο­γρα­φι­κά του πα­τέ­ρα Μο­ντιά­νο πα­ρα­μέ­νουν συ­γκε­χυ­μέ­να, με α­ντι­κρουό­με­νες εκ­δο­χές. 
Τα πρώ­τα χρό­νια του γά­μου τους, πά­ντως, ε­κεί­νος εί­ναι έ­νας Εβραίος, που στην Κα­το­χή με πλα­στή ταυ­τό­τη­τα φέ­ρε­ται ως μαυ­ρα­γο­ρί­της και συ­νερ­γά­της των Γερ­μα­νών, ε­νώ ε­κεί­νη, με πέ­ντε ται­νίες πριν τον Πό­λε­μο, α­νυ­πο­μο­νεί να ξε­κι­νή­σει την ε­πό­με­νη, που προ­βάλ­λε­ται το 1949, α­νοί­γο­ντας το δρό­μο για άλ­λες ο­κτώ μέ­χρι τα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του ’60. Το τε­λευ­ταίο τους μέ­λη­μα ή­ταν τα παι­διά τους. Απού­σα η μη­τέ­ρα, τα α­φή­νει νή­πια στους γο­νείς της και με­τά, σε μια φί­λη της. Ο Πα­τρίκ βρί­σκε­ται ε­σω­τε­ρι­κός σε σχο­λεία, α­πό ό­που κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη δρα­πε­τεύει, πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στους πα­ρι­σι­νούς δρό­μους πα­ρά κα­θή­με­νος στα θρα­νία. Από την πόρ­τα της Σορ­βό­νης πέ­ρα­σε αλ­λά δεν βγή­κε. Κά­πως έ­τσι του­λά­χι­στον, σκια­γρα­φεί ο ί­διος τα παι­δι­κά και ε­φη­βι­κά του χρό­νια.
Κα­τά μία εκ­δο­χή, α­πό το 1967 μέ­χρι σή­με­ρα, ο Μο­ντιά­νο γρά­φει το ί­διο βι­βλίο, με τον πα­τέ­ρα στον πρώ­το ρό­λο, μέ­χρι που κα­τα­κά­θι­σε ο συ­ναι­σθη­μα­τι­κός φόρ­τος και ήρ­θε η σει­ρά της μη­τέ­ρας. Η με­λέ­τη του έρ­γου του α­πό τον Τιερ­ρύ Λω­ράν, που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1997, τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Το έρ­γο του Πα­τρίκ Μο­ντιά­νο: έ­να αυ­το­μυ­θι­στό­ρη­μα». Δα­νεί­ζε­ται το νε­ο­λο­γι­σμό, που ει­σή­γα­γε έ­νας άλ­λος γαλ­λο­ε­βραίος συγ­γρα­φέ­ας, ο Σερζ Ντου­μπρόβ­σκι, για το δι­κό του έρ­γο, με­τα­ξύ μυ­θο­πλα­σίας και αυ­το­βιο­γρα­φίας. Ωστό­σο, για το έρ­γο του Μο­ντιά­νο, θεω­ρή­θη­κε μάλ­λον μειω­τι­κός, α­δι­κώ­ντας κα­τά κά­ποιο τρό­πο τη λο­γο­τε­χνι­κό­τη­τά του. Ο τρό­πος που πα­ραλ­λάσ­σει τα πραγ­μα­τι­κά πρό­σω­πα, με δια­φο­ρε­τι­κές με­τα­μορ­φώ­σεις α­πό βι­βλίο σε βι­βλίο, α­φί­στα­ται μιας μυ­θο­ποιη­μέ­νης βιο­γρα­φίας. Το σί­γου­ρο, ό­μως, εί­ναι πως σε κά­ποια βι­βλία του, ό­πως το «Βι­βλιά­ριο της οι­κο­γέ­νειας» του 1977 και το με­τα­γε­νέ­στε­ρο, «Μία γε­νε­α­λο­γία», του 2005, το αυ­το­βιο­γρα­φι­κό στοι­χείο υ­περ­τε­ρεί, χω­ρίς να συ­μπί­πτει με την α­κρί­βεια πραγ­μα­τι­κών συμ­βά­ντων. Κα­τά τα άλ­λα, η μορ­φή που δί­νει στην α­φή­γη­ση, α­να­ζη­τώ­ντας τα ί­χνη προ­σώ­πων που ε­ξα­φα­νί­στη­καν, έ­τσι ό­πως α­φορ­μά­ται α­πό πραγ­μα­τι­κά πε­ρι­στα­τι­κά, λ.χ., στο «Ντό­ρα Μπρού­ντερ», θα ταί­ρια­ζε στο αυ­το­μυ­θι­στό­ρη­μα ε­νός ε­ρευ­νη­τή αρ­χείων ή ε­νός ι­στο­ρι­κού της ε­βραϊκής γε­νο­κτο­νίας, ε­πι­κε­ντρω­μέ­νου στη γερ­μα­νι­κή κα­το­χή του Πα­ρι­σιού. 
Ο Μο­ντιά­νο δια­θέ­τει μία συγ­γρα­φι­κή φα­ντα­σία δια­φο­ρε­τι­κής γο­νι­μό­τη­τας α­πό ε­κεί­νη του μπε­στσελ­λε­ρί­στα. Πι­θα­νώς για­τί δια­μορ­φώ­θη­κε με το έμ­μο­νο πά­θος της ε­βραϊκής ταυ­τό­τη­τας και μοί­ρας, μη­ρυ­κά­ζο­ντας για χρό­νια την αι­νιγ­μα­τι­κή α­που­σία του πα­τέ­ρα και το θά­να­το ε­νός μι­κρό­τε­ρου α­δελ­φού, τον οποίον δείχνει σαν να τον κουβαλά στη ράχη του. Θυ­μί­ζει το καρ­να­βα­λι­κό Δί­κω­λο στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Γιάν­νη Κιουρ­τσά­κη, «Σαν μυ­θι­στό­ρη­μα», που στη γαλ­λι­κή με­τά­φρα­ση χρη­σι­μο­ποιή­θη­κε ως τίτ­λος, και για­τί ό­χι, α­φού το βι­βλίο γρά­φτη­κε με α­φορ­μή τον αυ­τό­χει­ρα με­γα­λύ­τε­ρο α­δελ­φό του α­φη­γη­τή. Η βε­ντά­λια της φα­ντα­σίας του Μο­ντιά­νο α­νοί­γει α­πό το πρώ­το του βι­βλίο, «Πλα­τεία του α­στε­ριού», με α­φη­γη­τή που προ­βάλ­λει σαν δι­κό του alter ego, αλ­λά α­κούει στο ό­νο­μα Σλε­μι­λό­βι­τς, τον σκω­πτι­κό ή­ρωα της γί­ντις πα­ρά­δο­σης. Αυ­τός, σε κα­τά­στα­ση πα­ραι­σθη­σια­κού με­τεω­ρι­σμού, παίρ­νει τα δια­φο­ρε­τι­κά προ­σω­πεία, τα ο­ποία κα­τά και­ρούς ο ί­διος εί­χε α­πο­δώ­σει στον πα­τέ­ρα του.
Πα­ραλ­λα­γές του πα­τρι­κού φά­σμα­τος ως “Ασκή­σεις ύ­φους”, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο του βα­σι­κού έρ­γου του Ραιη­μόντ Κε­νώ, που στά­θη­κε προ­στά­της του στην ε­φη­βεία, μέ­χρι που τον ο­δή­γη­σε 23χρο­νο με το πρώ­το του βι­βλίο στον Γκα­λι­μά­ρ, και δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στην εκκλησία, ως κουμπάρος μαζί με τον Αντρέ Μαλρώ. Ωστό­σο, οι “α­σκή­σεις” του Μο­ντιά­νο εί­ναι πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κές. Η συ­νη­θέ­στε­ρη δο­μή που υιο­θε­τεί για να ξε­δι­πλώ­σει την α­να­ζή­τη­ση προ­σώ­πων με θο­λό πα­ρελ­θόν ή άλ­λων που τα ί­χνη τους χά­θη­καν, εί­ναι αυ­τή του α­στυ­νο­μι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, χω­ρίς ψυ­χο­λο­γι­κές εμ­βα­θύν­σεις, ε­πι­μέ­νο­ντας στις λε­πτο­μέ­ρειες και τις σχο­λα­στι­κά α­κρι­βείς συ­ντε­ταγ­μέ­νες του τό­που. 
Έτσι α­να­σταί­νει το Πα­ρί­σι του ’60, σή­με­ρα πλέ­ον έ­να ο­νει­ρι­κό Πα­ρί­σι. Σε αυ­τό πε­ρι­πλα­νιέ­ται “η μι­κρή Μπι­ζού”, α­να­κα­λώ­ντας πα­ρελ­θο­ντι­κά γε­γο­νό­τα, που μέ­νουν σαν να κο­λυ­μπούν στο χρό­νο χω­ρίς συν­δε­τι­κό ειρ­μό. Αλλά και η Λου­κί, ό­πως την α­πο­κα­λεί η μποέ­μι­κη πα­ρέα του Κα­φέ στο ο­ποίο συ­χνά­ζει, του “Κα­φέ της χα­μέ­νης νεό­τη­τας”. Δυο η­ρωί­δες, που κα­τα­τρύ­χο­νται α­πό το φά­σμα της μη­τέ­ρας και δί­νουν τη λύ­ση της αυ­το­χει­ρίας. Το τέ­λος του πρώ­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος εί­ναι αι­σιό­δο­ξο, “η μι­κρή Μπι­ζού” ε­πι­βιώ­νει κά­νο­ντας μια και­νού­ρια αρ­χή. Πο­λύ πιο ρε­α­λι­στι­κό το δεύ­τε­ρο, κα­θώς η Λου­κί δρα­σκε­λί­ζει τα κά­γκε­λα του μπαλ­κο­νιού. Πριν πέ­σει ψελ­λί­ζει: “Αυ­τό εί­ναι. Αφή­σου.”. Δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα α­πό τα κα­λύ­τε­ρα δείγ­μα­τα του λο­γο­τε­χνι­κού ύ­φους του Μο­ντιά­νο. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 19/10/2014.