Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Σε ε­πι­κίν­δυ­να χρό­νια

Δη­μή­τρης Πε­τσε­τί­δης
«Επί τέσ­σε­ρα»
Εκδό­σεις Εστίας
Σε­πτέμ­βριος 2014

Ο Δη­μή­τρης Πε­τσε­τί­δης πα­ρα­μέ­νει πι­στός στο διή­γη­μα. Και μά­λι­στα, στο διή­γη­μα, με τη στε­νό­τε­ρη έν­νοια, που ε­μείς δί­νου­με στον ό­ρο. Γρά­φει διη­γή­μα­τα και ό­χι ι­στο­ρίες. Με τη συμπλήρωση από πρώτης δημοσίευσης 35ετίας στο συγ­γρα­φι­κό στί­βο, μπο­ρεί να του α­πο­δο­θεί ο τίτ­λος του α­μι­γούς διη­γη­μα­το­γρά­φου, ό­πως, για πα­ρά­δειγ­μα, στά­θη­κε δια βίου ο Τό­λης Κα­ζα­ντζής. Αν και ε­κεί­νος α­σχο­λή­θη­κε με την πε­ζο­γρα­φία σε προ­γε­νέ­στε­ρη ε­πο­χή, ό­ταν η συγ­γρα­φι­κή ή­ταν μάλ­λον με­τε­ρί­ζι πα­ρά στί­βος. Ύστε­ρα α­πε­βίω­σε νω­ρίς, Χρι­στού­γεν­να 1991, στα 53 του. Ποιος ξέ­ρει αν θα έ­με­νε πι­στός στη σύ­ντο­μη φόρ­μα, κα­θώς ή­ταν άν­θρω­πος με έμ­φυ­το το δώ­ρο του λό­γου. Ού­τε Λά­κω­νας ού­τε μα­θη­μα­τι­κός, ό­πως ο Πε­τσε­τί­δης, που δί­νει τα βέλ­τι­στα σε πε­ζά σύ­ντο­μης φόρ­μας. 
Τε­λευ­ταία γί­νε­ται πο­λύς λό­γος για το διή­γη­μα, εκ των πραγ­μά­των, ό­μως, το εί­δος τεί­νει προς σύγ­χυ­ση ταυ­τό­τη­τας. Αντ’ αυ­τού, αν­θεί η α­φή­γη­ση ι­στο­ριών, συ­νή­θως πο­τα­μη­δόν, ά­νευ μέ­τρου και ο­ρίων, δε­δο­μέ­νου ό­τι η οι­κο­νο­μία του πε­ζού λό­γου έ­χει προ και­ρού ε­ξα­λει­φθεί ως κύ­ριο αί­τη­μα της συγ­γρα­φι­κής. Πολ­λοί α­πό ό­σους ε­πι­δί­δο­νται στην α­φή­γη­ση, την συν­δυά­ζουν με την ευ­και­ρια­κή δη­μο­σίευ­ση πα­ρα­κει­μέ­νων. Τα συ­νη­θέ­στε­ρα εί­ναι βι­βλιο­κρι­τι­κές, ε­πι­φυλ­λί­δες, σχο­λια­σμοί, που προ­σφέ­ρουν, χω­ρίς ι­διαί­τε­ρο μό­χθο, ε­πί­χρι­σμα πο­λυ­γρα­φίας. Πα­ρό­μοιες δη­μο­σιεύ­σεις έ­χουν α­πο­δει­χθεί α­πα­ραί­τη­τες για την ε­πι­βίω­ση ε­νός συγ­γρα­φέα, κα­θώς του ε­ξα­σφα­λί­ζουν συ­χνή μνη­μό­νευ­ση στον Τύ­πο, που με­τα­φρά­ζε­ται σε πό­ντους α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τας. Άλλω­στε, βρι­σκό­μα­στε σε μία ε­πο­χή πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νης, που ό­λοι θέ­λουν να έ­χουν ά­πο­ψη για ό­λα, και στην ο­ποία το εν­δια­φέ­ρον δεν το ελ­κύει η ά­πο­ψη του ει­δι­κού, αλ­λά του διά­ση­μου. 
Κα­τά τις εν­δεί­ξεις, ο Πε­τσε­τί­δης δεν έ­χει α­νά­γκη πα­ρό­μοιων πα­ρεμ­βά­σεων στο λο­γο­τε­χνι­κό γί­γνε­σθαι. Εκτός κι αν η αλ­λα­γή εκ­δο­τών – βρί­σκε­ται στον έ­κτο – συ­νι­στά πα­ρά­πλευ­ρη α­πώ­λεια της α­κο­λου­θού­με­νης έως τώ­ρα τα­κτι­κής του. Μια και στους διη­γη­μα­το­γρά­φους, α­μι­γείς ή συμ­φυρ­μα­τι­κούς, συ­νη­θί­ζου­με με κά­θε και­νού­ριο βι­βλίο να κα­τα­γρά­φου­με τη σο­δειά τους, ας κά­νου­με α­πο­γρα­φή και στο δι­κό του βιός. Για να α­κρι­βο­λο­γού­με, αυ­τό συ­μπο­σού­ται σε 114 διη­γή­μα­τα, στε­γα­σμέ­να σε ε­πτά συλ­λο­γές, μία νου­βέ­λα σε αυ­το­τε­λή έκ­δο­ση και δυο πε­ζά, που έ­χουν μεί­νει ε­κτός βι­βλίων, στην πρώ­τη τους δη­μο­σίευ­ση σε πε­ριο­δι­κό. Σε αυ­τά προ­στί­θε­νται τα 25 της πρό­σφα­της συλ­λο­γής. Αυ­τήν τη φο­ρά, ο τίτ­λος δεν α­ντι­στοι­χεί σε ε­κεί­νον κά­ποιου διη­γή­μα­τος εκ των πε­ριε­χο­μέ­νων στη συλ­λο­γή, ό­πως στις πρώ­τες έ­ξι, που τιτ­λο­φο­ρού­νται α­πό τον τίτ­λο ε­νός α­πό τα διη­γή­μα­τα, εί­τε α­κέ­ραιου («Δώ­δε­κα στο δί­φρα­γκο», «Ο Σα­μπα­τές ζει», «Σε ξέ­νο γή­πε­δο», «Λυσ­σα­σμέ­νες α­λε­πού­δες») εί­τε συ­γκε­κομ­μέ­νου («Το πα­χνί­δι») ή, α­κό­μη, δια συ­γκε­ρα­σμού των τίτ­λων δυο διη­γη­μά­των («Επί­λο­γος στο χιό­νι»). Ού­τε α­πο­δί­δει έ­να κυ­ρίαρ­χο θε­μα­τι­κό μο­τί­βο, ό­πως στην προ­η­γού­με­νη συλ­λο­γή, «Εν οί­κω». Εδώ, α­να­φέ­ρε­ται στη δο­μή της συλ­λο­γής, δη­λώ­νο­ντας την κα­τεύ­θυν­ση, θε­μα­τι­κή ή μορ­φι­κή. Συ­νο­λι­κά, πε­ριέ­χο­νται τέσ­σε­ρις ε­νό­τη­τες των ο­κτώ, ε­πτά, τεσ­σά­ρων και έ­ξι διη­γη­μά­των.
“Στην πρώ­τη α­πό αυ­τές ε­πι­μέ­νω στα θέ­μα­τα τα αν­τλη­μέ­να α­πό τις δύ­σκο­λες κα­τα­στά­σεις των δε­κα­ε­τιών του ’40 και του ’50, για­τί έ­χω την αί­σθη­ση ό­τι ού­τε η Κα­το­χή ού­τε ο Εμφύ­λιος ε­ξέ­λι­παν α­πό την ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ως τα σή­με­ρα.” Έτσι ξε­κι­νά ο Πε­τσε­τί­δης την πε­ρι­γρα­φή του και­νού­ριού του βι­βλίου σε σχε­τι­κή δη­μο­σιο­γρα­φι­κή έ­ρευ­να. Και ποιος δεν θα συμ­φω­νού­σε μα­ζί του, ι­διαί­τε­ρα ό­σο α­φο­ρά τον Εμφύ­λιο και τον α­ντί­χτυ­πό του. Επί­σης, ό­μως, α­λη­θεύει, ό­τι ο τρό­πος που τον κοι­τά­ζουν οι συγ­γρα­φείς, ό­ταν αυ­τός α­πο­τε­λεί πα­λαιό­τε­ρη θε­μα­το­γρα­φία τους, στην ο­ποία ε­πα­νέρ­χο­νται, έ­χει, ε­δώ και με­ρι­κά χρό­νια, δια­φο­ρο­ποιη­θεί. Στα τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του ’80 και τις αρ­χές της ε­πό­με­νης, ο Πε­τσε­τί­δης τα πρώ­τα εμ­φυ­λια­κά του διη­γή­μα­τα τα έ­γρα­φε μάλ­λον μέ­σα α­πό την ο­πτι­κή της Αρι­στε­ράς. Άλλω­στε, μέ­χρι τό­τε, σύμ­φω­να με αυ­τήν εί­χαν γρα­φεί τα γνω­στό­τε­ρα βι­βλία, του­λά­χι­στον τα με­τά την με­τα­πο­λί­τευ­ση. Ένα τέ­ταρ­το του αιώ­να αρ­γό­τε­ρα, στην ί­δια με­ρί­δα συγ­γρα­φέων, κα­θώς και σε νεό­τε­ρους που α­κο­λού­θη­σαν, έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει η ο­πτι­κή των ί­σων α­πο­στά­σεων. Αν και αυ­τή η έκ­φρα­ση δεν εί­ναι α­κρι­βής. Ηχεί, βε­βαίως, α­κρι­βο­δί­καια και γι’ αυ­τό έ­χει ε­πι­λε­γεί για την πα­ρου­σία­ση της εν λό­γω με­τα­νε­ο­τε­ρι­κής ο­πτι­κής α­πό συγ­γρα­φείς και ι­στο­ρι­κούς, που την με­τέρ­χο­νται. Η βα­σι­κή έ­γνοια εί­ναι να μοι­ρα­στούν, για πα­ρά­δειγ­μα, οι α­γριό­τη­τες, ώ­στε να α­πο­κα­τα­στα­θεί η α­λή­θεια για την πλευ­ρά των ητ­τη­μέ­νων, που ευ­νοή­θη­κε κα­τά­φω­ρα κα­τά την πρώ­τη φά­ση της με­τα­πο­λί­τευ­σης. Με άλ­λα λό­για, να α­να­κτή­σουν τα δί­κιά τους οι νι­κη­τές, ό­πως τα α­πο­λάμ­βα­ναν μέ­χρι και το 1974.  
Στο πρό­σφα­το βι­βλίο του Πε­τσε­τί­δη, η πρώ­τη ε­νό­τη­τα κα­τα­λαμ­βά­νει το έ­να τρί­το των σε­λί­δων, με ο­κτώ α­πό τα πιο κα­λο­δου­λε­μέ­να διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής. Ο ρυθ­μός εί­ναι γρή­γο­ρος, α­φη­γη­μα­τι­κή ευε­λι­ξία δια­κρί­νει τις χρο­νι­κές με­τα­το­πί­σεις και σφι­χτή πλο­κή κα­θο­ρί­ζει τη δο­μή των γε­γο­νό­των. Από διή­γη­μα σε διή­γη­μα υ­πάρ­χει φρο­ντί­δα για ε­ναλ­λα­γές στη μορ­φή, ώ­στε να ε­ναρ­μο­νί­ζε­ται κά­θε φο­ρά με το εν­νοιο­λο­γι­κό φορ­τίο. Οι α­να­φο­ρές στα συμ­φρα­ζό­με­να, κυ­ρίως τα πα­ρελ­θο­ντι­κά, τις ο­ποίες συ­νή­θως οι συγ­γρα­φείς διο­γκώ­νουν ε­πε­ξη­γη­μα­τι­κά, μην και τρω­θεί η α­να­γνω­σι­μό­τη­τα των βι­βλίων τους, ε­δώ συ­μπυ­κνώ­νο­νται, α­πο­κτώ­ντας μία σχε­δόν κω­δι­κή πε­ριε­κτι­κό­τη­τα. Ο συγ­γρα­φέ­ας, για να το ε­πι­τύ­χει αυ­τό, κα­τα­φεύ­γει στις συν­δη­λώ­σεις των λέ­ξεων, τις ο­ποίες με­τα­χει­ρί­ζε­ται σαν ε­πι­κοι­νω­νια­κά σή­μα­τα. Μό­νο που, ό­ταν γί­νε­ται στρο­φή 180 μοι­ρών στη φο­ρά της ο­πτι­κής, α­παι­τεί­ται ι­διαί­τε­ρη προ­σο­χή στη σή­μαν­ση των λέ­ξεων, κα­θώς, μέ­σω αυ­τών, γί­νο­νται α­ντι­λη­πτά πρό­σω­πα και κα­τα­στά­σεις. Κα­πε­τά­νιοι οι μεν και οι δε. Μαυ­ρο­σκού­φη­δες οι μεν, μαυ­ρο­σκού­φη­δες οι δε. Ποιοι α­κρι­βώς μπο­ρεί να νοού­νται ως δι­κοί μας, ποιοι ως δι­κοί σας; Αρι­στε­ροί α­ντάρ­τες ή δε­ξιοί των πα­ρα­στρα­τιω­τι­κών ορ­γα­νώ­σεων; Έτσι κιν­δυ­νεύει το α­πο­τέ­λε­σμα της πύ­κνω­σης για έ­ναν νεό­τε­ρο α­να­γνώ­στη ή και με­γα­λύ­τε­ρο, ε­λα­φρώς α­νι­στό­ρη­το ή και α­πλώς πο­λι­τι­κά α­διά­φο­ρο, να κα­τα­στεί α­δια­πέ­ρα­στο. Η με­τα­νε­ο­τε­ρι­κή ο­πτι­κή κα­τήρ­γη­σε τους ρό­λους του κα­λού και του κα­κού. Ού­τε κα­λός ού­τε κα­κός, μό­νο ά­σχη­μος. Η ε­νιαία α­φή­γη­ση μυ­θο­πλα­σίας και Ιστο­ρίας, χω­ρίς δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή, α­φού αμ­φό­τε­ρες γί­νο­νται α­πο­δε­κτές ως προ­σεγ­γι­στι­κές, το­πο­θε­τεί­ται σε μια πραγ­μα­τί­στι­κη βά­ση, ε­πι­τάσ­σο­ντας έ­κλυ­τους, βίαιους και γε­νι­κώς κα­θάρ­μα­τα. 
Στον πρώ­το σχο­λια­σμό μας, για τη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή του Πε­τσε­τί­δη («Το παι­χνί­δι»), δια­κιν­δυ­νεύα­με ως τίτ­λο μία α­θυ­ρό­στο­μη φρά­ση, “Χε­σ’ τους τους πού­στη­δες”. Την εκ­στο­μί­ζει ο Χρι­στό­φο­ρος, φεύ­γο­ντας, χω­ρίς να χτυ­πή­σει α­κό­μη μία πόρ­τα. Πρώην α­ντάρ­της και δια­φω­τι­στής ο Χρι­στό­φο­ρος, ε­πι­στρέ­φει στην πό­λη του, α­να­ζη­τώ­ντας μάρ­τυ­ρες υ­πε­ρά­σπι­σης για ε­πι­κεί­με­νη δί­κη, με κα­τη­γο­ρία την ε­κτέ­λε­ση συ­νερ­γά­τη των Γερ­μα­νών. Ο Χρι­στό­φο­ρος αρ­νεί­ται να συν­θη­κο­λο­γή­σει για να σώ­σει το κε­φά­λι του. Η φρά­ση δη­λώ­νει, του­λά­χι­στον κα­τά τη δι­κή μας α­νά­γνω­ση, τό­τε, κου­ρά­γιο και τι­μή σε μια ι­δε­ο­λο­γία, που εμ­ψύ­χω­σε την Αντί­στα­ση και εν συ­νε­χεία, την εξ α­νά­γκης ε­μπλο­κή στον Εμφύ­λιο. Χω­ρίς αυ­τήν, ού­τε ρου­θού­νι δεν θα ά­νοι­γε α­πό τους Γερ­μα­νούς, ό­πως λί­γο πο­λύ στην λοι­πή Ευ­ρώ­πη. Σε ε­κεί­νη τη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή, οι τίτ­λοι των διη­γη­μά­των δη­λώ­νουν ευ­θέως τα συμ­βαί­νο­ντα. «Ο Χρι­στό­φο­ρος ήρ­θε για μάρ­τυ­ρες» εί­ναι ο τίτ­λος του εν λό­γω διη­γή­μα­τος.
Μπο­ρεί η με­τα­νε­ο­τε­ρι­κή ο­πτι­κή να α­πα­ντά­ται στο σύ­νο­λο σχε­δόν των ση­με­ρι­νών α­φη­γή­σεων, ω­στό­σο οι τρό­ποι ε­ξαρ­τώ­νται α­πό τις συγ­γρα­φι­κές ευ­χέ­ρειες. Ο Πε­τσε­τί­δης προ­κρί­νει τον ει­ρω­νι­κό. Ήδη, με τους τίτ­λους των νέων διη­γη­μά­των του, φρο­ντί­ζει να υ­πο­σκά­ψει τις α­να­γνω­στι­κές προσ­δο­κίες, εκ­με­ταλ­λευό­με­νος τις πα­λαιι­κές συμ­βά­σεις. Πα­ρά­δειγ­μα το «Κα­λή ό­ρε­ξη, σύ­ντρο­φε», ό­που ο σύ­ντρο­φος εί­ναι α­πό τους τε­λευ­ταίους α­ντάρ­τες που κρύ­βο­νταν σε σπη­λιές, ο ο­ποίος εμ­φα­νί­ζε­ται βίαιος, έ­τοι­μος να σκο­τώ­σει και ά­ο­πλο. Βέ­βαια, παι­ζό­ταν το δι­κό του κε­φά­λι, αλ­λά η α­φή­γη­ση α­φή­νει δια­φο­ρε­τι­κή γεύ­ση. Πα­ρό­μοια αί­σθη­ση δη­μιουρ­γεί και το «Αλλιώ­τι­κος πό­λε­μος». Έχει τη μορ­φή πρω­το­πρό­σω­πης μαρ­τυ­ρίας ε­νε­νη­ντά­χρο­νου σή­με­ρα, ο ο­ποίος υ­πη­ρε­τού­σε τό­τε φα­ντά­ρος στη Σχο­λή Ευελ­πί­δων και ή­ταν πα­ρών στις εκκαθα­ρι­στικές επιχειρήσεις του Κυ­βερ­νη­τι­κού Στρα­τού σε Πάρ­νω­να και Ταΰ­γε­το. Εδώ προ­βάλ­λουν ό­μοια α­νε­λέ­η­τοι οι α­ντάρ­τες.
Σε αυ­τό το διή­γη­μα, υ­πάρ­χει μία α­κό­μη α­να­φο­ρά στη σύλ­λη­ψη α­πό τους χω­ρο­φύ­λα­κες του Πρε­ζε­κέ, που κρυ­βό­ταν τραυ­μα­τι­σμέ­νος σε μια σπη­λιά και τον για­τρο­πό­ρευε έ­νας για­τρός α­πό τον Άγιο Πέ­τρο, ο ο­ποίος εί­χε κα­κό τέ­λος. Στην προ­η­γού­με­νη μνη­μό­νευ­ση του Πρε­ζε­κέ, στο διή­γη­μα, «Κομ­μω­τή­ριον αν­δρών» της συλ­λο­γής «Λυσ­σα­σμέ­νες α­λε­πού­δες», α­ντάρ­τες και κα­πε­τά­νιοι α­πλώς δια­κω­μω­δού­νται ως πα­ντε­λώς α­νι­στό­ρη­τοι, α­φού α­γνοού­σαν α­κό­μη και το ποιος εί­ναι “του αϊτού ο γιος”. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, α­πο­ρού­με για­τί Πρε­ζε­κές και ό­χι Πρε­κε­ζές; Αν πρό­κει­ται για μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή κά­λυ­ψη, δεί­χνει πε­ριτ­τή, αν ό­χι ε­πι­ζή­μια, τώ­ρα που η λο­γο­τε­χνία α­πέ­κτη­σε στά­τους ι­στο­ρι­κού τεκ­μη­ρίου. Πώς θα με­τρή­σου­με τα ε­κα­τέ­ρω­θεν κομ­μέ­να κε­φά­λια, αν δεν κα­τα­γρά­ψου­με ε­κεί­νο του Θύ­μιου Πρε­κε­ζέ δια χει­ρός Κα­τσα­ρέα, ι­στο­ρι­κού αρ­χη­γού των Εθνι­κών Αντι­κομ­μου­νι­στι­κών Ομά­δων Κυ­νη­γών αλ­λά και μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κού προ­σώ­που, χω­ρίς συ­γκά­λυ­ψη του ο­νό­μα­τος, στο μυ­θι­στό­ρη­μα «Ανά­πλους», και το έ­τε­ρο, του ί­διου του Κα­τσα­ρέα, προς α­ντί­ποι­να λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα, δια χει­ρός Πρε­κε­ζέ; Αν δεν σφάλ­λου­με, του Θό­δω­ρου Πρε­κε­ζέ. Ας βο­η­θή­σουν οι λο­γο­τέ­χνες, α­φού, με την κα­λή μνή­μη τους και την α­κό­μη κα­λύ­τε­ρη γρα­φί­δα τους, κα­θο­δη­γούν ο­κνούς πα­νε­πι­στη­μια­κούς. 
Όπως και να έ­χει, οι τίτ­λοι του πρό­σφα­του βι­βλίου υ­πό­σχο­νται ι­στο­ρίες ει­δυλ­λια­κής α­τμό­σφαι­ρας, ε­νώ πρό­κει­ται για ά­γριους, α­ναί­τιους σκο­τω­μούς και βίαιες κα­τα­στά­σεις, ό­πως στο «Κυ­ρια­κά­τι­κη εκ­δρο­μή», ή, για πε­ρι­γρα­φή μιας στα­νι­κής συ­νεύ­ρε­σης κου­νιά­δας και γα­μπρού στο «Δί­κλι­νο δω­μά­τιο με θέα τη θά­λασ­σα». Στην α­να­τρο­πή μύ­θων, έ­να γε­ρό με­ρί­διο έ­χουν και οι γυ­ναί­κες ε­κεί­νων των και­ρών. Στις και­νού­ριες ι­στο­ρίες του Πε­τσε­τί­δη, σε α­ντί­θε­ση προς ε­κεί­νες της πρώι­μης πε­ριό­δου, αυ­τές ε­πι­δει­κνύουν μα­ζο­χι­στι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά, μέ­νο­ντας προ­σκολ­λη­μέ­νες σε “πα­λιαν­θρω­πά­κους”. Άλλες πά­λι, εί­ναι χή­ρες, που δεν τι­μούν τον η­ρωι­κώς πε­σό­ντα ε­θνο­φύ­λα­κα σύ­ζυ­γο, αλ­λά εμ­φα­νί­ζο­νται σε­ξουα­λι­κά πει­να­σμέ­νες, προς αι­σχύ­νη των τέ­κνων τους, ή, α­κό­μη, πά­νε σφαγ­μέ­νες α­πό μα­χαί­ρι α­δελ­φού στρα­τιώ­τη, για­τί ε­πι­ζή­τη­σαν την χει­ρα­φέ­τη­σή τους.
Η α­γριό­τη­τα με­τριά­ζε­ται με κά­ποια μορ­φι­κά τε­χνά­σμα­τα, που με­τα­φέ­ρουν μέ­ρος της ι­στο­ρίας στην πα­ρά­θε­ση ντο­κου­μέ­ντων, ό­πως μία ε­πι­στο­λή α­νι­ψιάς ταγ­μα­τα­σφα­λί­τη που εί­χε σκο­τώ­σει πε­νή­ντα δυο “στην Κα­τά­στα­ση”. Αλή­θεια, πό­σοι α­να­γνώ­στες μπο­ρούν να α­πο­κω­δι­κο­ποιή­σουν σε τι α­να­φέ­ρε­ται ο συγ­γρα­φέ­ας με τον προσ­διο­ρι­σμό “στην Κα­τά­στα­ση”; Άλλα λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­ποιη­μέ­να τεκ­μή­ρια εί­ναι έ­να α­να­κοι­νω­θέν, μία εί­δη­ση ε­φη­με­ρί­δας, μέ­χρι έ­να ο­λό­κλη­ρο διή­γη­μα «Εν Αχλα­διά», υ­πό μορ­φή ε­πι­στο­λής ε­νός ο­νό­μα­τι Δη­μή­τρη προς φί­λο του, ο­νό­μα­τι Θα­νά­ση, που “προ­τί­θε­ται να πε­ρά­σει και α­πό την Αχλα­διά”. Ελλει­πτι­κό το διή­γη­μα, πα­ρα­θέ­τει ε­ντός της ε­πι­στο­λής α­πό­κομ­μα της ε­φη­με­ρί­δας «Εθνι­κός λό­γος», με δη­μο­σιευ­θεί­σα ε­πι­στο­λή η­με­ρο­μη­νίας 5η Απρι­λίου 1946, υ­πο­γε­γραμ­μέ­νη α­πό τους “Εθνι­κό­φρο­νες κατοίκους Αχλα­διάς”. Όπου δί­νε­ται “κα­τά­λο­γος 23 ο­μο­χω­ρίων τους”, που α­πεί­χαν των ε­κλο­γών της 31ης Μαρ­τίου 1946. Το διή­γη­μα κο­ρυ­φώ­νε­ται με το ει­ρω­νι­κό υ­στε­ρό­γρα­φο για την τύ­χη τους.     
Στον δη­μο­σιο­γρα­φι­κό σχο­λια­σμό του βι­βλίου του, ο Πε­τσε­τί­δης πα­ρα­κά­μπτει τις άλ­λες τρεις ε­νό­τη­τες, δια­τυ­πώ­νο­ντας κά­ποιες α­πό­ψεις πε­ρί α­φη­γη­μα­τι­κών τρό­πων. Δεί­χνει σαν να α­ντι­δι­κεί με φα­ντα­στι­κό συ­νο­μι­λη­τή, ό­ταν υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι δεν υ­πάρ­χει δια­φο­ρά με­τα­ξύ πρω­το­πρό­σω­πης και τρι­το­πρό­σω­πης α­φή­γη­σης ή πώς δεν βρί­σκει ά­σχη­μη ι­δέα το κα­τά πα­ραγ­γε­λία διή­γη­μα, α­φού το προ­ε­ξάρ­χον στοι­χείο εί­ναι η τε­χνι­κή, η μορ­φή. Μέ­νει ζη­τού­με­νο για ποιον εί­ναι το προ­ε­ξάρ­χον, για τον συγ­γρα­φέα ή για τον α­να­γνώ­στη; Εκεί­νο, πά­ντως, που α­πο­κο­μί­ζει ο α­να­γνώ­στης εί­ναι ό­τι η μορ­φι­κή ε­πι­νο­η­τι­κό­τη­τα κά­νει θαύ­μα­τα, κα­θώς κα­τορ­θώ­νει να α­να­δεί­ξει μάλ­λον α­δύ­να­τα διη­γή­μα­τα, που στη­ρί­ζο­νται σε έ­να παι­γνιώ­δες ή και α­νεκ­δο­το­λο­γι­κό εύ­ρη­μα. Για πα­ρά­δειγ­μα, έ­να πε­ρι­στα­τι­κό α­πό την ε­πο­χή που πρυ­τά­νευε το δί­πτυ­χο θρη­σκεία-οι­κο­γέ­νεια ή έ­νας ε­φη­βι­κός έ­ρω­τας, μπο­ρούν να κι­νή­σουν το εν­δια­φέ­ρον α­νά­λο­γα με τον τρό­πο της διή­γη­σης. Σαν ι­δέες, κα­τά τα δι­κά μας γού­στα, υ­στε­ρούν τα διη­γή­μα­τα της τε­λευ­ταίας ε­νό­τη­τας. Πι­θα­νώς, για­τί μας α­πω­θούν οι γνω­ρι­μίες του Δια­δι­κτύου και οι ι­στο­ρίες, ό­χι και λί­γες, που αυ­τές ε­μπνέ­ουν. Ομοίως, οι εκ­τρο­πές των συγ­γρα­φέων προς ε­δά­φη ε­πι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σίας ή και ο­νει­ρι­κά. Τέ­λος, σε έ­ναν δό­κι­μο διη­γη­μα­το­γρά­φο πι­στεύου­με πως δεν ε­πι­τρέ­πε­ται η χα­λα­ρό­τη­τα ού­τε οι πο­μπώ­δεις φρά­σεις, ι­διαί­τε­ρα οι κα­τα­λη­κτι­κές, κά­πως α­σα­φούς νοή­μα­τος. Θεω­ρή­σα­με ό­τι ε­πι­βάλ­λε­ται να ο­λο­κλη­ρώ­σου­με την βι­βλιο­πα­ρου­σία­ση με αυ­τούς τους αυ­στη­ρούς τό­νους, κα­θώς ο Πε­τσε­τί­δης εί­ναι συ­νερ­γά­της της ε­φη­με­ρί­δας και μπο­ρεί να κα­τη­γο­ρη­θού­με για ευ­με­νή α­ντι­με­τώ­πι­ση. Βε­βαίως, ου­δέ­πο­τε τον συ­να­ντού­με, αλ­λά η ρή­ση για τη γυ­ναί­κα του Καί­σα­ρα αυ­τά ε­πι­τάσ­σει.  


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 23/11/2014.

Φωτογραφία:  Α. Τάσ­σος, «Λε­πτο­μέ­ρεια Εμφυ­λίου Πο­λέ­μου. Ο νε­κρός», χα­ρα­κτι­κό, 1961.