Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Κάλ­βου ε­πι­στο­λο­γρα­φία

Ανδρέ­ας Κάλ­βος
«Αλλη­λο­γρα­φία»
Ει­σα­γω­γή - Σχο­λια­σμός
Δη­μή­τρης Αρβα­νι­τά­κης
με τη συ­νερ­γα­σία
Λεύ­κιου Ζα­φει­ρίου
Μου­σείο Μπε­νά­κη


Το πρό­σφα­το α­πό­κτη­μα της Βι­βλιο­γρα­φίας Κάλ­βου συ­γκε­ντρώ­νει ά­πα­ντα τα ευ­ρι­σκό­με­να γράμ­μα­τα, τα δι­κά του και τα προς αυ­τόν. Έρχε­ται ό­χι δυο χρό­νια με­τά θά­να­το, ό­πως “ά­πα­ντα τα ευ­ρι­σκό­με­να Σο­λω­μού”, αλ­λά 145, ε­νώ έ­χουν πα­ρέλ­θει δυο αιώ­νες α­πό την πρώ­τη ε­πι­στο­λή του ει­κο­σά­χρο­νου Κάλ­βου, ευ­ρι­σκό­με­νου στη Φλω­ρε­ντία, που τυ­χαί­νει να εί­ναι αί­τη­ση για υ­πο­τρο­φία προς τους Βρε­τα­νούς τό­τε “Κυ­βερ­νώ­ντες τη Ζά­κυν­θο”. Αλλά, έ­τσι κι αλ­λιώς, ο Κάλ­βος και το έρ­γο του α­πο­κα­λύ­πτο­νται με κα­θυ­στέ­ρη­ση και βρα­δείς ρυθ­μούς.  Η πρό­σφα­τη Αλλη­λο­γρα­φία Κάλ­βου εί­ναι έρ­γο Ζα­κύν­θιου και ό­χι Κερ­κυ­ραίου ως ο Ιά­κω­βος Πο­λυ­λάς, που, ό­ντας κο­ντά μια τρια­κο­ντα­ε­τία νεό­τε­ρος του Σο­λω­μού, μα­θή­τευ­σε δί­πλα του. Ο Δη­μή­τρης Αρβα­νι­τά­κης, γεν­νη­μέ­νος πε­ρί τον έ­ναν αιώ­να α­φό­του ο Κάλ­βος ε­ξέ­πνευ­σε, ε­πέ­λε­ξε ή­δη α­πό με­τα­πτυ­χια­κός σπου­δα­στής ως ε­ρευ­νη­τι­κό α­ντι­κεί­με­νο τον γε­νέ­θλιο τό­πο. Χά­ρις, μά­λι­στα, σε υ­πο­τρο­φία, που ε­κεί­νος, σε α­ντί­θε­ση με τον Κάλ­βο, έ­λα­βε, βρέ­θη­κε στη Βε­νε­τία, ό­που και εί­χε την ευ­και­ρία να ε­ντρυ­φή­σει στο ε­νε­τι­κό πα­ρελ­θόν της γε­νέ­τει­ράς του. Εντός μίας δε­κα­πε­ντα­ε­τίας ε­ξέ­δω­σε ο­κτώ, ε­πί συ­νό­λου εν­νέα, βι­βλία γύ­ρω α­πό τη Ζά­κυν­θο και τα ευ­κλεή τέ­κνα της. Εκκι­νώ­ντας α­πό “το ρε­μπε­λιό των πο­πο­λά­ρω­ν”, έ­φθα­σε στον Κ. Πορ­φύ­ρη και “τους Καρ­μπο­νά­ρους της Το­σκά­νης”, ε­πι­κε­ντρώ­νο­ντας στη συ­νέ­χεια το εν­δια­φέ­ρον του στον Κάλ­βο, με α­πτό α­πο­τέ­λε­σμα τρία βι­βλία κα­τά το πρώ­το ή­μι­συ της δεύ­τε­ρης δε­κα­ε­τίας του τρέ­χο­ντος αιώ­να.
Μό­νο που δεν τον κε­ντρί­ζει ο Κάλ­βος, που “ο Αγώ­νας μας έ­δω­σε την ποίη­σή του”, ό­πως το θέ­τει ο Κ. Θ. Δη­μα­ράς, αλ­λά ο “Άλλος Κάλ­βος”. Το Άλλος, ό­χι ό­πως το ο­ρί­ζει ο Γιώρ­γος Ανδρειω­μέ­νος, που πρώ­τος το χρη­σι­μο­ποίη­σε για τις ε­πι­στη­μο­νι­κές ε­να­σχο­λή­σεις του Κάλ­βου, αλ­λά γε­νι­κό­τε­ρα, ο συγ­γρα­φέ­ας και ο άν­θρω­πος, ό­πως προ­βάλ­λει μέ­σα α­πό κυ­ρίως ι­τα­λι­κές πη­γές. Εξ ο­λο­κλή­ρου ι­τα­λι­κές στα δυο πρώ­τα βι­βλία του, που α­φο­ρούν, το μεν πρώ­το το δε­κα­πεν­θή­με­ρο πε­ριο­δι­κό «Ape italiana», το δε δεύ­τε­ρο το ι­τα­λό­γλωσ­σο κεί­με­νο του Κάλ­βου «Απο­λο­γία της αυ­το­κτο­νίας». Εν μέ­ρει και στο τρί­το, την Αλλη­λο­γρα­φία, ό­που πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και τα ε­πι­στο­λι­κά τεκ­μή­ρια στην ελ­λη­νι­κή. Ωστό­σο, έ­νας συ­γκε­ντρω­τι­κός κα­τά­λο­γος πη­γών θα έ­δει­χνε τον πε­ριο­ρι­σμέ­νο χα­ρα­κτή­ρα τους, που δια­γρά­φε­ται με βά­ση την αρ­χεια­κή πα­ρα­πο­μπή στα εκ­δο­τι­κά ση­μειώ­μα­τα κά­θε ε­πι­στο­λής.
Πλε­ο­νέ­κτη­μα των βι­βλίων του Αρβα­νι­τά­κη συ­νι­στά ο τρό­πος που πα­ρου­σιά­ζει το θέ­μα του, ώ­στε να προ­σελ­κύει το εν­δια­φέ­ρον ε­νός πλα­τύ­τε­ρου κοι­νού. Στην Αλλη­λο­γρα­φία, προ­τάσ­σει Ει­σα­γω­γή 90 σε­λί­δων, που ση­μαί­νει κο­ντά το έ­να δέ­κα­το των συ­νο­λι­κών σε­λί­δων του δί­το­μου έρ­γου, χω­ρι­σμέ­νη σε ε­πτά κε­φά­λαια, με εμ­φα­τι­κούς τίτ­λους. Πρό­κει­ται για έ­να κεί­με­νο που υ­περ­βαί­νει τις α­ξιώ­σεις μιας ει­σα­γω­γής, κα­θώς συ­νι­στά αυ­το­τε­λές με­λέ­τη­μα για τις “τύ­χες” του Κάλ­βου α­πό ι­δρύ­σεως του ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, α­πό την ά­πο­ψη της ει­σα­γω­γής, που α­παι­τεί­ται για μία αλ­λη­λο­γρα­φία, και μά­λι­στα ό­χι δι­με­ρή, αλ­λά με πλειά­δα προ­σώ­πων, ως ε­πί το πλεί­στον ά­γνω­στων στον Έλλη­να α­να­γνώ­στη, μέ­νου­με με την ε­ντύ­πω­ση ό­τι υ­στε­ρεί.
Ο Αρβα­νι­τά­κης συ­νη­θί­ζει την έκ­θε­ση του σκε­πτι­κού και των α­πο­τε­λε­σμά­των της έ­ρευ­νας να την ξε­κι­νά­ει με ε­ρω­τή­μα­τα, πα­ρα­θέ­το­ντας δια­δο­χι­κές υ­πο­θέ­σεις ερ­γα­σίας, α­κό­μη και ε­κεί­νες που δεν τε­λε­σφό­ρη­σαν. Με αυ­τήν την τα­κτι­κή, εί­ναι σαν να προ­σθέ­τει στους συ­νή­θεις ο­δο­δεί­κτες μιας ε­ρευ­νη­τι­κής δια­δρο­μής και το ο­δό­ση­μο “α­διέ­ξο­δο” προς ε­ξοι­κο­νό­μη­ση του χρό­νου της ε­ρευ­νη­τι­κής κοι­νό­τη­τας. Από την άλ­λη, ο­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του α­φη­γη­μα­τι­κού του τρό­που προ­κα­τα­λαμ­βά­νουν την πε­ραι­τέ­ρω έ­ρευ­να. Πα­ρά­δειγ­μα, τα πρω­θύ­στε­ρα και τα κο­σμη­τι­κά ε­πί­θε­τα, ό­που τα πρώ­τα ε­πι­τεί­νουν την ε­ντύ­πω­ση ό­σων έ­πο­νται, ε­νώ τα δεύ­τε­ρα προ­δια­θέ­τουν α­πέ­να­ντι σε πρό­σω­πα και κα­τα­στά­σεις. Κά­πως έ­τσι, ο Επτα­νή­σιος λό­γιος, που ε­ξέ­δω­σε και βιο­γρά­φη­σε Κάλ­βο, ο Σπυ­ρί­δων Δε Βιά­ζης, α­να­φέ­ρε­ται εκ προοι­μίου με το ε­πί­θε­το “τα­πει­νός”, α­ταί­ρια­στο, α­κό­μη κι αν ε­πι­λέ­γε­ται προς ε­πί­τα­ση της δια­φο­ράς κύ­ρους συ­γκρι­τι­κά με έ­ναν ε­πί­σκο­πο.
Το τρί­το κε­φά­λαιο της Ει­σα­γω­γής εί­ναι α­φιε­ρω­μέ­νο στον Δε Βιά­ζη. Για να το­νι­στούν οι ι­τα­λι­κές πη­γές, ε­πι­λέ­γε­ται ο τίτ­λος «Ένας Ελλη­νοϊτα­λός λό­γιος για έ­ναν Ιτα­λοέλ­λη­να ποιη­τή». Όπως, ό­μως, χρειά­ζε­ται τεκ­μη­ρίω­ση το Ιτα­λοέλ­λη­νας για τον Κάλ­βο, α­ντί­στοι­χα α­παι­τεί­ται σχο­λια­σμός για το Ελλη­νοϊτα­λός, που α­πο­δί­δε­ται στον Δε Βιά­ζη. Ο Αρβα­νι­τά­κης υ­πο­στη­ρί­ζει πως “εί­χε μία ελ­λη­νοϊτα­λι­κή ψυ­χή, ό­πως και ο Φό­σκο­λο, ό­πως και ο Κάλ­βος, ό­πως και ο Σο­λω­μός”. Υπάρ­χει, ό­μως, μία ου­σια­στι­κή δια­φο­ρά. Γεν­νη­μέ­νος στην Κέρ­κυ­ρα ο Δε Βιά­ζης, α­πό πα­τέ­ρα Σι­κε­λό ναυ­τι­κό και μη­τέ­ρα Ζα­κύν­θια, δεν έ­φυ­γε πο­τέ α­πό τα Επτά­νη­σα, μέ­νο­ντας μέ­χρι τα 29 του στη γε­νέ­τει­ρα και τα υ­πό­λοι­πα 49 στην Ζά­κυν­θο. Εκεί­νος, ω­στό­σο, φέ­ρει ως α­διαμ­φι­σβή­τη­το τεκ­μή­ριο ε­πι­στο­λή του Δε Βιά­ζη προς τον Ντο­μέ­νι­κο Μπια­ντσί­νι, στην ο­ποία α­πο­κα­λεί ε­αυ­τόν “Ιτα­λό ως το κόκ­κα­λο”, υ­πο­σχό­με­νος πως “μό­λις ο­λο­κλη­ρω­θεί η ι­στο­ρία της ελ­λη­νι­κής φι­λο­λο­γίας, που ε­τοι­μά­ζει, θα την α­φιε­ρώ­σει στον κα­λό τους βα­σι­λιά, ο ο­ποίος, ό­πως πι­στεύει, εί­ναι ά­ξιος γιος του ευ­γε­νούς βα­σι­λιά”, εν­νοώ­ντας τον Ου­μπέρ­το Ι και τον πα­τέ­ρα του, Βιτ­τό­ριο Εμα­νουέλ ΙΙ, αρ­χι­κά βα­σι­λιά της Σαρ­δη­νίας και πρώ­το βα­σι­λιά της ε­νω­μέ­νης Ιτα­λίας.
Ο Αρβα­νι­τά­κης σχο­λιά­ζει θαυ­μα­στι­κά, πως πρό­κει­ται για “μία ε­πι­στο­λή α­προσ­δό­κη­τα ε­ξο­μο­λο­γη­τι­κή για μας”. Λί­γες σε­λί­δες πα­ρα­κά­τω, α­να­φέ­ρει ό­τι σώ­ζο­νται 28 ε­πι­στο­λές του Δε Βιά­ζη προς τον Μπια­ντσί­νι, που δεί­χνουν το πό­σο ε­κεί­νος τον βοή­θη­σε στη συγ­γρα­φή της βιο­γρα­φίας Φό­σκο­λο, αλ­λά και γε­νι­κό­τε­ρα, “στην έ­γκαι­ρη βι­βλιο­γρα­φι­κή του ε­νη­μέ­ρω­ση για τις διορ­θω­τι­κές του πα­ρεμ­βά­σεις στις εκ­δό­σεις των ι­τα­λώ­ν”. Φαί­νε­ται να μην κά­νει τον προ­φα­νή συλ­λο­γι­σμό, πως ο Κερ­κυ­ραίος προ­σπα­θεί να προ­σεγ­γί­σει ως συ­μπα­τριώ­της τον υ­ψη­λά ι­στά­με­νο Μπια­ντσί­νι, ε­πι­διώ­κο­ντας την εύ­νοιά του. Ανα­φέ­ρει, α­πλώς, τον Μπια­ντσί­νι ως “έ­ναν ι­τα­λό φί­λο” του Δε Βιά­ζη, με­λε­τη­τή και βιο­γρά­φο του Φό­σκο­λο, χω­ρίς πε­ραι­τέ­ρω βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία. Ωστό­σο, ο Μπια­ντσί­νι δεν ή­ταν τυ­χαίο πρό­σω­πο. Κο­ντά 15 χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος του Δε Βιά­ζη, δι­πλω­μά­της κα­ριέ­ρας, έ­φθα­σε μέ­χρι υ­πουρ­γι­κές θέ­σεις και μέ­σω αυ­τής της ι­σχύος, ό­ντας α­νέ­κα­θεν βι­βλιό­φι­λος, κα­τέ­λη­ξε ση­μα­ντι­κός συλ­λέ­κτης.
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, στο ί­διο κε­φά­λαιο, σύγ­χυ­ση προ­κα­λεί και η α­να­φο­ρά πως ο Δε Βιά­ζης “γεν­νή­θη­κε δυο χρό­νια με­τά τον θά­να­το του Σο­λω­μού και ε­φτά χρό­νια με­τά την α­να­χώ­ρη­ση του Κάλ­βου” α­πό τη Ζά­κυν­θο (στο προ­η­γού­με­νο κε­φά­λαιο, σε α­πό­σπα­σμα α­πό την βιο-ερ­γο­γρα­φία Κάλ­βου του Λεύ­κιου Ζα­φει­ρίου, δί­νε­ται το ορ­θό έ­τος γέν­νη­σης). Με βά­ση, ό­μως, το calami lapsus, ο Δε Βιά­ζης “α­να­τρά­φη­κε με τις σκιές των δυο ποιη­τώ­ν”, ε­νώ, ό­ντας ο­κτώ ε­τών ό­ταν πέ­θα­νε ο πρώ­τος και 13 ό­ταν α­να­χώ­ρη­σε ο δεύ­τε­ρος πρέ­πει να εί­χε ει­κό­να των ί­διων. Επί­σης, το δη­μο­σίευ­μα του Δε Βιά­ζη, το 1878, λό­γω του ο­ποίου α­να­γκά­στη­κε να ε­γκα­τα­λεί­ψει την Κέρ­κυ­ρα, το χα­ρα­κτη­ρί­ζει νε­α­νι­κό, ε­νώ έ­χει το βά­ρος ε­νός τρια­ντά­χρο­νου και ή­δη γνω­στού ε­ρευ­νη­τή.
Στα τρία τε­λευ­ταία κε­φά­λαια της Ει­σα­γω­γής, πα­ρα­τί­θε­νται οι δια­δο­χι­κές “α­να­κα­λύ­ψεις” ε­πι­στο­λών, με­μο­νω­μέ­νων ή και σε ο­μά­δες, με ε­κτε­νή α­να­φο­ρά στην πρώ­τη έκ­δο­ση της Αλλη­λο­γρα­φίας, την προ πε­ντη­κο­ντα­ε­τίας, α­πό τον Μά­ριο Βίτ­τι, ό­που πα­ρου­σιά­ζο­νται ε­πι­στο­λές της πε­ριό­δου 1813-1820. Η δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση εί­ναι η πρό­σφα­τη, στην ο­ποία συ­γκε­ντρώ­νε­ται έ­να ε­πι­στο­λι­κό σώ­μα, που α­πο­τε­λεί­ται α­πό 314 χρο­νο­λο­γη­μέ­να και 74 α­χρο­νο­λό­γη­τα τεκ­μή­ρια, δη­λα­δή “ε­πι­στο­λές, σχέ­δια, ση­μειώ­μα­τα”. Πα­ρα­τάσ­σο­νται, οι μεν πρώ­τες σε χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά, οι δε δεύ­τε­ρες σε αλ­φα­βη­τι­κή, με βά­ση το ε­πώ­νυ­μο του α­πο­στο­λέα.
Σύμ­φω­να με το ευ­ρε­τή­ριο ε­πι­στο­λο­γρά­φων, οι ε­πι­στο­λές, που στά­θη­κε α­δύ­να­το να χρο­νο­λο­γη­θούν, ε­στά­λη­σαν α­πό 23 πρό­σω­πα. Εξ αυ­τών, μό­νο πέ­ντε προ­σώ­πων, ό­λες οι ε­πι­στο­λές ε­ντάσ­σο­νται στις α­χρο­νο­λό­γη­τες. Οπό­τε, στην πε­ρί­πτω­ση των 18 ε­πι­στο­λο­γρά­φων με μι­κτού χα­ρα­κτή­ρα ε­πι­στο­λές, θα διευ­κό­λυ­νε την α­νά­γνω­ση οι α­χρο­νο­λό­γη­τες να α­κο­λου­θούν την τε­λευ­ταία χρο­νο­λο­γη­μέ­νη ή την πλη­σιέ­στε­ρη με βά­ση τα ε­σω­τε­ρι­κά τεκ­μή­ρια. Πα­ρά­δειγ­μα, οι τρεις α­χρο­νο­λό­γη­τες ε­πι­στο­λές του Χέν­ρυ Ταλ­κ, ό­που η μία χρο­νο­λο­γού­με­νη εμ­μέ­σως ε­ντάσ­σε­ται στην πρώ­τη κα­τη­γο­ρία, ε­νώ ο­μα­δο­ποιού­με­νες α­παρ­τί­ζουν μέ­ρος α­πό το κε­φά­λαιο πε­ρί “αγ­γλο­φι­λίας” του Κάλ­βου. Πα­ρο­μοίως, οι εν­νέα ε­πι­στο­λές του Γκιου­ζέπ­πε Νάλ­ντι, της συ­ζύ­γου του και της κό­ρης του, σκια­γρα­φούν α­πό κοι­νού μια α­πό τις μάλ­λον λι­γο­στές κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις του Κάλ­βου στο Λον­δί­νο ε­κτός του κύ­κλου των μα­θη­τών του. Ενώ στην α­κο­λου­θού­με­νη πα­ρά­τα­ξη, δη­λα­δή σύμ­φω­να με τα μι­κρά ο­νό­μα­τα της οι­κο­γέ­νειας, δεν υ­πάρ­χει συ­νο­χή στα α­να­φε­ρό­με­να πε­ρι­στα­τι­κά. Αυ­τή η πα­ρα­τή­ρη­ση θα μπο­ρού­σε να ι­σχύ­σει για το σύ­νο­λο της Αλλη­λο­γρα­φίας, κα­θώς με τη χρο­νο­λο­γι­κή διά­τα­ξη α­να­στα­τώ­νο­νται οι θε­μα­τι­κές ε­νό­τη­τες των ε­πι­μέ­ρους ε­πι­στο­λι­κών σω­μά­των με έ­να πρό­σω­πο. Συ­να­κό­λου­θα, χά­νε­ται ο α­φη­γη­μα­τι­κός μί­τος, τό­σο πο­λύ­τι­μος στην α­νά­γνω­ση, που α­φορ­μά­ται, ας πού­με, α­πό α­πλό ε­γκυ­κλο­παι­δι­κό εν­δια­φέ­ρον.
Το σώ­μα των 388 ε­πι­στο­λών έ­χει χω­ρι­στεί σε δυο τό­μους με βά­ση το ι­σό­πο­σο των σε­λί­δων. Αντί αυ­τού του σχη­μα­τι­κού δια­χω­ρι­σμού, ο χρο­νο­λο­γι­κός, που λαμ­βά­νει υ­πό­ψη την πρώ­τη έκ­δο­ση των ε­πι­στο­λών της ο­κτα­ε­τίας 1813-1820, προ­σφέ­ρε­ται για την α­νά­δει­ξη των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών της Αλλη­λο­γρα­φίας. Στην πρώ­τη πε­ρίο­δο, συ­γκε­ντρώ­νο­νται 350 (276 χρο­νο­λο­γη­μέ­νες, 74 α­χρο­νο­λό­γη­τες) ε­πι­στο­λές, 79 ε­πι­στο­λο­γρά­φων, εκ των ο­ποίων μό­νο τέσ­σε­ρις ελ­λη­νι­κής κα­τα­γω­γής, ε­νώ 29 εί­ναι ε­πι­στο­λές του Κάλ­βου. Στην δεύ­τε­ρη πε­ρίο­δο, της πε­ρι­πλά­νη­σης και έκ­δο­σης των Ωδών, της ε­γκα­τά­στα­σης στην Κέρ­κυ­ρα και της τε­λι­κής στην Αγγλία, σύ­νο­λο 49 χρό­νια, μό­λις 38 ε­πι­στο­λές, πέ­ντε αλ­λη­λο­γρά­φων, τρεις ελ­λη­νι­κής κα­τα­γω­γής, με 25 ε­πι­στο­λές δια χει­ρός Κάλ­βου.
Με α­φορ­μή την πρώ­τη έκ­δο­ση της Αλλη­λο­γρα­φίας, ο Αρβα­νι­τά­κης σχο­λιά­ζει πό­σο ση­μα­ντι­κός εί­ναι αυ­τός  ο “μι­κρό­κο­σμος” των ε­πι­στο­λο­γρά­φων στη γνω­ρι­μία μας με τον Κάλ­βο. Και πράγ­μα­τι, στην εν­διά­με­ση πε­ντη­κο­ντα­ε­τία, οι ε­πι­στο­λο­γρά­φοι α­γνώ­στων στοι­χείων μειώ­θη­καν, κά­ποια α­πό τα “α­δεια­νά ο­νό­μα­τα” συ­μπλη­ρώ­θη­καν με ει­κα­σίες, μέ­νει, ω­στό­σο, πε­ρί το έ­να τρί­το χω­ρίς στοι­χεία, κυ­ρίως προ­σώ­πων α­πό την ο­μά­δα των μα­θη­τών και των οι­κο­γε­νειών τους. Για να α­να­δει­χθεί, ό­μως, αυ­τός ο “μι­κρό­κο­σμος”, τα βιο­γρα­φι­κά χρειά­ζε­ται να συ­νο­δεύουν την πρώ­τη μνεία του προ­σώ­που και ό­χι μία τυ­χού­σα κα­το­πι­νή. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, στο Ευ­ρε­τή­ριο, ας δι­νό­ταν με δια­κρι­τό τυ­πο­γρα­φι­κό στοι­χείο η α­ντί­στοι­χη σε­λί­δα. Επί­σης, στην Ει­σα­γω­γή, θα α­να­με­νό­ταν αυ­τό­νο­μο κε­φά­λαιο για τους αλ­λη­λο­γρά­φους. Εκεί, θα μπο­ρού­σε να σχο­λια­στεί το πλή­θος γνω­στών και α­ταύ­τι­στων, οι δια­φο­ρε­τι­κές ε­θνι­κό­τη­τες και ι­διό­τη­τες, α­κό­μη το φύ­λο ή η ι­διό­τη­τα με την ο­ποία προέ­κυ­ψε η σχέ­ση τους με τον Κάλ­βο. Για πα­ρά­δειγ­μα, α­πό τις 54 ε­πι­στο­λές του Κάλ­βου, οι 12 έ­χουν πα­ρα­λή­πτη γυ­ναί­κες. Έξι τον α­ριθ­μό: μία ά­γνω­στη, την φί­λη του Φό­σκο­λο Ντό­να Ματ­ζιότ­τι και τέσ­σε­ρις μα­θή­τριές του. Ενώ το σύ­νο­λο των πα­ρα­λη­πτών μίας καλ­βι­κής ε­πι­στο­λής, πέ­ραν των έ­ξι θη­λυ­κών γρα­φί­δων, εί­ναι μό­λις 17.
    Αυ­τά τα α­ριθ­μη­τι­κά δε­δο­μέ­να α­πο­τε­λούν και έν­δει­ξη των ε­πι­μέ­ρους σω­μά­των αλ­λη­λο­γρα­φίας. Ενδει­κτι­κά, στην πρώ­τη ο­κτα­ε­τία, υ­πάρ­χουν η αλ­λη­λο­γρα­φία με τον Φό­σκο­λο (17 ε­πι­στο­λές, οι τέσ­σε­ρις Κάλ­βου) και η με­γα­λύ­τε­ρη ό­λων, με την α­γα­πη­μέ­νη μα­θή­τρια του Κάλ­βου Σούζαν Ρι­ντού (50 ε­πι­στο­λές, τρεις Κάλ­βου), ε­νώ, στη δεύ­τε­ρη πε­ρίο­δο, η αλ­λη­λο­γρα­φία με τον πρύ­τα­νη της Ιο­νίου Ακα­δη­μίας, Γεώρ­γιο Θε­ρια­νό (19 ε­πι­στο­λές, οι 10 Κάλ­βου). Ενδια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζουν και αλ­λη­λο­γρα­φίες μι­κρό­τε­ρης έ­κτα­σης αλ­λά ε­πι­κε­ντρω­μέ­νες σε έ­να θέ­μα. Όπως με τον προ­στά­τη του κό­μη Γκίλ­φορ­ντ, η μο­νό­πλευ­ρη με τον εκ­δό­τη του «Ape italiana» Ντε Σάν­κτις Μπαρ­το­λο­μέο, η δια­φω­τι­στι­κή με τον Γραμ­μα­τέα και τον βο­η­θό του της Εται­ρείας του Βι­βλίου των Προ­σευ­χών και των Ομι­λιών, που έρ­χε­ται και ως προ­σθή­κη στο βι­βλίο του Ανδρειω­μέ­νου «Οι τε­λευ­ταίες θρη­σκευ­τι­κές με­τα­φρά­σεις του Ανδρέα Κάλ­βου». Στο θρη­σκευ­τι­κό θέ­μα, ε­ντάσ­σο­νται και οι έ­ξι ε­πι­στο­λές του αγ­γλι­κα­νού θε­ο­λό­γου Φρει­δε­ρί­κου Νό­λαν, μα­ζί με τη μία διευ­κρι­νι­στι­κή του Ντα­νιέλ Ντάρτ­ναλ. Χρή­σι­μες μπορεί να σταθούν αυτές και στην α­νά­γνω­ση του τε­λευ­ταίου μέ­ρους του βι­βλίου, «Ξα­να­δια­βά­ζο­ντας τον Κάλ­βο», του Μι­χαήλ Πα­σχά­λη. Έτσι, ό­μως, ο­δη­γού­μα­στε στην ε­πί­σης εν­δια­φέ­ρου­σα θε­μα­τι­κή ο­μα­δο­ποίη­ση των ε­πι­στο­λι­κών σω­μά­των δυο ή και τριών αλ­λη­λο­γρά­φων. Αλλά τα σχό­λια ε­νός α­δα­ούς δεν έ­χουν τε­λειω­μό, ού­τε, ό­μως, ο “Άλλος Κάλ­βος”, που τεί­νει να γί­νει ο κυ­ρίως Κάλ­βος. Όπως και να έ­χει, η έκ­δο­ση της Αλλη­λο­γρα­φίας θα συν­δρά­μει την πε­ραι­τέ­ρω έ­ρευ­να, α­νοί­γο­ντας για το πλα­τύ­τε­ρο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, χά­ρις και στην διε­ξο­δι­κή Ει­σα­γω­γή, έ­να πα­ρά­θυ­ρο στον κό­σμο του Κάλ­βου.
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 25/1/2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια: