Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Ο θυ­μός του έ­ρω­τα

Χρή­στος Βού­που­ρας
«7 θυ­μοί»
Εκδό­σεις Εστίας
Νοέ. 2014

Πα­λαιό­τε­ρα, μέ­χρι και τις πρώ­τες με­τα­πο­λε­μι­κές δε­κα­ε­τίες, πα­ρα­τη­ρεί­το σε με­γά­λη έ­κτα­ση, ε­πιρ­ρέ­πεια προς την ποίη­ση. Η στι­χο­πλο­κή δεν χρειά­ζε­ται ού­τε πο­λύ χρό­νο ού­τε εκ­δό­τη. Εύ­κο­λα ο κα­θέ­νας ε­ξέ­δι­δε και έ­να δυο ποιη­τι­κές συλ­λο­γές. Από τα μέ­σα πε­ρί­που της δε­κα­ε­τίας του ’80, αρ­χί­ζει στα­δια­κή στρο­φή προς την πε­ζο­γρα­φία. Βο­η­θώ­ντας σή­με­ρα η ψη­φια­κή τε­χνο­λο­γία, μπο­ρεί α­κό­μη και μυ­θι­στό­ρη­μα να εκ­δο­θεί ι­δίοις α­να­λώ­μα­σιν. Άλλω­στε, ε­μπει­ρίες ο κα­θέ­νας έ­χει να α­φη­γη­θεί. Από τους πρώ­τους που στρά­φη­καν ο­μα­δι­κά στο μυ­θι­στό­ρη­μα, ή­δη α­πό τη δε­κα­ε­τία του ’90, ή­ταν οι θε­α­τρι­κοί συγ­γρα­φείς. Πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, λό­γω πλέ­ον και της ελ­λειμ­μα­τι­κής θε­α­τρι­κής πα­ρα­γω­γής, ξε­κί­νη­σε στο θέ­α­τρο η εισ­ροή πε­ζού λό­γου. Η υ­πο­κα­τά­στα­ση του πρω­τό­τυ­που θε­α­τρι­κού έρ­γου, αρ­χι­κά γι­νό­ταν με δια­σκευές πε­ζών, που στό­χευαν σε αυ­θυ­πό­στα­τη θε­α­τρι­κή μορ­φή. Όσο, ό­μως, με­γά­λω­νε η ζή­τη­ση, πε­ριο­ρί­ζο­νταν οι δρα­μα­τουρ­γι­κές α­παι­τή­σεις και οι συ­να­κό­λου­θες τρο­πο­ποιή­σεις, κα­τα­λή­γο­ντας σε με­τα­φο­ρές, με ό­λο και ε­κτε­νέ­στε­ρα α­φη­γη­μα­τι­κά μέ­ρη και πε­ριο­ρι­σμέ­να, σχε­δόν α­φα­νι­σμέ­να, τα δια­λο­γι­κά. Αυ­τού του εί­δους οι θε­α­τρο­ποιή­σεις έ­χουν με­γά­λα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα. Αρκεί έ­νας μι­κρός θία­σος, α­κό­μη και του ε­νός α­τό­μου για ό­λες τις δου­λειές, έ­νας μι­κρός χώ­ρος, α­κό­μη και του ε­νός δω­μα­τίου. Επί­σης, δεν α­παι­τεί­ται πο­λύς χρό­νος προ­ε­τοι­μα­σίας, και το κυ­ριό­τε­ρο, ε­ξα­σφα­λί­ζουν δυ­σα­νά­λο­γα με­γά­λη προ­βο­λή, κα­θώς αυ­τή βρί­σκε­ται κα­τά κα­νό­να σε α­ντι­στοι­χία προς τη φή­μη του πε­ζού που ε­πι­λέ­χτη­κε και ό­χι του θε­α­τρι­κού α­πο­τε­λέ­σμα­τος. Κά­πως έ­τσι ε­δραιώ­θη­κε η ση­με­ρι­νή μό­δα των θε­α­τρο­ποιή­σεων, που λει­τουρ­γεί σε βά­ρος του νε­ο­ελ­λη­νι­κού θεά­τρου, αλ­λά αυ­τό ε­λά­χι­στους φαί­νε­ται να α­πα­σχο­λεί.
Στα τε­λευ­ταία χρό­νια, χά­ρις στη με­τα­μο­ντέρ­να αι­σθη­τι­κή, πε­ζό­μορ­φη και θε­α­τρι­κή μορ­φή συμ­μει­γνύο­νται ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο, με α­πο­τέ­λε­σμα να προ­κύ­πτουν έρ­γα ε­ξαρ­χής δι­πλής υ­πό­στα­σης. Ο συγ­γρα­φέ­ας, με την ί­δια υ­πό­θε­ση, γρά­φει μυ­θι­στό­ρη­μα και θε­α­τρι­κό. Προ­η­γεί­ται συ­νή­θως το μυ­θι­στό­ρη­μα και α­κο­λου­θεί η θε­α­τρο­ποίη­σή του. Προς διευ­κό­λυν­ση, για την ταυ­τό­χρο­νη πα­ρου­σία­ση μυ­θι­στο­ρή­μα­τος και θε­α­τρι­κού, που ε­ξα­σφα­λί­ζει με­γα­λύ­τε­ρη προ­βο­λή, προέ­κυ­ψαν και με­ρι­κής έ­κτα­σης θε­α­τρο­ποιή­σεις, που α­πο­κα­λού­νται “α­να­γνώ­σεις”. Το θέ­α­τρο, ό­μως, α­πό τη φύ­ση του, ε­ξα­σφα­λί­ζει μι­κρή δη­μο­σιό­τη­τα, σε α­ντί­θε­ση με τους πα­ρά­πλευ­ρους το­μείς, κι­νη­μα­το­γρά­φου και τη­λεό­ρα­σης. Ορι­σμέ­νοι πε­ζο­γρά­φοι  κα­τα­πιά­στη­καν α­πό νω­ρίς και με το σε­νά­ριο, δι­κού τους έρ­γου ή και ξέ­νου. Άργη­σε κά­πως, αλ­λά ήρ­θε η σει­ρά και της α­ντί­στρο­φης πο­ρείας, α­πό τον κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό και τη­λε­ο­πτι­κό χώ­ρο σ’ ε­κεί­νον της πε­ζο­γρα­φίας. Πρώ­τοι έ­κα­ναν την εμ­φά­νι­σή τους ως διη­γη­μα­το­γρά­φοι οι σκη­νο­θέ­τες, που εί­χαν δο­κι­μα­στεί σε σε­νά­ρια δια­σκευής πε­ζών έρ­γων. Στα διη­γή­μα­τά τους, αντλού­σαν α­πό τις προ­σω­πι­κές τους ε­μπει­ρίες, τις ο­ποίες α­να­μεί­γνυαν με μυ­θο­πλα­στι­κούς πυ­ρή­νες α­πό τα σε­νά­ρια των ται­νιών τους. Πρό­σφα­τα, προέ­κυ­ψαν και πά­λι έρ­γα δι­πλής υ­πό­στα­σης, αλ­λά δια­φο­ρε­τι­κής της προ­η­γού­με­νης. Τώ­ρα, ο ί­διος α­κρι­βώς μύ­θος τρο­φο­δο­τεί, ταυ­τό­χρο­να, σε­νά­ριο και πε­ζό. Αν το δεύ­τε­ρο θα εί­ναι διή­γη­μα ή μυ­θι­στό­ρη­μα,  ε­ξαρ­τά­ται α­πό τις α­ντο­χές του υ­λι­κού. Μία τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση συ­νι­στά το βι­βλίο του Χρή­στου Βού­που­ρα.
Σε­να­ριο­γρά­φος και σκη­νο­θέ­της, με δυο ντο­κι­μα­ντέρ και τρεις ται­νίες με­γά­λου μή­κους στο ε­νερ­γη­τι­κό του, έ­χει κα­τα­κτή­σει ή­δη α­πό το 2000 και τον τίτ­λο του πε­ζο­γρά­φου. Τό­τε, πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε με μυ­θι­στό­ρη­μα, βα­σι­σμέ­νο  σε σε­νά­ριο, α­πό κοι­νού γραμ­μέ­νο με τον Γιώρ­γο Κόρ­ρα. Ακο­λού­θη­σε το 2004 μία συλ­λο­γή διη­γη­μά­των και δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ε­πα­νέρ­χε­ται με έ­να νέο δί­δυ­μο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος-σε­να­ρίου, αυ­τήν τη φο­ρά, χω­ρίς συ­νέ­ται­ρο στο γρά­ψι­μο. Προ­τά­χθη­κε η προ­βο­λή της ται­νίας στην 20η διορ­γά­νω­ση του προ­γράμ­μα­τος προ­βο­λών «Αθη­ναϊκές νύ­χτες πρε­μιέ­ρας» και α­κο­λού­θη­σε η έκ­δο­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ο­μό­τιτ­λου, του ο­ποίου, ό­μως, η συγ­γρα­φή εί­χε προ­η­γη­θεί. Μυ­θι­στό­ρη­μα και σε­νά­ριο αν­τλούν α­πό το ί­διο πραγ­μα­το­λο­γι­κό υ­λι­κό, αλ­λά δια­φο­ρο­ποιού­νται στο πλά­σι­μο κά­ποιων η­ρώων, ε­νώ η δρά­ση του σε­να­ρίου πε­ριο­ρί­ζε­ται και εξ α­νά­γκης πει­θαρ­χεί στις οι­κο­νο­μι­κές δυ­να­τό­τη­τες.
Η ται­νία ε­ντά­χθη­κε στην νεό­κο­πη κα­τη­γο­ρία “Νέ­ος Κουήρ Κι­νη­μα­το­γρά­φος”. Ο ό­ρος “κουή­ρ” δεν α­ντι­κα­θι­στά α­πλώς τον ό­ρο γκέι, αλ­λά ση­μαί­νει μία ευ­ρύ­τε­ρη δια­φο­ρο­ποίη­ση στις σε­ξουα­λι­κές σχέ­σεις, που πα­ρα­με­ρί­ζει τις πα­λαιό­τε­ρες δυα­δι­κές κα­τη­γο­ριο­ποιή­σεις. Μέ­χρι σή­με­ρα, αυ­τός ο νε­ο­φα­νής ό­ρος έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει στις θεω­ρη­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις, αλ­λά και στην α­κτι­βι­στι­κή δρά­ση. Σχε­τι­κά πρό­σφα­τα, ει­σή­χθη και μά­λι­στα, προ­βλή­θη­κε ι­διαί­τε­ρα σε κι­νη­μα­το­γρά­φο και τη­λεό­ρα­ση. Αντί­στοι­χη λε­κτι­κή α­να­καί­νι­ση θα α­να­με­νό­ταν και στον πε­ζο­γρα­φι­κό χώ­ρο, ό­που πα­ρα­μέ­νει σε χρή­ση η κα­τη­γο­ρία ο­μο­φυ­λό­φι­λη ή και γκέι λο­γο­τε­χνία. Εί­ναι μέ­σα στο με­τα­μο­ντέρ­νο πνεύ­μα, η κα­τάρ­γη­ση των κα­θα­ρών μορ­φών. Όπως το πε­ζο­γρά­φη­μα συμ­φύ­ρε­ται με το θε­α­τρι­κό και το σε­νά­ριο, σε δια­δι­κα­σία αλ­λη­λο­με­ταλ­λα­γής, πα­ρό­μοιο δρό­μο α­κο­λου­θούν και οι θε­μα­τι­κές δια­νοί­ξεις, κα­ταρ­γώ­ντας τα στε­γα­νά.
Στην πα­λαιό­τε­ρη κα­τη­γο­ρία της γκέι λο­γο­τε­χνίας, οι βι­βλιο­πα­ρου­σια­στές ε­νέ­τα­ξαν το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα του Μέ­νη Κου­μα­ντα­ρέα, «Ο θη­σαυ­ρός του χρό­νου». Σε αυ­τήν, το­πο­θε­τούν και τα πα­λαιό­τε­ρα βι­βλία του, ό­πως και βι­βλία με ο­μο­φυ­λό­φι­λα στοι­χεία των Γιώρ­γου Ιωάν­νου και Κώ­στα Τα­χτσή. Το πρό­σφα­το, ω­στό­σο, δια­φέ­ρει, κα­τ’ αρ­χήν πο­σο­τι­κά, κα­θώς η ο­μο­φυ­λο­φι­λία α­πο­τε­λεί το κε­ντρι­κό θέ­μα, αλ­λά και ποιο­τι­κά. Πε­ρι­γρά­φε­ται η πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή Αθή­να των αρ­χών του 21ου αιώ­να, ό­που, α­νά­με­σα σε τό­σα άλ­λα, δια­φο­ρο­ποιεί­ται και η ει­κό­να της ο­μο­φυ­λο­φι­λίας ως τμή­μα της τρέ­χου­σας δια­φο­ρο­ποιη­μέ­νης σε­ξουα­λι­κό­τη­τας.
Τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα των Κου­μα­ντα­ρέα και Βού­που­ρα συ­να­ντιού­νται, κα­θώς πε­ρι­γρά­φουν πα­ρα­πλή­σια συμ­βά­ντα και ε­μπει­ρίες, α­πο­δί­δο­ντας με να­του­ρα­λι­στι­κές πε­ρι­γρα­φές τρό­πους δια­βίω­σης. Πα­ρα­τη­ρούν τις ί­διες “φέ­τες ζωής” α­πό την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα ο­μά­δας αν­θρώ­πων που με­τέ­χουν σε ό,τι α­πο­κα­λεί­ται “κουήρ κουλ­τού­ρα”. Ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας σχο­λία­ζε πως στη δε­κα­ε­τία του ’60 και πα­λαιό­τε­ρα, “τον ο­μο­φυ­λό­φι­λο, που έ­γρα­φε μυ­θι­στό­ρη­μα με θέ­μα την ο­μο­φυ­λο­φι­λία, τον έ­βα­ζαν στο πε­ρι­θώ­ριο. Ενώ, σή­με­ρα, κά­τι τέ­τοιο θεω­ρεί­ται σχε­δόν ντε­μο­ντέ.” Αντί­στοι­χα, σε μία δυο δε­κα­ε­τίες, στοι­χεία του “κουήρ τρό­που ζωής”, που σή­με­ρα προ­κα­λούν, πι­θα­νώς να ξε­περ­νιού­νται ως κοι­νά και  α­διά­φο­ρα.
Μυ­θι­στό­ρη­μα α­πο­κα­λεί το βι­βλίο του ο Κου­μα­ντα­ρέ­ας, χω­ρίς να α­πο­κρύ­βει το ε­νυ­πάρ­χον με­γά­λο μέ­ρος αυ­το­βιο­γρά­φη­σης. Αν κά­ποιος το συ­μπλή­ρω­νε με­τά το θά­να­τό του, ό­πως έ­χει συ­χνά γί­νει με μυ­θι­στο­ρή­μα­τα κυ­ρίως θα­νό­ντων, θα προέ­κυ­πτε μία ι­στο­ρία, πο­λύ κο­ντι­νή σε μία α­πό ε­κεί­νες, που ο Βού­που­ρας συρ­ρά­πτει στο μυ­θι­στό­ρη­μά του. Και βε­βαίως, λό­γω της φο­νι­κής κα­τά­λη­ξής της, πρό­κει­ται για την ε­ντυ­πω­σια­κό­τε­ρη. Κι ό­μως, το βι­βλίο του Βού­που­ρα δεν τρο­φο­δο­τή­θη­κε α­πό την πε­ρί­πτω­ση Κου­μα­ντα­ρέα. Κυ­κλο­φό­ρη­σε τον Νοέ., ε­νώ του Κου­μα­ντα­ρέα τον Οκτ., ό­σο για τη δο­λο­φο­νία του συ­νέ­βη τον Δεκ. Το μό­νο, λοι­πόν, που, κα­τά κά­ποιο τρό­πο, α­ντέ­γρα­ψε εί­ναι μία ό­ψη της ση­με­ρι­νής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που, προ­σώ­ρας, α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται ως πε­ρι­θω­ρια­κή.
Δεν έ­χου­με δει την ται­νία, με τίτ­λο «7 θυ­μοί». Οι α­να­φο­ρές σε αυ­τήν γί­νο­νται με βά­ση το μυ­θι­στό­ρη­μα, ε­στιά­ζο­ντας σε μία α­πό τις ι­στο­ρίες. Αυ­τήν που κα­τα­λή­γει με τον φό­νο του η­λι­κιω­μέ­νου τρα­πε­ζί­τη α­πό νε­α­ρό αλ­λο­δα­πό, ί­σως τον Αι­γύ­πτιο, με τον ο­ποίο δια­τη­ρού­σε μα­κρό­χρο­νη σχέ­ση κυ­ρίου και υ­πη­ρέ­τη για ό­λες τις δου­λειές. Πριν 32 χρό­νια, προ­βαλ­λό­ταν στο Φε­στι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης η πρώ­τη ται­νία με θέ­μα την ο­μο­φυ­λο­φι­λία, που και ε­κεί­νη κα­τέ­λη­γε με τον φό­νο του θύ­τη α­πό το θύ­μα. Ήταν το 1982, ο «Άγγε­λος» του Γιώρ­γου Κα­τα­κου­ζη­νού. Φαι­νο­με­νι­κά πα­ρα­πλή­σιοι οι μύ­θοι πα­λαιό­τε­ρης και πρό­σφα­της, στην ου­σία τους, ό­μως, δια­φο­ρε­τι­κοί. Στην “κουήρ κουλ­τού­ρα” της σή­με­ρον, οι σχέ­σεις εί­ναι αμ­φί­ση­μες με δυ­σκό­λως προσ­διο­ρί­σι­μες κοι­νω­νι­κές α­ντα­να­κλά­σεις. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα του Βού­που­ρα, ο­μο­φυ­λό­φι­λος, τον ο­ποίο αρ­χι­κά βό­λευα­ν οι κα­τα­στά­σεις που δη­μιουρ­γεί μία πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή κοι­νό­τη­τα, κα­τα­λή­γει ρα­τσι­στής, κα­θώς δια­κρί­νει φυ­λε­τι­κά τον κα­λό και τον κα­κό με­τα­νά­στη. “Μην ε­μπι­στεύε­σαι Άρα­βα. Εγγυη­μέ­νο το Κουρ­δά­κι.” Εί­ναι οι συμ­βου­λές έ­μπει­ρου μπάρ­μαν, που κά­νει τον με­σά­ζο­ντα στις συ­νευ­ρέ­σεις. Η χρο­νι­κή α­πό­στα­ση μίας α­κε­ραίας γε­νιάς συ­νη­γο­ρεί στην αλ­λα­γή πα­ρα­δείγ­μα­τος, που ση­μαί­νει, με­τα­ξύ των άλ­λων, και αλ­λα­γή στη  γω­νία ε­στία­σης. 
Ανε­ξάρ­τη­τα α­πό αυ­τές τις γε­νι­κό­τε­ρες πα­ρα­τη­ρή­σεις. Το μυ­θι­στό­ρη­μα του Βού­που­ρα χαί­ρει αυ­το­τέ­λειας αλ­λά και ε­νό­τη­τας, πα­ρό­τι ως σύλ­λη­ψη προϊδεά­ζει μάλ­λον για σπον­δυ­λω­τό μυ­θι­στό­ρη­μα. Το ε­πτά του τίτ­λου μπο­ρεί να ε­πι­λέ­χθη­κε λό­γω της  ι­διαί­τε­ρης θέ­σης που κα­τέ­χει ο εν λό­γω α­ριθ­μός στην  α­ριθ­μο­σο­φία, κα­θώς και στο πε­δίο της υ­περ­βα­τι­κό­τη­τας, ό­που θεω­ρεί­ται ιε­ρός α­ριθ­μός, με συμ­βο­λι­κή φόρ­τι­ση. Άρα, ως μέ­ρος του τίτ­λου, προ­ε­τοι­μά­ζει για προ­λή­ψεις και δει­σι­δαί­μο­νες εμ­μο­νές των η­ρώων, ι­δίως των αλ­λο­δα­πών μου­σουλ­μά­νων, που έρ­χο­νται α­πό Αλβα­νία και Αί­γυ­πτο. Κυ­ριο­λε­κτι­κά, ό­μως, α­να­φέ­ρε­ται στα ε­πτά πρό­σω­πα του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Τον κε­ντρι­κό χα­ρα­κτή­ρα και τα έ­ξι άλ­λα, με τα ο­ποία, πε­ρι­στα­σια­κά ή για μα­κρύ­τε­ρα χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα, συγ­χρω­τί­ζε­ται.
Επτά πρό­σω­πα, ως α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κά ε­πτά στό­χων κοι­νω­νι­κού ρα­τσι­σμού, τα ο­ποία, ω­στό­σο, πα­ρου­σιά­ζο­νται α­πό τη φί­λα κεί­με­νη σκό­πευ­ση του βα­σι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Αυ­τός εί­ναι στα 45, το ε­πάγ­γελ­μα αρ­χαιο­λό­γος, αλ­λά ι­διόρ­ρυθ­μος, κα­θώς προ­τι­μά τα κα­τά­λοι­πα των σύγ­χρο­νων κοι­νω­νιών α­πό τα αρ­χαία, ό­πως και τις μι­κροϊστο­ρίες των ι­στο­ρι­κών προ­σώ­πων α­πό τους δη­μό­σιους βίους τους. Με­τά α­πό 17χρο­νη συμ­βίω­ση με συ­νά­δελ­φό του, προ­τι­μά­ει ως ε­ρω­τι­κούς συ­ντρό­φους νε­α­ρούς αλ­λο­δα­πούς. Έτσι, έ­χει να θυ­μά­ται μία πρώ­τη σχέ­ση, που κρά­τη­σε αρ­κε­τά, με Αλβα­νό α­πό το Τε­πε­λέ­νι, και ύ­στε­ρα, μία δεύ­τε­ρη, με έ­να “μου­σουλ­μα­νά­κι”, με το ο­ποίο και συ­νοι­κεί. Μό­νο που ε­κεί­νο α­πο­δει­κνύε­ται φι­λο­χρή­μα­το και ά­πι­στο. Από το “μου­σουλ­μα­νά­κι” γνω­ρί­ζει το α­φε­ντι­κό του, έ­ναν άν­θρω­πο του χρή­μα­τος, τρα­πε­ζί­τη, που τον πα­ρα­σέρ­νει σε έ­να τα­ξί­δι στην κοι­λά­δα του Νεί­λου και της σε­ξουα­λι­κής παν­δαι­σίας. Πα­ράλ­λη­λα, δια­τη­ρεί τρυ­φε­ρή σχέ­ση με 25χρο­νη ναρ­κο­μα­νή στη φά­ση α­πε­ξάρ­τη­σης, ε­νώ συ­χνά κου­βε­ντιά­ζει με έ­ναν συ­γκά­τοι­κο της πο­λυ­κα­τοι­κίας, που έ­χει τη λό­ξα της ευ­ρε­σι­τε­χνίας. Στους γνω­στούς του, υ­πάρ­χει και έ­νας α­κίν­δυ­νος σχι­ζο­φρε­νής, που α­νη­συ­χεί για την τύ­χη του πλα­νή­τη. Το έ­κτο πρό­σω­πο το συ­να­ντά, ό­ταν ε­πι­σκέ­πτε­ται τον γε­νέ­θλιο τό­πο του, έ­να χω­ριό της Λέ­σβου. Συγ­χω­ρια­νός του, α­πο­διο­πο­μπαίος στον τό­πο του, πή­γε με­τα­νά­στης στη Γερ­μα­νία, έ­φτια­ξε ε­κεί οι­κο­γέ­νεια, την ε­γκα­τέ­λει­ψε και γύ­ρι­σε πί­σω πιο ξέ­νος και α­πό τους ξέ­νους.
Τα πρό­σω­πα πλη­θαί­νουν, κα­θώς το κα­θέ­να α­πό τα έ­ξι φι­λι­κά φέρ­νει στο προ­σκή­νιο και έ­να δια­φο­ρε­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον αν­θρώ­πων, με άλ­λους η­θι­κούς κώ­δι­κες, ό­που δια­φο­ρε­τι­κές γλώσ­σες ή και ι­διό­λε­κτα, νοο­τρο­πίες ή και θρη­σκείες, α­να­μει­γνύο­νται. Με αυ­τόν τον τρό­πο, προ­βάλ­λει έ­να, ελ­λα­δι­κής εκ­δο­χής, κα­θρέ­φτι­σμα του φαι­νο­μέ­νου της “πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κής κοι­νω­νίας”. Λό­γω της με­ρι­κής ο­πτι­κής γω­νίας, οι κα­τα­στά­σεις εμ­φα­νί­ζο­νται αρ­χι­κά ε­ξω­ραϊσμέ­νες, για να α­να­τρα­πούν στη συ­νέ­χεια, ό­ταν ο συγ­χρω­τι­σμός ο­δη­γεί σε τρι­βές και συ­γκρού­σεις. Το εύ­ρη­μα του Βού­που­ρα, που κα­θι­στά το μυ­θι­στό­ρη­μά του μάλ­λον υ­παρ­ξια­κό πα­ρά κοι­νω­νι­κό, εί­ναι η ε­στία­ση στην ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση του θυ­μού. Εί­ναι θέ­μα ι­διο­συ­γκρα­σίας το πώς εκ­δη­λώ­νει ο κα­θέ­νας τη συ­γκε­κρι­μέ­νη ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση. Πε­ρι­γρά­φο­ντας ο συγ­γρα­φέ­ας τους τρό­πους, σχο­λιά­ζει τους χα­ρα­κτή­ρες και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση τα πά­θη τους. Υπάρ­χουν θυ­μοί πε­ρισ­σό­τε­ρο και λι­γό­τε­ρο εκ­δη­λω­τι­κοί, στρε­φό­με­νοι προς τα μέ­σα, ή άλ­λοι, που ε­ξω­τε­ρι­κεύο­νται με ποι­κί­λους τρό­πους, βου­βά ή με έ­κρη­ξη, α­κό­μη με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές α­ντι­δρά­σεις, ε­ξα­το­μι­κευ­μέ­νες ή και φυ­λε­τι­κά προσ­διο­ρι­ζό­με­νες, ό­πως χει­ρο­νο­μίες και ύ­ψω­ση του τό­νου της φω­νής. Όπου, το φά­σμα του θυ­μού εί­ναι πλου­σιό­τε­ρο α­πό το ε­πτα­με­ρές η­λια­κό. Κυ­ρίαρ­χη, πά­ντως, θέ­ση στους σχη­μα­τι­κά ε­πτά θυ­μούς του τίτ­λου έ­χει “ο δύ­σκο­λος θυ­μός του έ­ρω­τα”, ι­διαί­τε­ρα ό­ταν πρό­κει­ται για έ­ναν κα­τα­ρα­μέ­νο έ­ρω­τα. Ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­μέ­νει σε αυ­τόν τον έ­ρω­τα και τον θυ­μό που φέρ­νει η προ­δο­σία του. Έτσι ό­πως τον βιώ­νει ο α­φη­γη­τής και ο άν­θρω­πος του χρή­μα­τος, α­να­δει­κνύε­ται σε ε­ξάρ­τη­ση ε­φά­μιλ­λη ή και ι­σχυ­ρό­τε­ρη ε­κεί­νης του η­ρωι­νο­μα­νούς. Σί­γου­ρα, το ί­διο ε­ξευ­τε­λι­στι­κή, αν και γι’ αυ­τήν οι ψυ­χο­λό­γοι δια­τεί­νο­νται πως υ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρη γκά­μα υ­πο­κα­τά­στα­των. Αλλά αυ­τό μέ­νει ε­κτός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, ως υ­παι­νιγ­μός στην αμ­φι­ση­μία του τέ­λους.  Από μία ά­πο­ψη, πρό­κει­ται για έ­να υ­παρ­ξια­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, με προ­κλη­τι­κές πτυ­χές για τον συ­γκαι­ρι­νό του α­να­γνώ­στη.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/5/2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια: