Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Όλα εί­ναι έ­να λά­θος

Θω­μάς Συ­μεω­νί­δης
«Γί­νε ο ή­ρωάς μου!»
Εκδό­σεις Γα­βριη­λί­δης
Φεβ. 2015

Εί­χε κά­μπο­σο και­ρό να προ­κύ­ψει πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος γέν­νη­μα θρέμ­μα Θεσ­σα­λο­νι­κιός. Το βι­βλίο του Θω­μά Συ­μεω­νί­δη α­πο­τε­λεί ευ­χά­ρι­στη έκ­πλη­ξη, έ­στω κι αν έρ­χε­ται μέ­σω Πα­ρι­σίων. Έτσι κι αλ­λιώς, δε­δο­μέ­νου ό­τι μία αυ­ξα­νό­με­νη ο­μά­δα πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νων εί­ναι δι­πλω­μα­τού­χοι α­νώ­τα­των σχο­λών, με με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές σε ι­δρύ­μα­τα η­με­δα­πής και αλ­λο­δα­πής, α­να­μέ­νε­ται να πλη­θαί­νουν, με τη συμ­βο­λή και της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης, οι κά­τοι­κοι ε­ξω­τε­ρι­κού. Ο Συ­μεω­νί­δης θα μπο­ρού­σε να ε­ντα­χθεί στην πρό­σφα­τη πε­ντά­δα πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νων πε­ζο­γρά­φων (Α. Πα­πα­ντώ­νης, Χρ. Κυ­θρεώ­της, Λ. Κα­λο­σπύ­ρος, Γ. Τσίρ­μπας, Ι. Ανυ­φα­ντά­κης), γεν­νη­μέ­νων την πε­ρίο­δο 1976-1983, με πρώ­τη εμ­φά­νι­ση μέ­σα στα τε­λευ­ταία  δυο χρό­νια, για τους ο­ποίους ε­πι­κρά­τη­σε η κά­πως τε­τριμ­μέ­νη πρόρ­ρη­ση, των πολ­λά υ­πο­σχό­με­νων. Κα­τά σύ­μπτω­ση, ό­λοι τους τυγ­χά­νουν ε­πι­στή­μο­νες. Στο ση­μείο που δια­φο­ρο­ποιεί­ται ο Συ­μεω­νί­δης α­πό τους λοι­πούς της ο­μά­δας, εί­ναι η μη πα­ρου­σία του σε σχο­λές δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής, λο­γο­τε­χνι­κούς δια­γω­νι­σμούς και δη­μο­σιεύ­σεις βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεων. Δη­λα­δή, του­λά­χι­στον προ­σώ­ρας, α­πέ­χει α­πό το γη­γε­νές λο­γο­τε­χνι­κό γί­γνε­σθαι. Αν και μπο­ρεί να μην πρό­κει­ται για ε­πι­λο­γή, αλ­λά α­πλώς για συ­γκυ­ρια­κή α­πόρ­ροια, κα­θώς αυ­τές οι δρα­στη­ριό­τη­τες σχε­δόν πε­ρι­χα­ρα­κώ­νο­νται α­πό ο­ρι­σμέ­νους λο­γο­τε­χνι­κούς κύ­κλους της Αθή­νας.   
Εί­ναι, πά­ντως, ο δεύ­τε­ρος θε­τι­κός ε­πι­στή­μων, με­τά τον συ­νο­μή­λι­κό του Πα­πα­ντώ­νη, ε­πί­σης κά­τοι­κο ε­ξω­τε­ρι­κού. Μό­νο που οι σπου­δές βιο­λο­γίας του Πα­πα­ντώ­νη κα­θο­ρί­ζουν σε με­γά­λη έ­κτα­ση το μύ­θο του βι­βλίου του, σε α­ντί­θε­ση με την κα­τάρ­τι­ση στην αρ­χι­τε­κτο­νι­κή του Συ­μεω­νί­δη. Αλλά οι δι­κές του με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές, κα­θώς και οι ση­με­ρι­νές ε­να­σχο­λή­σεις του, έ­χουν στρα­φεί σε θεω­ρη­τι­κό ε­πι­στη­μο­νι­κό α­ντι­κεί­με­νο. Όπως και ο ή­ρωας του βι­βλίου του, με­τά τον πρώ­το κύ­κλο σπου­δών στην γε­νέ­τει­ρα, “δι­δά­χτη­κε τις πο­λι­τι­κές και οι­κο­νο­μι­κές ε­πι­στή­μες σε ο­νο­μα­στό πα­νε­πι­στή­μιο της αλ­λο­δα­πής”, που στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση, σύμ­φω­να με το βιο­γρα­φι­κό στο “αυ­τά­κι” του βι­βλίου του, εί­ναι το London School of Economics and Political Sciences. Στη συ­νέ­χεια, ε­πα­νέ­καμ­ψε στην η­με­δα­πή, ό­χι πλέ­ον στη Θεσ­σα­λο­νί­κη αλ­λά στην Αθή­να, ό­που εκ­πό­νη­σε με­τα­πτυ­χια­κή δια­τρι­βή στο διε­πι­στη­μο­νι­κό πε­δίο αι­σθη­τι­κής φι­λο­σο­φίας και αρ­χι­τε­κτο­νι­κής και με­τά, α­πο­μα­κρυ­νό­με­νος α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο των θε­τι­κών ε­πι­στη­μών, δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή πά­νω στην αι­σθη­τι­κή θεω­ρία του Τε­ο­ντόρ Αντόρ­νο και συ­γκε­κρι­μέ­να, σχε­τι­κά με τη φι­λο­σο­φι­κή θεώ­ρη­ση α­πό ε­κεί­νον του θε­α­τρι­κού έρ­γου του Σά­μουελ Μπέ­κε­τ, «Το τέ­λος του παι­χνι­διού».
Χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να με το πε­ζο­γρά­φη­μά του, τον ε­φε­τι­νό Ιαν.,  ε­ξέ­δω­σε τη δια­τρι­βή του, με τίτ­λο, «Όλα εί­ναι πα­ρε­ξή­γη­ση», και υ­πό­τιτ­λο, «Η φι­λο­σο­φι­κή ερ­μη­νεία της τέ­χνης ως κρι­τι­κή της ο­ντο­λο­γίας». Τώ­ρα, κα­τά πό­σο η ε­ντρύ­φη­ση σε ζη­τή­μα­τα φι­λο­σο­φι­κής και συ­γκρι­τι­κής αι­σθη­τι­κής, η ο­ποία συ­νε­χί­ζε­ται και με­τά το πέ­ρας της δια­τρι­βής, κα­τά την ή­δη τε­τρα­ε­τή πα­ρα­μο­νή του στην αλ­λο­δα­πή, έ­χει ε­μπο­τί­σει το πε­ζο­γρά­φη­μά του, μέ­νει να συ­ζη­τη­θεί. Η α­πά­ντη­ση δεν εί­ναι αυ­το­νό­η­τη, κα­θώς οι ό­ποιες ε­πιρ­ροές δεν κα­θρε­φτί­ζο­νται εμ­φα­νώς στο μύ­θο, ό­πως συμ­βαί­νει με τη νου­βέ­λα, «Κα­ρυό­τυ­πος», του Πα­πα­ντώ­νη. Από την άλ­λη, δεν συ­νι­στά δευ­τε­ρεύον θέ­μα, ού­τε στεί­ρο φι­λο­λο­γι­σμό. Πα­ρό­μοιος ε­πη­ρε­α­σμός στην πε­ριο­χή του στο­χα­σμού, σε α­ντί­θε­ση με τον ε­μπει­ριο­κρα­τι­κό των θε­τι­κών ε­πι­στη­μών, μπο­ρεί να α­πο­βεί κα­θο­ρι­στι­κός, αλ­λά δυσ­διά­κρι­τος. 
Στα τε­λευ­ταία χρό­νια, εί­χα­με το πα­ρά­δειγ­μα και ε­νός άλ­λου νέ­ου συγ­γρα­φέα, με σπου­δές στη φι­λο­σο­φία και σχε­τι­κή δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή. Του Πά­νου Τσί­ρου, ε­πτά χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρου του Συ­μεω­νί­δη, που ε­ξέ­δω­σε το πρώ­το του βι­βλίο, συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, συ­μπτω­μα­τι­κά, ε­πτά χρό­νια νω­ρί­τε­ρα. Ήδη, το 2013, ε­ξέ­δω­σε δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή, με εμ­φα­νέ­στε­ρη την ε­πί­δρα­ση α­πό το «Tractatus Logic-Philosophicus» του Λού­ντβιχ Βιτ­γκεν­στάιν, που εί­χε α­πο­τε­λέ­σει το α­ντι­κεί­με­νο των με­τα­πτυ­χια­κών σπου­δών του. Όπως και να έ­χει, στο πρώ­το πε­ζό, υ­πε­ρι­σχύουν, κα­τά κα­νό­να, οι προ­σω­πι­κές ε­μπει­ρίες. Ωστό­σο, στο πρώ­το πε­ζό του Συ­μεω­νί­δη, έ­να βα­σι­κό θέ­μα, γύρω από το οποίο στρέφεται μεγάλο μέρος της αφήγησης, είναι η αυτοκτονία. Θέ­μα, που α­πα­σχό­λη­σε τον Μπέ­κετ και το ο­ποίο, πι­θα­νώς, να βρι­σκό­ταν στο πυ­ρή­να της δια­φω­νίας του με τον Αντόρ­νο, ό­πως ο Συ­μεω­νί­δης α­να­πτύσ­σει ει­σα­γω­γι­κά στο δο­κι­μια­κό του βι­βλίο.
Το πε­ζο­γρα­φι­κό βι­βλίο του Συ­μεω­νί­δη δεν φέ­ρει ει­δο­λο­γι­κό προσ­διο­ρι­σμό. Ανε­ξάρ­τη­τα, ό­μως, του σχε­τι­κά μι­κρού α­ριθ­μού σε­λί­δων, δεν θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ι­στο­ρία ή νου­βέ­λα. Το σύν­θε­το της υ­πό­θε­σης, κυ­ρίως το σα­σπέ­νς που δη­μιουρ­γεί με την ε­ναλ­λα­γή σκη­νών και τό­πων δρά­σης, του δίνουν υπόσταση μυθιστο­ρή­ματος, με στοι­χεία θρίλερ. Εκ πρώ­της ό­ψεως, ψυ­χο­λο­γι­κού θρί­λε­ρ, αν και οι προ­φα­νείς κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές πα­ρά­με­τροι το κα­θι­στούν το θρί­λερ της κρί­σης. Μό­νο που αυ­τό δεν το­πο­θε­τεί­ται στα χρό­νια της κρί­σης. Πα­ρό­τι ο χρό­νος δρά­σης δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται, υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις στην πλο­κή πως πρό­κει­ται για την πε­ρίο­δο προ της κρί­σης. Για πα­ρά­δειγ­μα, α­να­φέ­ρο­νται ο­ρι­σμέ­νες πρα­κτι­κές, που με την κρί­ση δεν ε­γκα­τα­λεί­φθη­καν μεν, αλ­λά α­να­γκα­στι­κά, λό­γω της οι­κο­νο­μι­κής στε­νό­τη­τας στους ποι­κί­λους δη­μό­σιους ορ­γα­νι­σμούς, πε­ριο­ρί­στη­καν. Μία α­πό αυ­τές, α­φο­ρά τη νο­σο­κο­μεια­κή νο­ση­λεία και εγ­χεί­ρη­ση α­να­σφά­λι­στου με Ασφα­λι­στι­κό Βι­βλιά­ριο άλ­λου προ­σώ­που. Στο βι­βλίο, αυ­τό το άλ­λο πρό­σω­πο εί­ναι ο πα­τέ­ρας, στην πρά­ξη, ω­στό­σο, κα­τα­γρά­φτη­καν πε­ρι­πτώ­σεις, στις ο­ποίες α­σφα­λι­σμέ­νος και α­να­σφά­λι­στος δεν εί­χαν το ί­διο ε­πί­θε­το, ού­τε καν το ί­διο φύ­λο. Το α­λα­λούμ των ελ­λη­νι­κών νο­σο­κο­μείων, που κα­λά κρα­τεί ε­δώ και του­λά­χι­στον δυο δε­κα­ε­τίες, το έ­χει α­πο­δώ­σει σε δυο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ο Γιώρ­γος Δε­ντρι­νός («Απ’ τα κόκ­κα­λα» και «Μαύ­ρες ο­χιές μας ζώ­σαν»). Εκεί­νος, ό­μως, εί­ναι ορ­θο­πε­δι­κός χει­ρούρ­γος και στα βι­βλία του με­τα­μορ­φώ­νει την α­γα­νά­κτη­σή του σε σα­τι­ρι­κή κω­μω­δία ή και πα­ρω­δία.
Το βι­βλίο του Συ­μεω­νί­δη μπο­ρεί να α­να­φέ­ρε­ται στα προ­πα­ρα­σκευα­στι­κά της κρί­σης χρό­νια, αλ­λά α­νή­κει στη λο­γο­τε­χνία της κρί­σης, λό­γω του ύ­φους μίας α­φή­γη­σης σε πρώ­το πρό­σω­πο, που κα­τορ­θώ­νει να α­πο­δώ­σει την τε­τα­μέ­νη α­τμό­σφαι­ρα της τε­λευ­ταίας πε­ντα­ε­τίας. Κυ­ριο­λε­κτι­κά, καφ­κι­κή. Κε­ντρι­κό πρό­σω­πο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος εί­ναι ο α­φη­γη­τής, που έ­χει δια­φύ­γει στο Πα­ρί­σι, κα­θώς, ως α­νώ­τε­ρο διοι­κη­τι­κό στέ­λε­χος του νο­σο­κο­μείου, ε­μπλέ­κε­ται στην α­πά­τη της εγ­χεί­ρη­σης. Σε πρώ­το πρό­σω­πο ε­κτυ­λίσ­σε­ται ο μο­νό­λο­γός του, χω­ρι­σμέ­νος σε τρία μέ­ρη: “αρ­χή”, “συ­νέ­χεια”, “τέ­λος”. Τα δυο α­κραία μέ­ρη έ­χουν έ­κτα­ση μό­λις μίας σε­λί­δας και ε­στιά­ζουν σε δυο τη­λε­φω­νή­μα­τά του α­πό τον ί­διο πά­ντα πα­ρι­σι­νό θά­λα­μο προς την α­γα­πη­μέ­νη του στην Αθή­να, η ο­ποία τον πλη­ρο­φο­ρεί κά­θε φο­ρά για την κα­τά­στα­ση του εγ­χει­ρι­σμέ­νου. Στην “αρ­χή”, του α­να­κοι­νώ­νει ό­τι κα­τέ­λη­ξε. Στο “τέ­λος”, ε­κεί­νος προ­λα­βαί­νει να α­κού­σει, ό­τι “πή­ρε ε­ξι­τή­ριο”. Ακρι­βέ­στε­ρα, κα­θώς οι μο­νά­δες τε­λειώ­νουν, νο­μί­ζει ό­τι το α­κούει. Οπό­τε, το τέ­λος μέ­νει α­νοι­κτό και η ε­φιαλ­τι­κή πλε­κτά­νη σε βά­ρος του με­τέω­ρη.
“Όλα εί­ναι πα­ρε­ξή­γη­ση”; Ή, “ό­λα εί­ναι λά­θος”, ό­πως ε­πα­να­λαμ­βά­νει έ­νας άλ­λος, που βρέ­θη­κε στην ί­δια πε­ρι­δί­νη­ση. Μό­νο που ε­κεί­νος στά­θη­κε πιο ά­τυ­χος ή και φύ­σει πιο ευαί­σθη­τος, με α­πο­τέ­λε­σμα το σύ­στη­μα να τον ξε­βρά­σει. Ο συγ­γρα­φέ­ας τον πλά­θει στο κα­λού­πι των αυ­το­χεί­ρων της κρί­σης, που δεν ά­ντε­ξαν τις πιέ­σεις. Ο α­φη­γη­τής θα α­ντέ­ξει στο πά­λε­μα με τις ε­νο­χές. Από μία ά­πο­ψη, έ­φται­ξε. Από μία άλ­λη ο­πτι­κή, δεν ή­ταν πα­ρά το πρό­σφο­ρο θή­ρα­μα σε έ­να κυ­νη­γη­τό ε­ξι­λα­στή­ριων θυ­μά­των. Δεν ο­νο­μα­τί­ζε­ται, εί­ναι έ­νας τυ­χών, α­ντι­μέ­τω­πος με την ου­σια­στι­κά α­πρό­σω­πη δύ­να­μη των μη­χα­νι­σμών ε­ξου­σίας, ό­που ι­σχύς και ρό­λοι προ­σώ­πων συγ­χέ­ο­νται. Το έ­γκλη­μά του συ­νί­στα­ται στην εν­δο­τι­κό­τη­τά του, α­πο­δε­χό­με­νος ως αυ­το­νό­η­τες τις τρέ­χου­σες τα­κτι­κές ε­ξεύ­ρε­σης μίας θέ­σης ερ­γα­σίας ή και τους τρό­πους α­νέ­λι­ξης σε αυ­τήν. Ως γνω­στόν, συγ­γε­νι­κές σχέ­σεις και κομ­μα­τι­κές δια­συν­δέ­σεις, στην ι­διό­μορ­φη, ελ­λη­νι­κής κο­πής, στε­νή αλ­λη­λε­ξάρ­τη­ση, κοι­νώς δια­πλο­κή, πο­λύ πέ­ραν των πε­λα­τεια­κών, α­να­γό­με­νες σε ε­θι­μο­τυ­πι­κά φι­λι­κές, ε­μπνέ­ουν ε­δώ και του­λά­χι­στον μία 50ε­τία. Από το «Υπάρ­χει και φι­λό­τι­μο» του Αλέ­κου Σα­κελ­λά­ριου μέ­χρι τα πρό­σφα­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Μά­κη Κα­ρα­γιάν­νη («Το ό­νει­ρο του Οδυσ­σέ­α») και του Νί­κου Πα­να­γιω­τό­που­λου («Τα παι­διά του Κάιν»), που φέρ­νουν στο στό­χα­στρο τη γε­νιά της με­τα­πο­λί­τευ­σης, φθά­νο­ντας στην πα­ρακ­μια­κή Ελλά­δα της δια­φθο­ράς. Κοι­νώς, μέ­χρι τα προ­εόρ­τια της τρέ­χου­σας κρί­σης.
Ο Συ­μεω­νί­δης κα­τορ­θώ­νει να α­πο­δώ­σει σχη­μα­τι­κά αυ­τή τη γε­νι­κευ­μέ­νη κοι­νω­νι­κή κα­τά­στα­ση. Απο­φεύ­γο­ντας το μυ­θι­στό­ρη­μα με υ­πό­θε­ση και χα­ρα­κτή­ρες, α­να­δει­κνύει τα νο­ση­ρά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της. Η νο­μο­τε­λεια­κά πα­θο­γό­να λει­τουρ­γία του συ­στή­μα­τος α­πο­τυ­πώ­νε­ται στην πυ­ρα­μι­δο­ει­δή σχέ­ση “Υπουρ­γείου”-“Οργα­νι­σμού”, χω­ρίς συ­γκε­κρι­μέ­νη ο­νο­μα­στι­κή α­να­φο­ρά. Ως πα­ρα­δειγ­μα­τι­κός “Οργα­νι­σμός” ε­πι­λέ­γε­ται έ­να νο­σο­κο­μείο, α­φού ε­κεί τα λά­θη κά­ποιων α­νεύ­θυ­νων, που εκ­με­ταλ­λεύο­νται την ι­σχύ της θέ­σης τους, δεν ση­μαί­νουν μό­νο κα­τά­χρη­ση οι­κο­νο­μι­κών πό­ρων, αλ­λά θά­να­το. Στον “Οργα­νι­σμό”, υ­πάρ­χουν δυο α­ντί­πα­λες, αλ­λη­λοϋπο­νο­μευό­με­νες ο­μά­δες, που α­πο­κα­λού­νται κρυ­πτι­κά “πτέ­ρυ­γες”. Με αυ­τό το μυ­θο­πλα­στι­κό εύ­ρη­μα, α­πο­δί­δο­νται οι δυο ο­μά­δες υ­παλ­λή­λων, που δη­μιουρ­γούν σε ό­λα τα δη­μό­σια ι­δρύ­μα­τα οι δι­κομ­μα­τι­κοί διο­ρι­σμοί κα­τά τις ε­κλο­γι­κές ε­ναλ­λα­γές, α­φού η υ­παλ­λη­λι­κή μο­νι­μό­τη­τα α­πο­τρέ­πει το ξε­κα­θά­ρι­σμα. Εύ­στο­χα, η θέ­ση κλει­δί α­πο­δί­δε­ται στον “διευ­θυ­ντή γρα­φείου” του υ­φυ­πουρ­γού, που ο α­φη­γη­τής το­νί­ζει ό­τι θα τον α­να­φέ­ρει ως Υπουρ­γό. Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, ο “διευ­θυ­ντής γρα­φείου” ο­νο­μα­τί­ζε­ται, σε α­ντί­θε­ση με τους άλ­λους βα­σι­κούς ή­ρωες, που προσ­διο­ρί­ζο­νται με βά­ση τη θέ­ση που κα­τέ­χουν ή την κα­τά­στα­ση που βρί­σκο­νται, λ.χ., “συμ­βα­σιού­χος”, “ναρ­κω­μέ­νος”. Μά­λι­στα, γι’ αυ­τόν ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­λέ­γει, ό­χι έ­να, αλ­λά δυο η­χη­ρά ο­νό­μα­τα, Κλέ­αρ­χος-Κων­στα­ντί­νος. Αυ­τός εί­ναι ο άν­θρω­πος του κόμ­μα­τος, για τον ο­ποίο ο Σα­κελ­λά­ριος εί­χε πλά­σει το πα­ρω­νύ­μιο Γκρούε­ζας.      
Στο μυθιστόρημα, έχουν πειστικά πλαστεί, το “Συγ­γε­νι­κό Πρό­σω­πο”, που ζη­τά το ρου­σφέ­τι ε­νός διο­ρι­σμού, το “Πο­λι­τι­κό Πρό­σω­πο”, που ε­νερ­γεί δεό­ντως, ο σπιού­νος του Οργα­νι­σμού, σκιά των ερ­γα­ζό­με­νων προς συλ­λο­γή στοι­χείων που θα χρη­σι­μεύ­σουν για την πα­γί­δευ­ση και τη συμ­μόρ­φω­σή τους στις ά­νω­θεν ε­πι­τα­γές. Χά­ρις στην ψη­φια­κή τε­χνο­λο­γία, σή­με­ρα πλέ­ον, υ­πάρ­χει η δυ­να­τό­τη­τα ε­νο­χο­ποίη­σής τους με ει­κο­νι­κά ε­γκλή­μα­τα, ό­πως κλο­πή, σε­ξουα­λι­κή πα­ρε­νό­χλη­ση, μέ­χρι και δια­κί­νη­ση “υ­λι­κού παι­δι­κής πορ­νο­γρα­φίας”. Ακό­μη, τα πρό­σω­πα του Διοι­κη­τι­κού Συμ­βου­λίου, που α­πο­δέ­χο­νται τον διο­ρι­σμό τους με εν­θου­σια­σμό, κα­θώς τον α­ντι­με­τω­πί­ζουν ως σπου­δαιο­φα­νή προ­βι­βα­σμό, που ε­ξα­σφα­λί­ζει ά­κο­πα ο­φέ­λη, οι­κο­νο­μι­κά και ε­ξου­σίας. Χω­ρίς υ­περ­βο­λές, αλ­λά με δια­κρι­τό χιού­μο­ρ, πε­ρι­γρά­φε­ται ο δό­λιος τρό­πος κα­τάρ­τι­σης του πε­ρι­βό­η­του Δ.Σ. του “Οργα­νι­σμού”, ώ­στε να ε­πι­τυγ­χά­νε­ται ι­σόρ­ρο­πη εκ­προ­σώ­πη­ση ό­λων των κέ­ντρων ε­ξου­σίας. Οι άν­θρω­ποι των μεν και των δε, το “μά­τι και το χέ­ρι” του Υπουρ­γού, α­κό­μη ο συγ­γε­νής του Υπουρ­γού, τέ­λος, α­πα­ραι­τή­τως, και έ­νας δη­μο­σιο­γρά­φος. Ήδη, α­πό την ε­πο­χή του Σα­κελ­λά­ριου, το­νί­ζε­ται σε κω­μω­δίες και κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ο ρό­λος του Τύ­που. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα, το Γρα­φείο Τύ­που του νο­σο­κο­μείου ή και του οιου­δή­πο­τε Οργα­νι­σμού εί­ναι ε­κεί­νο που θα α­πο­κρύ­ψει τα κα­κώς κεί­με­να, ε­πι­νοώ­ντας και προ­βάλ­λο­ντας φι­λάν­θρω­πες πρά­ξεις, ε­πι­με­λώς σχε­δια­σμέ­νες, ώ­στε το ό­φε­λος να υ­πο­σκε­λί­ζει τη δα­πά­νη.
Ο κορ­μός του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος που εί­ναι το με­σαίο μέ­ρος, με τον τίτ­λο, “συ­νέ­χεια”, χω­ρί­ζε­ται σε έ­ξι ά­τιτ­λα μέ­ρη, στα ο­ποία  ο μο­νό­λο­γος του α­φη­γη­τή, υ­πό μορ­φή α­πο­λο­γίας, φαί­νε­ται να α­πευ­θύ­νε­ται νο­ε­ρά και κα­τά φα­ντα­σία σε δια­φο­ρε­τι­κούς α­πο­δέ­κτες: τον α­να­γνώ­στη, τον πρό­ε­δρο ε­νός δι­κα­στη­ρίου, μια ό­μορ­φη δη­μο­σιο­γρά­φο, τον σπιού­νο, τον αυ­τό­χει­ρα “συμ­βα­σιού­χο” υ­πάλ­λη­λο ή και εις ε­αυ­τόν. Ανα­λό­γως δια­φο­ρο­ποιεί­ται μορ­φι­κά, ώ­στε να αυ­ξο­μειώ­νε­ται η έ­ντα­ση των αι­σθη­μά­των. Ένας μο­νό­λο­γος, που α­πο­βαί­νει κα­θη­λω­τι­κός, με α­σα­φή τα ό­ρια πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και κα­τα­διω­κτι­κής φα­ντα­σίω­σης.
Από κοι­νω­νιο­λο­γι­κής πλευ­ράς, απο­κτά ενδιαφέρον ο ρόλος, στον καιρό της κρίσης,  που ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­δί­δει στις γυ­ναί­κες. Τρεις α­να­κα­τώ­νο­νται στη ζωή του α­φη­γη­τή. Όλες τους συμ­βι­βα­σμέ­νες με τους τρό­πους που δου­λεύουν οι μη­χα­νι­σμοί. Οι δυο εν­σω­μα­τω­μέ­νες, χω­ρίς ε­νο­χές, ού­τε καν μία κρί­ση αυ­το­συ­νει­δη­σίας. Η τρί­τη α­γω­νί­ζε­ται με τα κάλ­λη της να ε­ξα­σφα­λί­σει θέ­ση. “Οι γυ­ναί­κες εί­ναι σαρ­κο­βό­ρα”, α­πο­φαί­νε­ται ο άν­θρω­πος του Υπουρ­γού. Τέ­λος, ο τίτ­λος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, πα­ρα­πέ­μπει στο α­με­ρι­κα­νι­κής έ­μπνευ­σης κά­λε­σμα, “be my hero”, που έ­χει πολ­λές εκ­δο­χές, ζη­τώ­ντας κά­θε φο­ρά τη συ­μπα­ρά­τα­ξη σε κά­ποια ο­ρι­σμέ­νη συλ­λο­γι­κή προ­σπά­θεια. Εδώ, το απευθύνουν στον αφηγητή, ο κα­τό­πιν αυ­τό­χει­ρας, προ­τρέ­πο­ντάς τον να ση­κώ­σει α­νά­στη­μα στις πιέ­σεις του συ­στή­μα­τος, και η πιο “σαρ­κο­βό­ρα” α­πό τις γυ­ναί­κες που τον πε­ρι­βάλ­λουν, σχε­δόν δια­τάσ­σο­ντάς τον να ε­πω­φε­λη­θεί των πε­ρι­στά­σεων. Πα­ραλ­λαγ­μέ­νο το κά­λε­σμα στο γνω­στό, “be your hero”, ται­ριά­ζει με την κα­τα­λη­κτι­κή στρο­φή του μο­νο­λό­γου, ό­που ο α­φη­γη­τής προ­σπα­θεί να γί­νει ο ή­ρωας του ε­αυ­τού του. Αν, ω­στό­σο, ο τίτ­λος συν­δε­θεί με το ε­ξώ­φυλ­λο, α­πο­κτά ει­ρω­νι­κή χροιά. Πρό­κει­ται για τον πί­να­κα του Γιό­ζεφ Μπόις, «Τσό­χι­νο κου­στού­μι», με τα μα­νί­κια δυ­σα­νά­λο­γα μα­κριά. Σαν να πέ­φτει πο­λύς για τον α­φη­γη­τή ο ρό­λος του δη­μό­σιου υ­παλ­λή­λου, του άλ­λο­τε πο­τέ α­πο­κα­λού­με­νου και δη­μό­σιου λει­τουρ­γού. Δεν εκ­συγ­χρο­νί­ζο­νται μό­νο οι άν­θρω­ποι, αλ­λά και τα λε­κτι­κά σχή­μα­τα που τους α­κο­λου­θούν. Μό­νο που ο εκ­συγ­χρο­νι­σμός ο­δη­γεί κά­πο­τε σε καφ­κι­κά α­διέ­ξο­δα, σαν αυ­τά του Συ­μεω­νί­δη.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 30/5/2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια: