Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Το σύνδρομο του καθρέφτη

Κώ­στας Κα­τσου­λά­ρης
«Νυ­χτε­ρι­νό ρεύ­μα»
Εκδό­σεις Πό­λις
Μάρ­τιος 2015  

Η πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση εί­ναι ό­τι οι και­νού­ριες ι­στο­ρίες του Κώ­στα Κα­τσου­λά­ρη, που α­πορ­ρέ­ουν α­πό συγ­γρα­φές της τε­λευ­ταίας ε­ξα­ε­τίας, το­πο­θε­τού­νται στο οι­κείο κλί­μα των προ­η­γού­με­νων πε­ζών του. Πρό­κει­ται και πά­λι για α­θη­ναϊκές ι­στο­ρίες, ό­πως τα έ­ντε­κα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής «Μι­κρός δα­κτύ­λιος». Και ε­δώ,  μία ι­στο­ρία δια­φεύ­γει ε­κτός των ο­ρίων του “μι­κρού δα­κτυ­λίου”, αυ­τήν τη φο­ρά, ό­μως, δεν με­τα­κι­νεί­ται προς τις “μαύ­ρες συ­νοι­κίες” της πό­λης, αλ­λά προς την Πάρ­νη­θα, το “μαύ­ρο βου­νό”, α­φού λαμ­βά­νει χώ­ρα πέ­ντε χρό­νια με­τά το κα­λο­καί­ρι του 2007, με τους ε­κτε­τα­μέ­νους ε­μπρη­σμούς, που ξε­κί­νη­σαν α­πό τα Δερ­βε­νο­χώ­ρια και κα­τέ­φα­γαν τον με­γα­λύ­τε­ρο Εθνι­κό Δρυ­μό του λε­κα­νο­πε­δίου της Αττι­κής. Ωστό­σο, αυ­τές οι τέσ­σε­ρις ι­στο­ρίες, που δεν θα χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν διη­γή­μα­τα αλ­λά ού­τε και νου­βέ­λες, δεν κι­νού­νται ε­πί τα αυ­τά. Αντι­θέ­τως, α­φί­στα­νται αι­σθη­τά των έ­ξι βι­βλίων της 15ε­τίας, 1997-2011. Ο εν­διά­με­σος χρό­νος φαί­νε­ται να λει­τούρ­γη­σε δη­μιουρ­γι­κά. Κα­τά μία ά­πο­ψη, ω­στό­σο, η ε­ντύ­πω­ση δια­φο­ρο­ποίη­σης θα μπο­ρού­σε να καλ­λιερ­γεί­ται α­πό την τρέ­χου­σα κρί­ση, την ο­ποία οι ι­στο­ρίες δεί­χνουν να πα­ρα­κο­λου­θούν ε­πο­πτι­κά α­πό τα ση­μεία κο­ρύ­φω­σής της. Πα­ρό­λα αυ­τά, δεν προ­ε­ξάρ­χει η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση, δη­λα­δή ά­νερ­γοι, ά­στε­γοι και έ­τε­ροι πε­ρι­θω­ρια­κοί των πρό­σφα­των “α­θη­ναϊκών ι­στο­ριώ­ν” άλ­λων συ­νο­μη­λί­κων του και νεό­τε­ρων συγ­γρα­φέων.
Τα χρο­νο­λο­γι­κά ί­χνη των ι­στο­ριών δια­γρά­φουν “την τρο­χιά της δύ­να­μης του κα­κού, α­πε­ριό­ρι­στα ι­σχυ­ρό­τε­ρη α­πό τη δύ­να­μη του κα­λού”. Αυ­τήν την ο­πτι­κή γω­νία την υ­πο­βάλ­λει η συλ­λο­γι­στι­κή ε­νός πα­ρά­ξε­νου ή­ρωα μίας α­πό τις ι­στο­ρίες, ο ο­ποίος πι­στεύει σε έναν υπε­ραισθητό κόσμο θαυμάτων. Η σκέ­ψη του δεί­χνει σαν α­πο­κύη­μα ε­ξημ­μέ­νης φα­ντα­σίας, ω­στό­σο α­πο­κα­θι­στά σχέ­ση αι­τίας αι­τια­τού στα συμ­βά­ντα της κοι­νω­νι­κής έ­κρη­ξης, εκ­φρά­ζο­ντας το λαϊκό αί­σθη­μα, ό­πως αυ­τό εί­χε ε­ξαρ­χής δια­μορ­φω­θεί. Από την καιό­με­νη Ελλά­δα του 2007, φαί­νε­ται να πε­ρά­σα­με σχε­δόν νο­μο­τε­λεια­κά στον Δεκ. του 2008, που καί­γο­νται τα Εξάρ­χεια, και πα­ρο­μοίως, σχε­δόν σαν να ή­ταν προ­κα­θο­ρι­σμέ­νο, να φτά­νου­με στον Μάι. του 2010 και τον Φεβ. του 2012, ό­ταν πυρ­πο­λεί­ται κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη το κέ­ντρο της Αθή­νας, για να κα­τα­λή­ξου­με στη βύ­θι­ση των δυο τε­λευ­ταίων χρό­νων, ό­που διο­γκω­μέ­νη α­νερ­γία και δια­δο­χι­κές πε­ρι­κο­πές α­μοι­βών ε­πέ­κτει­ναν την πτώ­χευ­ση σε ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα, α­να­τρέ­πο­ντας ι­σόρ­ρο­πες κα­τα­στά­σεις και δη­μιουρ­γώ­ντας νέες σχέ­σεις ε­ξάρ­τη­σης.
Η δια­φο­ρο­ποίη­ση, ω­στό­σο, των ι­στο­ριών δεν ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στην κρί­ση. Μπο­ρεί το σκη­νι­κό της κρί­σης να α­πο­τε­λεί έ­ναν πρό­σφο­ρο τρό­πο για τη συ­ναρ­μο­γή των τριών α­πό αυ­τές, ε­κεί­νο, ό­μως, που κυ­ρίως αλ­λά­ζει εί­ναι ο βα­σι­κός χα­ρα­κτή­ρας στο βι­βλίο. Με­τα­βο­λή, έ­στω και ε­λα­φρά, αλ­λά που α­πο­βαί­νει κα­θο­ρι­στι­κή, α­φού η δι­κή του πε­ριο­ρι­σμέ­νη θέ­α­ση προσ­διο­ρί­ζει το πλαί­σιο των συμ­βά­ντων. Αυ­τός ο πρω­το­πρό­σω­πος α­φη­γη­τής στις τρεις ι­στο­ρίες της κρί­σης θα μπο­ρού­σε, με μι­κρές αλ­λα­γές στα ε­πι­μέ­ρους βιο­γρα­φι­κά της κά­θε ι­στο­ρίας, να προ­βάλ­λει ως έ­να πρό­σω­πο. Για­τί ό­χι, το κε­ντρι­κό σε έ­να τέ­ταρ­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Κα­τσου­λά­ρη. Αντι­στι­κτι­κά και ως συ­νέ­χεια στο πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μά του, «Το σύν­δρο­μο της Μαρ­γα­ρί­τας», αυ­τό θα μπο­ρού­σε να τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Το σύν­δρο­μο του κα­θρέ­φτη». Ήδη, α­πό δε­κα­ε­τίας, στο τρί­το του μυ­θι­στό­ρη­μα, «Ο α­ντί­πα­λος», ο κε­ντρι­κός χα­ρα­κτή­ρας βρί­σκε­ται α­ντι­μέ­τω­πος με έ­ναν συ­νο­μι­λη­τή και μέ­σω της αλ­λη­λε­πί­δρα­σής τους προσ­διο­ρί­ζε­ται.
Στις πρό­σφα­τες ι­στο­ρίες, ο α­φη­γη­τής έ­χει και πά­λι α­πέ­να­ντί του έ­ναν Άλλο. Η κου­βέ­ντα τους α­πο­στα­θε­ρο­ποιεί ε­ντός του την τά­ξη των πραγ­μά­των. Αυ­τό το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο φαί­νε­ται να τον α­πο­διορ­γα­νώ­νει, α­νε­ξάρ­τη­τα του πό­σο στε­νή εί­ναι η σχέ­σης τους – έ­νας μπάρ­μαν, ο ε­πι­στή­θιος φί­λος, η ί­δια η μη­τέ­ρα του. Του φαί­νο­νται ξέ­νοι οι κώ­δι­κες συ­μπε­ρι­φο­ράς και συλ­λο­γι­στι­κής, σύμ­φω­να με τους ο­ποίους ε­κεί­νο λει­τουρ­γεί. Η συ­να­να­στρο­φή μα­ζί του δη­μιουρ­γεί υ­πό­γεια “ρεύ­μα­τα”, που θέ­τουν σε αμ­φι­σβή­τη­ση την ει­κό­να για τον ε­αυ­τό του. Στις σκέ­ψεις του νιώ­θει να α­ντα­να­κλά­ται η α­νοί­κεια ο­πτι­κή του Άλλου. Αυ­τό του δη­μιουρ­γεί κα­τά­στα­ση σύγ­χυ­σης, που α­πο­τυ­πώ­νε­ται στις πα­ρελ­θο­ντι­κές συ­νειρ­μι­κές α­να­δρο­μές του. Όσα α­ντι­λαμ­βα­νό­ταν μέ­χρι πρό­τι­νος ως δε­δο­μέ­νες κα­τα­στά­σεις κλο­νί­ζο­νται και οι εκ­δο­χές πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται. Το τέ­λος κά­θε ι­στο­ρίας μέ­νει α­νοι­κτό. Ο α­φη­γη­τής δεν ε­νο­ποιεί τις κομ­μα­τια­σμέ­νες ει­κό­νες και οι ι­στο­ρίες στα­μα­τούν α­πό­το­μα, στη φά­ση της αμ­φι­σβή­τη­σης.
Ο Κα­τσου­λά­ρης δια­κιν­δυ­νεύει μία α­φή­γη­ση στον α­ντί­πο­δα της τρέ­χου­σας α­φη­γη­μα­τι­κής, που ε­πε­ξη­γεί κα­τα­λε­πτώς τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία, δια­σα­φη­νί­ζο­ντας τον κά­θε ει­δι­κό­τε­ρης φύ­σεως ό­ρο, με το φό­βο της πε­ριο­ρι­σμέ­νης α­ντι­λη­πτι­κό­τη­τας του α­να­γνώ­στη. Ενδει­κτι­κό πα­ρά­δειγ­μα συ­νι­στά η πρώ­τη ι­στο­ρία, που ξε­κι­νά­ει, ό­πως το πρώ­το μυ­θι­στό­ρη­μά του, α­πό μπαρ του α­θη­ναϊκού κέ­ντρου, ε­δώ των Εξαρ­χείων, με βά­θος πε­δίου την τρο­μο­κρα­τία. Στην πα­λαιό­τε­ρη ι­στο­ρία, δη­μο­σιευ­μέ­νη το 1998, η α­φή­γη­ση α­φορ­μά­ται α­πό την αμ­φι­λε­γό­με­νη αυ­το­κτο­νία του κα­τα­διω­κό­με­νου α­ναρ­χι­κού Χρι­στό­φο­ρου Μα­ρί­νου. Στην πρό­σφα­τη ι­στο­ρία, υ­πάρ­χουν δυο γρα­φές, με δια­φο­ρε­τι­κό τέ­λος, ό­πως προ­δί­δει και το lapsus στο κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου. Εκεί­νη της πρώ­της γρα­φής, που εί­χε ως φό­ντο τον χρο­νι­κά κο­ντι­νό της Δεκ. του 2008, και τη δεύ­τε­ρη, με κα­τα­ζη­τού­με­νο α­κό­μη τον Χρι­στό­δου­λο Ξη­ρό.
Αν, ω­στό­σο, δεν έ­χεις δια­βά­σει Λού­κυ Λου­κ, ο­πό­τε και δεν γνω­ρί­ζεις τους α­δελ­φούς Ντάλ­τον, ού­τε έ­χεις α­κου­στά τον α­φε­λή κρε­μα­ντα­λά Άβε­ρε­λ, η πε­ρι­γρα­φή του μπάρ­μαν μέ­νει λει­ψή. Δεν γί­νε­ται α­ντι­λη­πτή η ει­ρω­νεία του α­φη­γη­τή γύ­ρω α­πό το πα­ρω­νύ­μιο του μπάρ­μαν, που ξέ­πε­σε α­πό Άβελ σε Άβε­ρελ. Αλλά και χω­ρίς αυ­τά, η σκια­γρά­φη­ση της νοο­τρο­πίας του Ασφα­λί­τη και ε­κεί­νου της Αντι­τρο­μο­κρα­τι­κής, ό­πως και οι πε­ρι­γρα­φές του μη­χα­νι­στι­κού τρό­που, που αυ­τές οι Υπη­ρε­σίες προ­γραμ­μα­τί­ζουν τη δρά­ση τους, και του φαύ­λου κύ­κλου, στον ο­ποίο κι­νού­νται α­να­ζη­τώ­ντας ί­χνη και έ­νο­χους, συν­θέ­τουν μία χιου­μο­ρι­στι­κή δια­κω­μώ­δη­ση χω­ρίς σκω­πτι­κές υ­περ­βο­λές. Όπου προ­βάλ­λει και η αμ­φί­ση­μη σχέ­ση διώ­κτη και διω­κό­με­νου. Πα­ράλ­λη­λα, προ­στί­θε­ται το προ­φίλ ε­νός α­κό­μη μπα­ρό­βιου και της ι­διαί­τε­ρης σχέ­σης, που α­να­πτύσ­σει με τον χώ­ρο. Θέ­μα που α­πα­ντά­ται συ­χνά σε α­στυ­νο­μι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και γε­νι­κό­τε­ρα, ι­στο­ρίες κα­τα­σκο­πείας α­με­ρι­κα­νι­κής κο­πής.
Πε­ρισ­σό­τε­ρο κρυ­πτι­κή η δεύ­τε­ρη ι­στο­ρία της κρί­σης, πα­ρά τον συ­γκε­κρι­μέ­νο χα­ρα­κτή­ρα του τίτ­λου της, «Νε­κρός σκύ­λος τα με­σά­νυ­χτα». Αυ­τός, μα­ζί με το χρο­νο­γρα­φι­κού τύ­που σκη­νι­κό, με το ο­ποίο α­νοί­γει η ι­στο­ρία, προ­δια­θέ­τουν για μία α­φή­γη­ση ε­ξω­στρε­φούς διά­θε­σης, το­πο­θε­τη­μέ­νη στο ρε­α­λι­στι­κό πλαί­σιο της α­πο­διορ­γα­νω­μέ­νης Αθή­νας τη νύ­χτα της 12ης Φεβ. 2012, ό­ταν οι φλό­γες κα­τά­πι­ναν τους κι­νη­μα­το­γρά­φους Αττι­κόν και Απόλ­λων. Ανα­τρέ­πο­ντας τις ό­ποιες προσ­δο­κίες, η ι­στο­ρία κι­νεί­ται σε έ­ναν ι­δε­ο­λο­γι­κό χώ­ρο μάλ­λον δια­νο­η­τι­κό. Για την ει­κό­να της κα­μέ­νης Πάρ­νη­θας, ό­που βρί­σκε­ται το αυ­το­σχέ­διο­νε­κρο­τα­φείο σκύ­λων, η ο­ποία α­πο­τε­λεί το κυ­ρίως σκη­νι­κό, ο Κα­τσου­λά­ρης δα­νεί­ζε­ται την ε­φιαλ­τι­κή α­τμό­σφαι­ρα της ται­νίας «Χα­μέ­νη λεω­φό­ρος» του Ντέ­η­βι­ντ Λι­ντς, ε­παυ­ξά­νο­ντάς την με γη­γε­νή στοι­χεία, που φέρ­νουν προς κλί­μα θρί­λερ. Ωστό­σο, η α­φή­γη­ση ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στον α­φη­γη­τή, τον φί­λο του και την κου­βέ­ντα τους, κα­θ’ ο­δό και στο Κα­τα­φύ­γιο. Προ­φα­νώς και οι δυο α­νή­κουν σε ε­κεί­νους που το­πο­θε­τούν “στην κλί­μα­κα ζωής” τον σκύ­λο στην ί­δια θέ­ση με τον άν­θρω­πο, ει­δάλ­λως δεν θα έ­παιρ­ναν μία τέ­τοια νύ­χτα τα βου­νά για να θά­ψουν έ­ναν σκύ­λο. Ο α­φη­γη­τής εί­ναι έ­νας α­πό τους πο­λυ­πλη­θείς, σή­με­ρα πλέ­ον, Αθη­ναίους κυ­νο­τρό­φους. Εί­χε παι­διό­θεν τον σκύ­λο ως πα­ρη­γο­ρη­τι­κή συ­ντρο­φιά. Ένα τέ­λος στις “σκυ­λο­σχέ­σεις” του έ­βα­λε μό­νο ό­ταν α­πο­φά­σι­σε να γί­νει πα­τέ­ρας.
Πραγ­μα­τι­στής, πα­ρα­δέ­χε­ται πως “δεν θα έ­δι­νε τη ζωή του για τη ζωή ε­νός άλ­λού”. Ωστό­σο, τον κλο­νί­ζει ο ι­δε­α­λι­σμός του φί­λου του, που βά­ζει “στην κλί­μα­κα ζωής” τον άν­θρω­πο στο ίδιο ύψος, όχι μόνο με σύμπαντα τα ζώα, μέ­χρι και τους τερ­μί­τες, αλ­λά και “τα φυ­τά και τα δέ­ντρα”. Εκεί­νος πι­στεύει στη “μυ­στι­κή ζωή των φυ­τώ­ν” και στο φυ­τώ­ριό του, α­ντί λι­πα­σμά­των, δο­κι­μά­ζει για την ευ­δο­κί­μη­σή τους δια­φο­ρε­τι­κά εί­δη μου­σι­κής. Τόσο πολυμαθής που περιγράφεται, μπορεί και να εί­χε δια­βά­σει το δο­κί­μιο «Η με­τα­μόρ­φω­ση των φυ­τών», που ο Γκαί­τε συ­νέ­γρα­ψε, στο “τα­ξί­δι του στην Ιτα­λία”, με­τά την ε­πί­σκε­ψή του στον Βο­τα­νι­κό κή­πο της Πά­ντο­βα. Ο συγ­γρα­φέ­ας πλά­θει έ­ναν ή­ρωα με μα­θη­μα­τι­κό μυα­λό, που, με­τά την αυ­το­κτο­νία του πα­τέ­ρα του, τό­τε α­κό­μη έ­φη­βος, στρέ­φε­ται στην πα­ρα­ψυ­χο­λο­γία. Κα­τα­τρύ­χε­ται α­πό την ι­δέα, ό­τι ο πα­τρι­κός αυ­το­χει­ρια­σμός ή­ταν πρά­ξη θυ­σίας για το δι­κό του κα­λό. Αυ­τό τον ω­θεί σε προ­σπά­θεια υ­περ­κό­σμιας ε­πι­κοι­νω­νίας μα­ζί του, με δίαυ­λο τα η­λεκ­τρο­μα­γνη­τι­κά ρεύ­μα­τα των δέ­ντρων. Το τι μπο­ρεί να συ­νέ­βη ε­κεί­νη τη νύ­χτα  στην Πάρ­νη­θα δεν το μα­θαί­νει πο­τέ ο α­φη­γη­τής, κα­θώς ο συγ­γρα­φέ­ας δεν δια­κιν­δυ­νεύει κά­ποια ει­κο­το­λο­γι­κή φα­ντα­σίω­ση. Αντ’ αυ­τού, σαν α­ντα­νά­κλα­ση της σχέ­σης ε­κεί­νου με τον θα­νό­ντα, δί­νο­νται συ­μπα­ντι­κές δια­στά­σεις στην προ­σκόλ­λη­ση του α­φη­γη­τή στο νε­ο­γνό του. Αυ­τό το κα­τα­λη­κτι­κό στρογ­γύ­λε­μα, ό­που γί­νε­ται λό­γος για “έ­να συ­νε­κτι­κό σύ­μπαν λου­σμέ­νο στο νό­η­μα”, μάλ­λον α­δι­κεί την ι­στο­ρία, που θα ε­πι­δε­χό­ταν πε­ραι­τέ­ρω ά­πλω­μα.
Η τρί­τη ι­στο­ρία εί­ναι η ο­μό­τιτ­λη του βι­βλίου, ω­στό­σο δεν λαμ­βά­νει χώ­ρα νύ­χτα. Ο τίτ­λος, κά­πως α­πο­μυ­θο­ποιη­τι­κά, προσ­διο­ρί­ζε­ται ό­τι α­να­φέ­ρε­ται στο φτη­νό­τε­ρο τι­μο­λό­γιο της ΔΕ­Η για το “νυ­κτε­ρι­νό ρεύ­μα”. Αυ­τό πε­ρι­μέ­νει η χή­ρα μη­τέ­ρα του α­φη­γη­τή για να χρη­σι­μο­ποιή­σει το πλυ­ντή­ριο πιά­των. Εί­ναι η μό­νη ι­στο­ρία, στην ο­ποία μνη­μο­νεύε­ται η οι­κο­νο­μι­κή δυσ­πρα­γία. Αν και πα­ρα­μέ­νει ε­που­σιώ­δης, κα­θώς το θέ­μα της ι­στο­ρίας εί­ναι η σχέ­ση γιου-μη­τέ­ρας και οι αμ­φί­θυ­μες δια­κυ­μάν­σεις της. Ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­δει­κνύε­ται κα­λός πα­ρα­τη­ρη­τής των αν­θρώ­πι­νων με τις ψη­φί­δες που συ­γκε­ντρώ­νει, ε­στιά­ζο­ντας σε κι­νή­σεις, κου­βέ­ντες, α­κό­μη νεύ­μα­τα ή και σιω­πές. Έτσι α­να­δει­κνύο­νται, στις ε­κα­τέ­ρω­θεν συ­μπε­ρι­φο­ρές, τε­χνά­σμα­τα και υ­πο­κρι­τι­κές στά­σεις, λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­νει­δη­τές. Από τα κα­λύ­τε­ρα πρό­σφα­τα διη­γή­μα­τα γύ­ρω α­πό τη σχέ­ση γιου με υ­πε­ρή­λι­κα μη­τέ­ρα, εί­ναι ε­κεί­να του Τά­σου Κα­λού­τσα. Όπως το «Η ω­ραιό­τε­ρη μέ­ρα της», που εί­ναι το ο­μό­τιτ­λο της τε­λευ­ταίας εν­δια­φέ­ρου­σας συλ­λο­γής του. Εκεί, η μη­τέ­ρα συ­νι­στά το ε­ξαρ­τη­μέ­νο μέ­λος του ζεύ­γους. Από αυ­τήν την ά­πο­ψη, η ι­στο­ρία του Κα­τσου­λά­ρη λει­τουρ­γεί συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά, α­φού η κρί­ση φέρ­νει τη συ­ντα­ξιού­χο σε πλε­ο­νε­κτι­κό­τε­ρη θέ­ση α­πέ­να­ντι στον ά­νερ­γο γιο.
Δια­χω­ρί­ζου­με την δεύ­τε­ρη ι­στο­ρία, κα­θώς δεν το­πο­θε­τεί­ται στο θε­μα­τι­κό τό­ξο της κρί­σης. Τη συ­στέ­γα­ση, ω­στό­σο, δι­καιο­λο­γεί το γε­γο­νός ό­τι κι αυ­τή ε­κτυ­λίσ­σε­ται νύ­χτα, σε μπαρ του α­θη­ναϊκού κέ­ντρου. Το κε­ντρι­κό πρό­σω­πο, πά­ντως, αυ­τή τη φο­ρά γυ­ναί­κα, εί­ναι “ά­νερ­γη και ά­φρα­γκη”. Πρό­κει­ται για Θεσ­σα­λο­νι­κιά, εκ­κο­λα­πτό­με­νη συγ­γρα­φέα, που βρί­σκε­ται στην Αθή­να για την πα­ρου­σία­ση του πρώ­του της βι­βλίου, μία συλ­λο­γή διη­γη­μά­των α­πό Αθη­ναίο εκ­δό­τη. Στο μπαρ κά­θε­ται “πα­ρέα με κά­ποιον που θα μπο­ρού­σε να εί­ναι πα­τέ­ρας της”. Ο σκο­πός, ω­στό­σο, δεν εί­ναι πο­νη­ρός αλ­λά ιε­ρός. Εκεί­νη τον ο­ρί­ζει ως συγ­γρα­φι­κή έ­ρευ­να για το θέ­μα της, που εί­ναι οι άν­θρω­ποι. Γι’ αυ­τό και α­κούει υ­πο­μο­νε­τι­κά τον με­σή­λι­κα συ­νο­δό της, πα­ντρε­μέ­νο με τρία τέ­κνα, να της α­φη­γεί­ται μια ι­στο­ρία α­πι­στίας, την ο­ποία και κα­τα­γρά­φει, διαν­θι­σμέ­νη με ό­σα πι­πε­ρά­τα η ί­δια δια­λο­γί­ζε­ται. Στην ι­στο­ρία του θα ταί­ρια­ζε ως τίτ­λος το μό­το του προ­η­γού­με­νου βι­βλίου του Κα­τσου­λά­ρη, της νου­βέ­λας, «Ο ά­ντρας που α­γα­πού­σε τη γυ­ναί­κα μου»: “Χρειά­ζο­νται τρεις για να γί­νει έ­να παι­δί”. Μό­νο που ε­δώ, αυ­τό το δά­νειο α­πό τον Έντουαρ­ντ Έστλιν Κά­μιν­γκς θα σή­μαι­νε πολ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρα. 
Η ι­στο­ρία συγ­γε­νεύει με τη νου­βέ­λα, ό­χι μό­νο θε­μα­τι­κά, αλ­λά και ως προς τη θυ­μι­κή διά­θε­ση. Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, ο α­φη­γη­τής αυ­το­σαρ­κά­ζε­ται και ει­ρω­νεύε­ται. Στην πρό­σφα­τη ι­στο­ρία, το α­πο­τέ­λε­σμα εί­ναι μία α­νά­λα­φρη ό­σο και ε­πί­και­ρη σά­τι­ρα των σε­ξουα­λι­κών σχέ­σεων, μέ­σα στο συ­γκε­χυ­μέ­νο το­πίο, που έ­χουν δια­μορ­φώ­σει οι αμ­φί­ση­μες ή και πο­λυ­δύ­να­μες νεό­κο­πες φυ­λε­τι­κές ταυ­τό­τη­τες. Σε α­ντί­θε­ση με την κυ­ρίαρ­χη τά­ση των νεό­τε­ρων, ο Κα­τσου­λά­ρης δια­τη­ρεί τους πλά­γιους υ­παι­νι­κτι­κούς τρό­πους των η­λι­κια­κά με­γα­λύ­τε­ρών του συγ­γρα­φέων. Αυ­τό α­πο­βαί­νει ση­μα­ντι­κό, σε μία ε­πο­χή που ο λό­γος της προ­βαλ­λό­με­νης α­πό τον Τύ­πο λο­γο­τε­χνίας κραυ­γά­ζει.

 Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/5/2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια: