Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Τα ορφανά του Τσαουσέσκου

Άκης Πα­πα­ντώ­νης
«Κα­ρυό­τυ­πος»
Εκδό­σεις Κί­χλη
Νοέ. 2014


Εδώ και μια πε­ντα­ε­τία, ί­σως και πα­ρα­πά­νω, ό­ταν οι μεν φω­νά­ζουν στις πο­ρείες το σύν­θη­μα “Εί­μα­στε ό­λοι με­τα­νά­στες” ή το γρά­φουν στους τοί­χους, οι άλ­λοι τους α­πο­κα­λούν “τα ορ­φα­νά του Τσα­ου­σέ­σκου”, ξε­θά­βο­ντας τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό α­πό το χρο­νο­ντού­λα­πο της Ιστο­ρίας, ό­πως λέ­γα­νε πα­λαιό­τε­ρα. Αν και το 2014, με τη συ­μπλή­ρω­ση 25 χρό­νων, Ευ­ρω­παίοι και Αμε­ρι­κα­νοί ξα­να­θυ­μή­θη­καν την ε­κτέ­λε­ση του ζεύ­γους Τσα­ου­σέ­σκου, α­νή­με­ρα Χρι­στού­γεν­να του 1989, που μα­γνη­το­σκο­πη­μέ­νη έ­κα­νε τον γύ­ρο του κό­σμου. Και τα με­θεόρ­τια,  με τα φώ­τα της ε­πι­και­ρό­τη­τας στα­θε­ρά στραμ­μέ­να στο Βου­κου­ρέ­στι, ό­ταν τα ΜΜΕ ει­σχω­ρού­σαν στα κοι­νω­φε­λή Ιδρύ­μα­τα, ό­που στε­γα­ζό­ταν ο υ­περ­πλη­θυ­σμός παι­διών, ορ­φα­νών και μη, που εί­χε προ­κύ­ψει κα­τά τη δια­κυ­βέρ­νη­ση του Νι­κο­λάε Τσα­ου­σέ­σκου. Τό­τε η διε­θνής κοι­νή γνώ­μη πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε για το φι­λό­δο­ξο πρό­γραμ­μα “δη­μο­γρα­φι­κής α­να­γέν­νη­σης”, που εί­χε α­να­λά­βει προ­σω­πι­κά με­τά το 1980 η σύ­ζυ­γός του, η χη­μι­κός Έλε­να Πε­τρέ­σκου. Αντι­κρί­ζο­ντας ο Δυ­τι­κός Κό­σμος στους τη­λε­ο­πτι­κούς δέ­κτες τις ει­κό­νες των παι­διών, εκ­δη­λώ­θη­κε πρώ­τα έ­να κύ­μα α­πο­στο­λής αν­θρω­πι­στι­κής βοή­θειας και στη συ­νέ­χεια, υιο­θε­σιών. Χά­ρις, λοι­πόν, στα συν­θή­μα­τα των δυο πλευ­ρών, των μεν που συλ­λή­βδην α­πο­κα­λού­νται “α­ρι­στε­ρά” α­πό τους δε, που αυ­το­α­πο­κα­λού­νται “Έλλη­νες ε­θνι­κι­στές”, πρω­τά­κου­σαν για “τα ορ­φα­νά του Τσα­ου­σέ­σκου” και οι νεό­τε­ροι, οι ο­μή­λι­κοι των ορ­φα­νών, που γεν­νή­θη­καν στην Αθή­να της Με­τα­πο­λί­τευ­σης. Αν και κά­ποιοι, ό­πως τα παι­διά “των ορ­φα­νών του Τσα­ου­σέ­σκου”, εί­χαν μά­θει την ι­στο­ρία  εξ α­πα­λών ο­νύ­χων, μα­ζί με το “Εί­μα­στε ό­λοι με­τα­νά­στες”, ό­ταν α­κό­μη τα “κα­ρα­βά­νια” α­πό Βορ­ρά ή­ταν με­τρη­μέ­να και τα θα­λασ­σι­νά “πε­ρά­σμα­τα” δεν εί­χαν ξε­κι­νή­σει.
Σε αυ­τήν την ο­μά­δα, α­νή­κει, του­λά­χι­στον η­λι­κια­κά, ο Άκης Πα­πα­ντώ­νης, ο ο­ποίος, στις θε­μα­τι­κές ε­πι­λο­γές των πε­ζών του, περ­νά­ει α­πό το έ­να σύν­θη­μα στο άλ­λο. Γεν­νη­μέ­νος το 1978, έ­κα­νε την πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση στον δεύ­τε­ρο δια­γω­νι­σμό διη­γή­μα­τος, «HOTEL-Ένοι­κοι γρα­φής», του 2007, με θέ­μα το “Εί­μα­στε ό­λοι με­τα­νά­στες”. Ίσως δεν εί­ναι τυ­χαίο, ό­τι στον συ­γκε­κρι­μέ­νο θε­μα­τι­κό δια­γω­νι­σμό, και ό­χι στον προ­η­γού­με­νο ή τον ε­πό­με­νο, δια­κρί­θη­καν ο Χρί­στος Κυ­θρεώ­της, που εί­χε α­πο­σπά­σει το βρα­βείο, και οι Γιάν­νης Τσίρ­μπας, Ιά­κω­βος Ανυ­φα­ντά­κης. Γεν­νη­μέ­νοι και οι τέσ­σε­ρις την πε­ρίο­δο 1976-1983, δι­πλω­μα­τού­χοι πα­νε­πι­στη­μια­κών σχο­λών, με με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές, ό­που οι δυο α­κο­λού­θη­σαν πα­νε­πι­στη­μια­κή στα­διο­δρο­μία, ο Πα­πα­ντώ­νης ε­κτός Ελλά­δος, σή­με­ρα  ε­πί­κου­ρος κα­θη­γη­τής. Πα­ράλ­λη­λα, και οι τέσ­σε­ρις εμ­φα­νί­ζο­νται ως κρι­τι­κοί βι­βλίου.
Εξέ­δω­σαν το πρώ­το τους βι­βλίο, τρεις νου­βέ­λες και μία συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, τη διε­τία 2013-14, και έ­τυ­χαν θερ­μής κρι­τι­κής υ­πο­δο­χής. Οι δυο ε­πα­νήλ­θαν στο ί­διο θέ­μα. Ο Τσίρ­μπας με τη νου­βέ­λα του, «Η Βι­κτώ­ρια δεν υ­πάρ­χει» και ο Πα­πα­ντώ­νης, με διή­γη­μα. Επέ­λε­ξε τους με­τα­νά­στες ως θέ­μα για τη συμ­με­το­χή του στον δια­γω­νι­σμό «Λό­γω Τέ­χνης», στον ο­ποίο δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται το θέ­μα, αλ­λά α­ντ’ αυ­τού, ο­ρί­ζε­ται μία μι­κρή ο­μά­δα λέ­ξεων, οι ο­ποίες θα πρέ­πει να εμ­φα­νί­ζο­νται στα διη­γή­μα­τα. Στον τρί­το δια­γω­νι­σμό, του 2012, με το «Φω­νές με λέ­πια», α­πέ­σπα­σε το Τρί­το Βρα­βείο, ε­νώ ο Τσίρ­μπας, με το «Θερ­μο­κοι­τί­δα», δια­κρί­θη­κε με τον Τρί­το Έπαι­νο.
Η α­πο­ρία που μας γέν­νη­σε η τρί­τη νου­βέ­λα της ο­μά­δας των πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νων, η ε­φε­τι­νή του Πα­πα­ντώ­νη, εί­ναι το για­τί ε­πι­λέ­γει μία τό­σο ει­δι­κή πε­ρί­πτω­ση, ό­πως “τα ορ­φα­νά του Τσα­ου­σέ­σκου”. Για το θέ­μα του, που εί­ναι το βά­ρος των πρώ­των βιω­μά­των στη δια­μόρ­φω­ση του χα­ρα­κτή­ρα, θα μπο­ρού­σε να αρ­κε­στεί σε πιο κοι­νές πε­ρι­πτώ­σεις, ό­πως τα παι­διά των Ιδρυ­μά­των, του πρώην Ανα­το­λι­κού Μπλοκ αλ­λά και του Δυ­τι­κού Κό­σμου, α­κό­μη και τους τρό­φι­μους των γη­γε­νών Ιδρυ­μά­των. Αν, μά­λι­στα, υιο­θε­τή­σου­με τις α­πό­ψεις της Ελβε­τί­δας ψυ­χα­να­λύ­τριας Άλις Μίλ­λερ («Η α­πα­γο­ρευ­μέ­νη γνώ­ση»), δεν χρειά­ζε­ται καν τρό­φι­μος Ιδρύ­μα­τος, κα­θώς η κα­κο­ποίη­ση και “ο α­κρω­τη­ρια­σμός της ψυ­χής” συ­χνά συμ­βαί­νουν μέ­σα στην ί­δια την οι­κο­γέ­νεια. Άλλω­στε, ο ί­διος, στο διή­γη­μα, «Το πο­λύ σύ­ντο­μο τα­ξί­δι του κ. Ρ», που γρά­φει με­τά τη νου­βέ­λα, με κά­ποια δά­νεια α­πό αυ­τήν μα­ζί με δι­κά του σχό­λια α­πό την πα­ρου­σία­σή της στον Τύ­πο, πλά­θει έ­ναν ή­ρωα, με πα­ρό­μοια ψυ­χο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα, αλ­λά προ­ερ­χό­με­νο α­πό μια τυ­πι­κή οι­κο­γέ­νεια. Εκεί, η μό­νη έν­δει­ξη της δύ­σκο­λης εν­δοοι­κο­γε­νεια­κής συ­νύ­παρ­ξης εί­ναι το ό­τι κό­βει τον ομ­φά­λιο λώ­ρο και ε­γκα­τα­λεί­πει την οι­κο­γε­νεια­κή ε­στία α­μέ­σως με­τά το θά­να­το της μη­τέ­ρας του. Πα­ρα­μέ­νει, πά­ντως, ως κοι­νό στοι­χείο, ο α­φη­γη­μα­τι­κός τρό­πος, συμ­βάλ­λο­ντας στη διά­κρι­ση α­πό το αγ­γλι­κό πε­ριο­δι­κό, «OpenPen».
Όπως, ό­μως, έ­δει­ξε ο Πα­πα­ντώ­νης ή­δη α­πό το πρώ­το του διή­γη­μα, το «Αλμυ­ρά μου­στά­κια», α­νή­κει στην ο­μά­δα των συγ­γρα­φέων, που θη­ρεύει το ε­ξαι­ρε­τι­κό. Στα δέ­κα διη­γή­μα­τα του το­μι­δίου, «Εί­μα­στε ό­λοι με­τα­νά­στες», μό­νο αυ­τός δεν αρ­κέ­στη­κε σε έ­ναν συ­νή­θη α­φη­γη­τή, αλ­λά προ­τί­μη­σε σκε­πτό­με­νο σκύ­λο-α­φη­γη­τή. Αντι­στοί­χως, στη νου­βέ­λα, έ­χει ε­πι­τύ­χει να ξε­φύ­γει α­πό τα πλαί­σια του συ­νη­θι­σμέ­νου, με την ε­πι­λο­γή ως κε­ντρι­κού προ­σώ­που ε­νός βιο­λό­γου, που βρί­σκε­ται στην Οξφόρ­δη, ως μέ­λος ε­ρευ­νη­τι­κού προ­γράμ­μα­τος για τις ε­πι­πτώ­σεις, που έ­χει η α­πο­μά­κρυν­ση του νε­ο­γνού πο­ντι­κιού α­πό τη γεν­νή­το­ρα στη συ­μπε­ρι­φο­ρά του. Κι­νού­με­νος ο ή­ρωάς του στον διε­πι­στη­μο­νι­κό χώ­ρο μο­ρια­κής βιο­λο­γίας και βιο­ψυ­χο­λο­γίας, με­τα­φέ­ρει τα ό­ποια πει­ρα­μα­τι­κά α­πο­τε­λέ­σμα­τα στα ε­πα­κό­λου­θα των παι­δι­κών τραυ­μά­των. Όπου το εν­δια­φέ­ρον του δεν εί­ναι α­μι­γώς ε­πι­στη­μο­νι­κό, ού­τε ορ­μά­ται α­πό κοι­νω­νι­κή ευαι­σθη­σία, αλ­λά ε­γωι­στι­κό, κε­ντρω­μέ­νο στη δι­κή του πε­ρί­πτω­ση. Ο Πα­πα­ντώ­νης ε­στιά­ζει στην ψυ­χο­γρά­φη­ση ε­νός υιο­θε­τη­μέ­νου παι­διού, που α­πέ­κτη­σε αρ­γά, γύ­ρω στα δέ­κα, θε­τή οι­κο­γέ­νεια, με α­πο­τέ­λε­σμα να συ­γκρα­τεί μνή­μες α­πό την προ­η­γού­με­νη ζωή του. Μό­νο που δεν αρ­κεί­ται σε αυ­τό, αλ­λά ε­στιά­ζει στην ε­ξαι­ρε­τι­κή πε­ρί­πτω­ση ε­νός παι­διού προ­ερ­χό­με­νου α­πό “τα ορ­φα­νο­τρο­φεία του Τσα­ου­σέ­σκου”.
Κα­τά μία ά­πο­ψη, αυ­τός εί­ναι έ­νας τρό­πος να προσ­δώ­σει κά­ποιο ι­στο­ρι­κό βά­θος στο θέ­μα του. Κα­τά τη δι­κή μας, αυ­τή η ε­πι­λο­γή κα­θι­στά μια πρω­τό­τυ­πη νου­βέ­λα υ­παρ­ξια­κού χα­ρα­κτή­ρα και ελ­λει­πτι­κής γρα­φής, γρι­φώ­δη. Από την πλευ­ρά της κρι­τι­κής υ­πο­δο­χής, πά­ντως, ε­ξα­σφα­λί­ζει στο βι­βλίο ε­κτε­νή ε­γκω­μια­στι­κά δη­μο­σιεύ­μα­τα. Ταυ­τό­χρο­να, ό­μως, εκ­τρέ­πει το σχο­λια­σμό “στο δρά­μα των ορ­φα­νών του Τσα­ου­σέ­σκου”. Το πα­ρά­δο­ξο με τις συ­γκε­κρι­μέ­νες κρι­τι­κές, αλ­λά και σχε­τι­κά άρ­θρα ή α­ναρ­τή­σεις σε η­λεκ­τρο­νι­κά πε­ριο­δι­κά, εί­ναι η μο­νο­με­ρής α­να­φο­ρά στα προ ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τίας γε­γο­νό­τα στη Ρου­μα­νία, πα­ρό­λο που αν­τλούν πλη­ρο­φό­ρη­ση α­πό την πρό­σφα­τη αρ­θρο­γρα­φία του αγ­γλι­κού και α­με­ρι­κα­νι­κού Τύ­που, ό­πως η λον­δρέ­ζι­κη «Guardian» ή το νε­οϋορ­κέ­ζι­κο πε­ριο­δι­κό «New Republic», ό­που το χτες μνη­μο­νεύε­ται σε σύ­γκρι­ση με το σή­με­ρα. Με α­φορ­μή και τις πρό­σφα­τες ε­κλο­γές στη Ρου­μα­νία, γί­νε­ται ε­κτε­νής α­να­φο­ρά στη ση­με­ρι­νή κα­τά­στα­ση της χώ­ρας. Αν το 1989, με το “baby boom” ε­πί Τσα­ου­σέ­σκου, τα παι­διά των Ιδρυ­μά­των έ­φτα­ναν τα 100.000, σή­με­ρα, πα­ρά τη με­γά­λη συρ­ρί­κνω­ση του πλη­θυ­σμού, υ­περ­βαί­νουν τις 60.000. Αλλά και τα ε­κτός Ιδρυ­μά­των παι­διά, λό­γω της ε­κτε­τα­μέ­νης οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης, ή­δη α­πό βρε­φι­κής η­λι­κίας, α­ντι­με­τω­πί­ζουν ά­κρως δυ­σμε­νείς συν­θή­κες. Σύμ­φω­να με την «Guardian», δη­μο­σκό­πη­ση του πα­ντα­χού πα­ρό­ντος Ιδρύ­μα­τος Σό­ρος έ­δει­ξε, πως πο­σο­στό με­γα­λύ­τε­ρο του ε­νός τρί­του των γεν­νη­θέ­ντων με­τά το 1989 πι­στεύει ό­τι η ζωή ε­πί κο­μου­νι­στι­κού κα­θε­στώ­τος ή­ταν κα­λύ­τε­ρη. Όσο για τους α­με­ρι­κα­νούς ε­πι­στή­μο­νες, με βά­ση τα δε­δο­μέ­να για “τα ορ­φα­νά του Τσα­ου­σέ­σκου”, στρέ­φο­νται στα δι­κά τους παι­διά. Ανα­κα­λύ­πτουν πό­σο ε­πι­σφα­λείς εί­ναι οι συν­θή­κες στους βρε­φι­κούς τους σταθ­μούς, πό­σο με­γά­λος εί­ναι ο α­ριθ­μός των ά­γα­μων γυ­ναι­κών που α­δυ­να­τούν να φρο­ντί­σουν έ­στω και στοι­χειω­δώς τα βρέ­φη τους, ή α­κό­μη, πό­σο πο­λυ­πλη­θείς  εί­ναι οι αλ­κοο­λι­κοί και γε­νι­κώς βίαιοι γο­νείς.
Οσο α­φο­ρά τον Πα­πα­ντώ­νη, ε­πι­λέ­γει ως κε­ντρι­κό πρό­σω­πο έ­να ορ­φα­νό του Τσα­ου­σέ­σκου, αλ­λά δεν βα­ραί­νει την α­φή­γη­ση με “το δρά­μα των ορ­φα­νών του Τσα­ου­σέ­σκου”. Αν κα­τα­λή­γει σε μια αι­νιγ­μα­τι­κή για το ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό α­φή­γη­ση, σε αυ­τό συμ­βάλ­λει ο πλά­γιος τρό­πος που α­πο­κα­λύ­πτε­ται η ρου­μα­νι­κή ταυ­τό­τη­τα του ή­ρωά του. Εκεί­νος θυ­μά­ται “έ­να πα­λιό ρου­μά­νι­κο έ­θι­μο”, μια “ερ­γα­τι­κή πο­λυ­κα­τοι­κία του πρώην Ανα­το­λι­κού Μπλο­κ”, τον Μπα­χλούι, το Ιά­σιο, ε­νώ, “στο μυα­λό του πη­γαι­νοέρ­χε­ται η λέ­ξη Τσα­ου­σέ­σκου”, “τα ορ­φα­νο­τρο­φεία του Τσα­ου­σέ­σκου”, “τα πο­ντί­κια του Τσα­ου­σέ­σκου”, η Έλε­να Τσα­ου­σέ­σκου, και ο α­ριθ­μός 770/1966. Αυ­τά βρί­σκο­νται φαι­νο­με­νι­κά σκόρ­πια στην α­φή­γη­ση. Στην ου­σία, εί­ναι ε­πι­με­λώς το­πο­θε­τη­μέ­να σε έ­να προ­σε­κτι­κά δο­μη­μέ­νο πε­ζό. Πα­ρό­λα αυ­τά, ποιος γνω­ρί­ζει ό­τι ο Μπα­χλούι, εί­ναι ο α­πο­δι­δό­με­νος ελ­λη­νι­στί Μπα­λούι, πα­ρα­πό­τα­μος του Πρού­θου, που δια­σχί­ζει το Ιά­σιο. Ή, πως ο κω­δι­κός α­ριθ­μός α­να­φέ­ρε­ται στο Ψή­φι­σμα 770 του 1966, που υ­πέ­γρα­ψε ο Τσα­ου­σέ­σκου για να αυ­ξή­σει τον πλη­θυ­σμό της χώ­ρας και το ο­ποίο α­πα­γό­ρευε α­ντι­σύλ­λη­ψη και έκ­τρω­ση σε γυ­ναί­κες κά­τω των σα­ρά­ντα ε­τών με λι­γό­τε­ρα α­πό τέσ­σε­ρα παι­διά.
Λό­γω των σπου­δών μο­ρια­κής βιο­λο­γίας του Πα­πα­ντώ­νη και του κα­τ’ ει­κό­να και ο­μοίω­ση ή­ρωά του, του­λά­χι­στον ως προς τα γνω­στά βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του συγ­γρα­φέα,  στη νου­βέ­λα πολ­λοί θα σκο­ντά­ψουν σε ά­γνω­στες λέ­ξεις, ξε­κι­νώ­ντας α­πό τον τίτ­λο. Για τον ο­ποίο, ό­μως, έ­χει προ­βλε­φθεί ο ο­ρι­σμός του στο ο­πι­σθό­φυλ­λο. Για τα υ­πό­λοι­πα, ας μην λη­σμο­νού­με, ό­τι η ε­πι­στη­μο­νι­κή ο­ρο­λο­γία πο­ρεύ­τη­κε με δά­νεια α­πό την ελ­λη­νι­κή, με α­πο­τέ­λε­σμα, η ελ­λη­νι­κή α­ντί­στοι­χη ο­ρο­λο­γία, που προέ­κυ­ψε εκ των υ­στέ­ρων,  να έ­χει πλημ­μυ­ρί­σει α­ντι­δά­νεια. Η νου­βέ­λα συν­δυά­ζει, ό­πως και τα διη­γή­μα­τά του, δυο εί­δη λό­γων. Το κυ­ρίως σώ­μα α­πο­τε­λεί­ται α­πό 27 κε­φά­λαια, τα 22 σε κα­νο­νι­κή α­ρίθ­μη­ση, δυο έν­θε­τα που τιτ­λο­φο­ρού­νται “Ιντερ­μέ­δια” και τρία πρό­σθε­τα, με τίτ­λους, τα δυο φυ­λε­τι­κά χρω­μο­σώ­μα­τα (“Χ”,  “Ψ”) και το κα­τα­λη­κτι­κό, τη λέ­ξη “Γιορ­τή”. Σε αυ­τά πα­ρεμ­βάλ­λο­νται σε ο­ρι­σμέ­να ση­μεία, ώ­στε να δέ­νουν με την α­νέ­λι­ξη της ι­στο­ρίας, έ­ξι η­λεκ­τρο­νι­κά μη­νύ­μα­τα του ε­ρευ­νη­τή προς τον ε­πι­κε­φα­λής του ερ­γα­στη­ρίου και δυο του δεύ­τε­ρου, α­πα­ντη­τι­κά. Το κυ­ρίως σώ­μα, σε τρί­το πρό­σω­πο, εί­ναι μία ψυ­χα­να­λυ­τι­κής φύ­σης πα­ρα­κο­λού­θη­ση ε­αυ­τού, κλι­νι­κής λε­πτο­λο­γίας. Τα “Ιντερ­μέ­δια”, σε πρώ­το πρό­σω­πο, εί­ναι συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νες α­φη­γή­σεις. Ενώ, τα η­λεκ­τρο­νι­κά μη­νύ­μα­τα, υ­πό μορ­φή αλ­λη­λο­γρα­φίας, δί­νουν πε­ρι­γρα­φή των πει­ρα­μά­των.
Ο συγ­γρα­φέ­ας δεν ε­πι­βα­ρύ­νει τη νου­βέ­λα του με πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία. Μό­λις μία α­να­φο­ρά στο ι­στο­ρι­κό των πει­ρα­μά­τω­ν: “σκε­φτό­ταν τα πει­ρά­μα­τα των Λέ­βιν και Χάρ­λοου, τις πα­ρα­τη­ρή­σεις της Κάρ­λσο­ν”. Μάλ­λον κρυ­πτι­κή. Για­τί ποιος έ­χει α­κου­στά τα πρώ­τα πει­ρά­μα­τα με πο­ντί­κια του Σέυ­μουρ Λέ­βιν, το ’50, ή τον “λάκ­κο της α­πελ­πι­σίας”, ό­πως α­πο­κα­λού­σε ο Χάρ­ρυ Χάρ­λοου τα κλου­βιά, στα ο­ποία α­πο­μό­νω­νε νε­ο­γέν­νη­τους πι­θή­κους για να με­λε­τή­σει τις ορ­γα­νι­κές αλ­λοιώ­σεις, προ­κα­λώ­ντας την μή­νιν της ε­πι­στη­μο­νι­κής κοι­νό­τη­τας. Ή, α­κό­μη, τη μα­θή­τριά του, Μαί­ρη Κάρ­λσον, που εί­χε την τύ­χη το 1990 να με­λε­τή­σει “τα ορ­φα­νά του Τσα­ου­σέ­σκου”. Αλλά και η ε­πι­με­λη­μέ­νη σύ­ντα­ξη των η­λεκ­τρο­νι­κών μη­νυ­μά­των, ό­που, κα­τά την με­τα­μο­ντέρ­να συν­θή­κη, ο συγ­γρα­φέ­ας α­να­μι­γνύει το γνή­σιο με το πλα­στό, α­πό λι­γο­στούς θα ε­κτι­μη­θεί. Λ.χ., τα πει­ρά­μα­τα της Στά­συ Ντρού­ρυ με­τα­φέ­ρο­νται α­πό το Tulane Πα­νε­πι­στή­μιο της Νέ­ας Ορλεά­νης στο Tufts της Βο­στώ­νης. Ση­μα­ντι­κό­τε­ρο εί­ναι ό­τι πα­ρου­σιά­ζει ως α­ντι­κεί­με­νο τους “τη μα­κρο­πρό­θε­σμη μνή­μη της στορ­γι­κό­τη­τας”. Όταν τα πει­ρά­μα­τα σε πο­ντί­κια της α­με­ρι­κα­νί­δας ε­ρευ­νή­τριας δεί­χνουν μό­νο ό­τι το υ­περ­βο­λι­κό στρες κα­τά τη βρε­φι­κή η­λι­κία ε­πι­φέ­ρει βρά­χυν­ση των ά­κρων των χρω­μο­σω­μά­των. Δη­λα­δή, κο­νταί­νουν τα τε­λο­με­ρή των χρω­μο­σω­μά­των, που ση­μαί­νει πρόω­ρη γή­ραν­ση και μειω­μέ­νη α­μυ­ντι­κή ι­κα­νό­τη­τα του ορ­γα­νι­σμού σε σει­ρά σο­βα­ρών α­σθε­νειών. Ου­δε­μία σχέ­ση έ­χουν με τη στορ­γή ή την εν­δο­στρέ­φεια, που, του­λά­χι­στον προ­σώ­ρας, βρί­σκο­νται ε­κτός πει­ρα­μα­τι­κής κα­τα­γρα­φής. Θεω­ρού­νται α­πό­το­κα του πε­ρι­βάλ­λο­ντος, ό­πως η ο­μο­φυ­λο­φι­λία, η ο­ποία, μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή α­δεία, σε έ­να η­λεκ­τρο­νι­κό μή­νυ­μα, πι­θα­νο­λο­γεί­ται ως γο­νι­δια­κά προσ­διο­ρι­ζό­με­νη.
Αν συ­γκρα­τή­σου­με τον Πα­πα­ντώ­νη για το βρα­βείο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου, δεν θα εί­ναι χά­ρις στα και­νο­φα­νή χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της υ­πό­θε­σης, αλ­λά για τον κε­ντρι­κό χα­ρα­κτή­ρα της νου­βέ­λας. Δεν έ­χει υ­πο­στεί κά­ποια ε­γκε­φα­λι­κή βλά­βη ό­πως τα πο­ντί­κια της Ντρού­ρυ, μό­νο “α­κρω­τη­ρια­σμό” της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής του α­νά­πτυ­ξης. Δεν εί­ναι ο ξέ­νος στην Οξφόρ­δη. Δεν εί­ναι ο α­πό­ξε­νος στο σπί­τι του και στην Αθή­να. Δεν εί­ναι ο α­διά­φο­ρος στο χώ­ρο ερ­γα­σίας. Δεν εί­ναι ο α­μέ­το­χος στη σε­ξουα­λι­κή συ­νεύ­ρε­ση. Εί­ναι ό­λα αυ­τά και κά­τι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ο ξέ­νος μέ­σα στο σαρ­κίο του. “Χτί­ζει τη ρου­τί­να του”. Μέ­νει “στο κλου­βί του”, κι ας εί­ναι α­νοι­χτή η πόρ­τα. Το εί­δος του θα­νά­του του και ο τρό­πος που προοι­κο­νο­μεί­ται στο πρώ­το κε­φά­λαιο δεί­χνει το α­να­πό­δρα­στο μίας πα­ρό­μοιας ψυ­χο­λο­γι­κής α­να­πη­ρίας. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, μή­πως πα­ρει­σέ­φρυ­σε τυ­πο­γρα­φι­κό σφάλ­μα ως προς την η­μέ­ρα στο πρώ­το κε­φά­λαιο; Μή­πως, ό­χι Πέ­μπτη, αλ­λά Δευ­τέ­ρα, που έ­πε­φτε η 2α Ιαν. 2012, κα­τά την ο­ποία, τε­λι­κά, ε­πέρ­χε­ται το μοι­ραίο;

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 8/2/2015.

Όταν γελάνε οι άδαρτοι

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρίου
«Κο­ντά στην κοι­λιά»
Εκδό­σεις Πα­τά­κη
Δε­κέμ­βριος 2014


Τε­λι­κά, η πρό­τα­ση που κά­να­με τον Σε­πτέμ­βριο του 2012, με α­φορ­μή το τρί­το “α­φή­γη­μα” του Σω­τή­ρη Δη­μη­τρίου, «Η σιω­πή του ξε­ρό­χορ­του», πως πρό­κει­ται για μία ά­τυ­πη α­φη­γη­μα­τι­κή τρι­λο­γία, στην ο­ποία και δί­να­με τον τίτ­λο, «Ύμνος στην α­με­ρι­μνη­σία», α­πο­δει­κνύε­ται λαν­θα­σμέ­νη. Τέ­λη Δε­κεμ­βρίου 2014, κυ­κλο­φό­ρη­σε τέ­ταρ­το “α­φή­γη­μα”. Η έκ­δο­ση εί­χε α­να­κοι­νω­θεί για τις 28 Νο­εμ­βρίου, αλ­λά ο συγ­γρα­φέ­ας, πα­ρά τη δυ­σα­να­σχέ­τη­ση του εκ­δό­τη, που α­ντι­με­τώ­πι­ζε με­γα­λύ­τε­ρη της, έ­τσι κι αλ­λιώς, με­γά­λης ζή­τη­σης των βι­βλίων του Δη­μη­τρίου, λό­γω και των α­ναγ­γελ­τι­κών δη­μο­σιευ­μά­των, την κα­θυ­στέ­ρη­σε κα­τά έ­να μή­να, ώ­στε να συ­μπλη­ρω­θεί α­κε­ραία η δε­κα­ε­τία α­πό την κυ­κλο­φο­ρία του πρώ­του “α­φη­γή­μα­τος”, του θρυ­λι­κού, σή­με­ρα πλέ­ον, με­τά και την κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή του με­τα­φο­ρά, «Τα ο­πω­ρο­φό­ρα της Αθή­νας».
Με α­φορ­μή το πρό­σφα­το, τέ­ταρ­το “α­φή­γη­μα”, μάλ­λον θα πρέ­πει να τρο­πο­ποιή­σου­με και τον γε­νι­κό τίτ­λο της τε­τρα­λο­γίας. Αλλά ας μην προ­βαί­νου­με σε βε­βια­σμέ­νες κρί­σεις, τρω­κτι­κές του κρι­τι­κού κύ­ρους μας, δε­δο­μέ­νου ό­τι η συγ­γρα­φι­κή φα­ντα­σία δεί­χνει να α­να­πτε­ρού­ται, ο­πό­τε μπο­ρεί να α­κο­λου­θή­σει και έ­τε­ρο “α­φή­γη­μα”. Αν δεν προ­κύ­ψει, λό­γω και της εν­θου­σιώ­δους υ­πο­δο­χής α­πό τον Τύ­πο –μέ­χρι πρω­το­σέ­λι­δη κα­τα­χώ­ρη­ση με­τά φω­το­γρα­φίας του συγ­γρα­φέα, κι αυ­τό πα­ρα­μο­νές ε­κλο­γών–  σει­ρά “α­φη­γη­μά­τω­ν” σε ε­τή­σια βά­ση. Άλλω­στε, το 2015 εί­ναι κομ­βι­κό για τον Δη­μη­τρίου, κα­θό­σον έ­τος α­φυ­πη­ρέ­τη­σης α­πό το Δη­μό­σιο, αλ­λά και ό­πως φαί­νε­ται, εκ­κί­νη­σης μίας ω­ρι­μό­τε­ρης συγ­γρα­φι­κής δια­δρο­μής. Τώ­ρα, που το διή­γη­μα ως ε­κλε­κτό λο­γο­τε­χνι­κό εί­δος κα­τα­πα­τή­θη­κε α­πό ποιη­τι­κώς α­νορ­γα­σμι­κούς με­σή­λι­κες και πριά­πειους πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους, ε­κεί­νος το ε­γκα­τα­λεί­πει, στρε­φό­με­νος στο “με­τα-ρε­α­λι­στι­κό α­φή­γη­μα”. Ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός εί­ναι του Αρι­στο­τέ­λη Σαΐνη, που πρώ­τος διεί­δε, ό­τι, με αυ­τά τα “α­φη­γή­μα­τα”, ο συγ­γρα­φι­κός “ο­ρί­ζο­ντας α­νοί­γει προς α­παι­τη­τι­κό­τε­ρες συν­θέ­σεις”.
Η αλ­λα­γή ε­πί το σο­βα­ρό­τε­ρο του συγ­γρα­φι­κού προ­φίλ δια­φαί­νε­ται και στη λα­κω­νι­κό­τη­τα –μό­λις ο­κτώ λε­κτι­κές μο­νά­δες– του βιο­γρα­φι­κού στο “αυ­τά­κι” του βι­βλίου. Αυ­τή τη φο­ρά, ορ­φα­νού φω­το­γρα­φίας, προς α­πελ­πι­σμό των α­να­γνω­στριών, που έ­χουν συ­νη­θί­σει  τη γνω­στή φω­το­γρα­φία με το α­σκαρ­δα­μυ­κτί κοί­ταγ­μα του συγ­γρα­φέα τους.
Στο πρώ­το “α­φή­γη­μα”, ε­κεί­νο του 2005, που ή­ταν και το μό­νο φέ­ρον ει­δο­λο­γι­κό χα­ρα­κτη­ρι­σμό, ο α­φη­γη­τής του Δη­μη­τρίου, έ­να μο­να­δι­κό σε ε­κλάμ­ψεις θυ­μο­σο­φίας alter ego, πε­ρι­πλα­νά­ται α­νά τας ο­δούς και τας ρύ­μας των Αθη­νών, α­πό Τζιτ­ζι­φιές μέ­χρι τη “μι­κρή βου­λή του Ζαπ­πείου”, ό­που σκα­ντα­λιά­ρη­δες γέ­ρο­ντες ε­πι­δί­δο­νται σε πο­νη­ρά πει­ράγ­μα­τα. Στο δεύ­τε­ρο, τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, «Σαν το λί­γο το νε­ρό», υ­πε­ρί­πτα­ται με­τα­θα­να­τίως της χώ­ρας, α­πό την πρω­τεύου­σα μέ­χρι την πα­ρα­με­θό­ρια γε­νέ­τει­ρα, ό­που α­πε­λεύ­θε­ρες γε­ρό­ντισ­σες σούρ­νουν α­να­δρο­μι­κά τα εξ α­μά­ξης στους α­ντάρ­τες, “βρω­μα­σκέ­ρι”, το χει­ρό­τε­ρο ό­λων. Στο τρί­το, με την πά­ρο­δο και πά­λι τριών ε­τών, ο α­φη­γη­τής φα­ντα­σιώ­νει τη με­τα­μόρ­φω­ση της Ελλά­δας σε μία ου­το­πι­κή χώ­ρα, την ο­ποία οι “σύ­νε­θνοί” του, λό­γω της κα­κής τους φύ­σης, α­πολ­λύουν, ως ο Αδάμ και η Εύα τον Πα­ρά­δει­σο. Τέ­λος, στο πρό­σφα­το, τέ­ταρ­το α­φή­γη­μα, με­τά την πά­ρο­δο μίας α­κό­μη τριε­τίας πε­ρι­συλ­λο­γής των ελ­λη­νι­κών πραγ­μά­των, ο συγ­γρα­φέ­ας α­νε­βά­ζει τον πή­χη των προσ­δο­κιών. Σε σύ­ντο­μο δη­μο­σίευ­μα πα­ρου­σία­σης του α­φη­γή­μα­τος, το χα­ρα­κτη­ρί­ζει “κοι­νω­νι­κή σά­τι­ρα”, προ­σθέ­το­ντας πως πρό­κει­ται για “τη σά­τι­ρα του γρά­φο­ντος ως πο­λί­τη”. Αυ­τή η έμ­φα­ση στην ι­διό­τη­τα του πο­λί­τη, ό­που φαί­νε­ται να λαν­θά­νει το ε­νερ­γός πο­λί­της, α­φή­νει το πε­ρι­θώ­ριο α­νο­μο­λό­γη­τος στό­χος να εί­ναι το ξε­κού­νη­μα των “συ­νελ­λή­νω­ν” του α­πό την πα­θη­τι­κό­τη­τα, στην ο­ποία δεί­χνουν να έ­χουν βυ­θι­στεί.
Σε αυ­τό, ο α­φη­γη­τής του “υ­πε­ρί­στα­ται της πο­λι­τείας”, ξε­δια­κρί­νο­ντας το σύν­θη­μα “βα­σα­νί­ζο­μαι”. Οι ι­στο­ρι­κοί της “τέ­χνης του τοί­χου”, ι­τα­λι­στί γκρά­φι­τι, το­πο­θε­τούν την πρώ­τη εμ­φά­νι­σή του τον Απρί­λιο του 2010. Εκεί­νος στο­χά­ζε­ται τον ταυ­το­χρο­νι­σμό του συν­θή­μα­τος με το διάγ­γελ­μα Γεωρ­γίου Πα­παν­δρέ­ου, που α­να­κοί­νω­νε την προ­σφυ­γή της χώ­ρας στο μη­χα­νι­σμό στή­ρι­ξης. Κά­τι σαν τη μη­χα­νι­κή υ­πο­στή­ρι­ξη της α­να­πνοής βα­ρέ­ος νο­σού­ντος, με την ελ­πί­δα καρ­διο­α­να­πνευ­στι­κής α­να­ζωο­γό­νη­σης, α­να­λο­γί­ζε­ται, ε­νώ σκέ­φτε­ται με συ­γκί­νη­ση ε­κεί­νον τον α­νώ­νυ­μο αλ­λά με­γά­λο “καλ­λι­τέ­χνη του δρό­μου”, που πρώ­τος το έ­γρα­ψε καλ­λι­γρα­φι­κά κά­που στο κέ­ντρο της Αθή­νας και στη συ­νέ­χεια, με τρό­πο που πα­ρα­μέ­νει ά­λυ­το μυ­στή­ριο, πολ­λα­πλα­σιά­στη­κε α­πα­ντα­χού της χώ­ρας.
Πράγ­μα­τι, ή­ταν μια μο­νο­λε­κτι­κή έκ­φρα­ση πό­νου, που κά­λυ­πτε ό­λο το φά­σμα α­πό το α­το­μι­κό στο συλ­λο­γι­κό. Τό­σο καί­ρια, που α­να­στά­τω­σε τα Μέ­σα Κοι­νω­νι­κής Δι­κτύω­σης, που ε­νέ­πνευ­σε συν­θέ­τες και συγ­γρα­φείς, ό­λοι τους ευαί­σθη­τοι κα­τα­γρα­φείς της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Με­τα­ξύ αυ­τών, τον Αντώ­νη Τσι­πια­νί­τη, που συ­νέ­γρα­ψε ο­μό­τιτ­λο θε­α­τρι­κό. Με κο­ρύ­φω­ση, το “με­τα-ρε­α­λι­στι­κό α­φή­γη­μα” του Δη­μη­τρίου, του πλέ­ον προ­βε­βλη­μέ­νου συγ­γρα­φέα της πε­ριώ­νυ­μης “γε­νιάς του ι­διω­τι­κού ο­ρά­μα­τος”. Το σύν­θη­μα “βα­σα­νί­ζο­μαι”, α­πό “το­πο­δεί­κτης” της πό­λης των Αθη­νών, κα­τέ­λη­ξε σή­μα κα­τα­τε­θέν της τρέ­χου­σας α­ντι­πα­ρα­γω­γι­κής πε­ριό­δου. Ο Δη­μη­τρίου διεί­δε πως θα κα­τα­γρα­φεί στις δέλ­τους της Ιστο­ρίας ως το πρώ­το “κί­νη­μα” της νω­θρής ό­σο και χα­λα­ρής κοι­νω­νίας, που έ­φε­ρε  η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση. Γι’ αυ­τό και ο α­φη­γη­τής του ε­ντρυ­φεί “στις κω­μι­κές πλευ­ρές” αυ­τής της κοι­νω­νίας, βρί­σκο­ντας σε αυ­τές την πρό­κλη­ση για το σκώμ­μα του. Τις τρα­γι­κές, ως οι αυ­τό­χει­ρες, τις πα­ρα­κά­μπτει με μία “φρα­σού­λα” της μορ­φής, “οι πιο α­δύ­να­μοι, οι πιο α­θώοι έ­πε­φταν α­πό τις τα­ρά­τσες”. Όσο για το πλή­θος των ε­πι­ζώ­ντων έρ­πο­ντας, ως οι στε­γα­ζό­με­νοι σε πι­λο­τές και ει­σό­δους α­κα­τοί­κη­των, ο “πε­ρι­πα­τη­τής της Αθή­νας” δεν το μνη­μο­νεύει, κα­θώς το κά­λυ­ψε πρώ­τος ο Χρή­στος Χρυ­σό­που­λος, α­πό τους ε­πι­φα­νείς της ε­πό­με­νης πε­ζο­γρα­φι­κής γε­νιάς, με το βι­βλίο του, «Φα­κός στο στό­μα».
Ακρι­βέ­στε­ρα, ο Δη­μη­τρίου α­να­φέ­ρε­ται “στις κω­μι­κές πλευ­ρές της λε­γό­με­νης κρί­σης”. Ως προς το αμ­φι­σβη­τή­σι­μο της κρί­σης, που δη­λώ­νει κά­πως προ­κλη­τι­κά αυ­τό το “λε­γό­με­νη”, ο συγ­γρα­φέ­ας το ε­πε­ξη­γεί σε συ­νέ­ντευ­ξή του με την α­πο­στο­μω­τι­κή “φρα­σού­λα”, “κλαί­με ά­δαρ­τοι, δεν περ­νά­με αυ­τά που έ­ζη­σαν οι πα­λαιό­τε­ροι”. Εκ πρώ­της ό­ψεως, ε­μπαί­ζει τα πρό­σω­πα και πα­ρω­δεί τις κα­τα­στά­σεις. Εμβα­θύ­νο­ντας, ό­μως, μάλ­λον ε­πι­διώ­κει τη δι­δα­χή δια πα­ρα­βο­λών και αλ­λη­γο­ριών. Με ση­μείο εκ­κί­νη­σης, τη βα­ρυγ­γώ­μια του “βα­σα­νί­ζο­μαι”, ε­πι­λέ­γει ως δρο­μο­δεί­κτες για το ξε­δί­πλω­μα της α­φή­γη­σής του κά­ποια πρώ­τα συν­θή­μα­τα, που πή­ραν κα­τά και­ρούς μορ­φή “κι­νή­μα­τος”. Πα­ρα­κά­μπτει το “δεν πλη­ρώ­νω” και τη χο­ρεία των “α­γα­να­κτι­σμέ­νων”, δε­δο­μέ­νου ό­τι μυ­θο­πλα­στι­κώς α­πο­μυ­ζή­θη­κε α­πό τον νεό­τε­ρό του και πλέ­ον πο­λι­τι­κο­ποιη­μέ­νο Θα­νά­ση Χει­μω­νά, στο μυ­θι­στό­ρη­μά του, «Ζού­με τις τε­λευ­ταίες μας μέ­ρες».
Αντ’ αυ­τού,  πε­ρι­συλ­λέ­γει το “λά­θος” και το “ε­γώ φταίω”, για να στρα­φεί με το μεν πρώ­το, προς τους “βό­ρειους ε­ταί­ρους”, ή, κα­τά τον δι­κό του νε­ο­λο­γι­σμό, ε­τυ­μο­λο­γού­με­νο α­πό τη λέ­ξη ερ­πε­τό αγ­γλι­στί και ελ­λη­νι­στί, τις “σερ­πε­τές χώ­ρες”, με το δε δεύ­τε­ρο στα κα­θ’ η­μάς. Όπου ά­πα­ντες ε­ξο­μο­λο­γού­νται τις α­μαρ­τίες τους, δη­μό­σιοι και ι­διω­τι­κοί υ­πάλ­λη­λοι, ε­λεύ­θε­ροι ε­παγ­γελ­μα­τίες και καλ­λι­τέ­χνες, με τον ί­διο τον συγ­γρα­φέα να κλεί­νει το χο­ρό των με­τα­νο­η­μέ­νων του “μα­ζί τα φά­γα­με”. Στη συ­νέ­ντευ­ξή του, σχο­λιά­ζει ό­τι πρό­κει­ται για “σκλη­ρή κρι­τι­κή” των άλ­λων και “αυ­το­μα­στί­γω­ση” δι­κή του. Αν αυ­τή ή­ταν η συγ­γρα­φι­κή πρό­θε­ση, τό­τε η σά­τι­ρα θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν α­βα­θής, με κά­ποιες πα­ρά­πλευ­ρες ι­στο­ρίες, μάλ­λον πα­ρα­τρα­βηγ­μέ­νες. Ωστό­σο, κα­τά μία άλ­λη ερ­μη­νεία, σε αυ­τές τις α­φε­λείς εκ­μυ­στη­ρεύ­σεις, λαν­θά­νει –μπο­ρεί και α­σύ­νει­δα– η ει­ρω­νι­κή υ­πό­μνη­ση, ό­τι οι ε­ξο­μο­λο­γού­με­νες α­μαρ­τίες εί­ναι ε­κεί­νες, για τις ο­ποίες ό­χι μό­νο δεν θα υ­πάρ­ξει ψό­γος, αλ­λά θα προ­κα­λέ­σουν α­κό­μη και τον θαυ­μα­σμό, δε­δο­μέ­νου ό­τι, σή­με­ρα πλέ­ον, με­τά την πα­γίω­σή τους, ε­κλαμ­βά­νο­νται ως μα­γκιά. Υπέρ αυ­τής της ά­πο­ψης, μας ω­θούν και τα υ­πο­κο­ρι­στι­κά, που ε­πι­στρα­τεύει κα­θ’ υ­περ­βο­λήν ο συγ­γρα­φέ­ας για να α­να­φερ­θεί στους “συ­νέλ­λη­νές” του, την ώ­ρα που υ­πο­τί­θε­ται, πως τους τρα­βά­ει το αυ­τί.
Σε αυ­τό το “α­φή­γη­μα” του Δη­μη­τρίου, λι­γό­τε­ρες εί­ναι οι λε­κτι­κές νε­ο­πλα­σίες, με πε­ρισ­σό­τε­ρες τις νε­κρε­γερ­σίες λέ­ξεων α­πό πα­λαιό­τε­ρες ε­πο­χές και δια­φο­ρε­τι­κά συμ­φρα­ζό­με­να. Ο συγ­γρα­φέ­ας δεν αμ­φι­βάλ­λου­με πως γνω­ρί­ζει τα συμ­φρα­ζό­με­να α­πό τα ο­ποία α­να­δύ­θη­καν οι λέ­ξεις. Μέ­νει, ό­μως, ζη­τού­με­νο, κα­τά πό­σο κα­τορ­θώ­νει να τα υ­πο­βάλ­λει μέ­σω της α­φή­γη­σης. Αυ­τά κα­θί­στα­νται προ­φα­νή, ό­ταν πρό­κει­ται για λέ­ξεις, ό­πως “πο­λι­το­φυ­λα­κή” ή “α­γκι­τά­το­ρας”. Αλλά ε­κεί­νο το “κομ­μου­νι­στο­κα­πι­τα­λι­στές” δεί­χνει προς πε­ρισ­σό­τε­ρες της μιας κα­τεύ­θυν­σης. Σί­γου­ρα, πά­ντως, το “Σουλ­τά­ν-με­ρε­μέ­τ”, το βά­ζει για να “γε­λά­σει το χει­λά­κι” ό­σων δεν έ­τυ­χε πο­τέ να το γευ­τούν. Και σε αυ­τό το “α­φή­γη­μα”, πλη­θαί­νουν α­τά­κες και στι­χο­μυ­θίες σε φω­νο­λο­γι­κή με­τα­γρα­φή, με κέρ­δος το σφρί­γος της προ­φο­ρι­κό­τη­τας. Στή­ριγ­μα βα­σι­κό της σα­τι­ρι­κής γρα­φής του Δη­μη­τρίου η χρή­ση της υ­περ­βο­λής, μέ­χρι υ­περ­βο­λής. Όπως στην α­πό­δο­ση της κου­βέ­ντας με τον τα­ξίτ­ζη, που δεν χρεια­ζό­ταν να εί­ναι ρυ­πα­ρός ο ί­διος και βρώ­μι­κο το τα­ξί του, για να γί­νει πι­στευ­τή.
Σε βα­σι­κό στοι­χείο της δο­μής α­να­δει­κνύο­νται τα τε­τρά­στι­χα, που α­πο­τε­λούν χα­ρίεν πο­λυ­συλ­λε­κτι­κό αν­θο­λό­γη­μα. Το πρώ­το, το παι­δι­κό για τη γιορ­τή της μη­τέ­ρας, το α­κο­λου­θεί τε­τρά­στι­χο α­πό το εμ­βα­τή­ριο προς τι­μή του Ναυάρ­χου Κου­ντου­ριώ­τη, «Ο ναύ­της του Αι­γαίου», και με­τά έρ­χο­νται στί­χοι α­πό μα­ντι­νά­δες, παι­δι­κά τρα­γου­δά­κια και λα­χνί­σμα­τα, μη­νιά­τι­κα πα­ροι­μια­κά, μέ­χρι και ο­λί­γος Νό­της Σφα­κια­νά­κης. Με αυ­τά τα τε­τρά­στι­χα, ε­νταγ­μέ­να σε μία α­φή­γη­ση συ­νε­χούς ροής, φτιά­χνο­νται τα δια­χω­ρι­στι­κά για τις ε­πι­μέ­ρους α­φη­γη­μα­τι­κές ε­νό­τη­τες. Ένα α­πο­κριά­τι­κο, ε­λευ­θε­ριά­ζον δί­στι­χο, που μνη­μο­νεύει μεν την κοι­λιά, αλ­λά δεί­χνει τα κο­ντά στην κοι­λιά και τα υ­πό κά­τω αυ­τής ευ­ρι­σκό­με­να (“χτυ­πά­ει η μια κοι­λιά την άλ­λη,/ γί­νε­ται χα­ρά με­γά­λη”), α­νοί­γει το ε­ρω­τι­κό μέ­ρος. Κά­τι σαν σή­μα για το πέ­ρα­σμα α­πό τη σά­τι­ρα στο προ­σφι­λές θέ­μα του, την ου­το­πία της α­με­ρι­μνη­σίας. Αυ­τή τη φο­ρά, σε δια­φο­ρε­τι­κή μορ­φή, πλέ­ον συ­γκε­κρι­μέ­νη α­πό ε­κεί­νη του προ­η­γού­με­νου α­φη­γή­μα­τος. Ως α­παύ­γα­σμα α­πό­ψεων ευ­ζωίας, α­πό­λυ­τα στα­θε­ρών στη διάρ­κεια της τρια­κο­ντα­ε­τούς συγ­γρα­φι­κής πα­ρου­σίας του, που συ­μπλη­ρώ­νε­ται ε­φέ­τος.
Ακρι­βέ­στε­ρα, την εν­σω­μα­τώ­νει στο α­φή­γη­μα, υ­πό τη σκέ­πη της σά­τι­ρας, με την ε­πι­νό­η­ση μιας βε­ντά­λιας δή­θεν πο­λι­τι­κών κομ­μά­των, ό­χι πα­ρα­βο­λι­κών ή αλ­λη­γο­ρι­κών, αλ­λά ου­το­πι­κών. Αφού πο­λι­τι­κο­λο­γεί α­νά­λα­φρα, κά­τι σαν το με­τα­ξύ τυ­ρού και α­χλα­δίου, πε­ρί των “α­συ­μπό­νε­των α­ρι­στε­ρώ­ν”, του πλή­θους των δια­πρε­πών λό­γω “φυ­ρό­τη­τας” και των “ο­νει­ρι­στώ­ν”, πα­ρα­κά­μπτο­ντας τους ου­ρα­νι­στές, φτά­νει στο “κόμ­μα του αρ­χι­κού ε­φη­συ­χα­σμού” ή κόμ­μα “κο­ντά στην κοι­λιά”. Αν και α­κρι­βέ­στε­ρο θα ή­ταν το “μέ­σα στην κοι­λιά”, α­φού α­να­φέ­ρε­ται στην α­πό­λυ­τη ευ­δαι­μο­νία του εμ­βρύου στο α­μνια­κό υ­γρό. Έτσι, ό­μως, θα έ­χα­νε τον στό­χο του, που εί­ναι η με­τε­ξέ­λι­ξη του εν λό­γω κόμ­μα­τος σε “κόμ­μα της α­φό­δευ­σης” και εν τέ­λει, “της κω­λο­τρυ­πί­δας”. Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, αυ­τές τις σε­λί­δες, α­πο­λαυ­στι­κές στην ελ­λει­πτι­κή τους κρυ­πτι­κό­τη­τα, τις ο­φεί­λου­με στην ά­γνοια εκ μέ­ρους του συγ­γρα­φέα των ε­πι­στη­μο­νι­κών ι­σχυ­ρι­σμών, που α­πο­φαί­νο­νται πως το έμ­βρυο υ­πο­φέ­ρει ε­ντός του στε­νό­χω­ρου α­μνια­κού υ­μέ­να. Πό­σω μάλ­λον, κα­τά “τα ά­τα­κτα γλυ­κο­πιε­στά αγ­γίγ­μα­τα στο σώ­μα της ε­γκύου”, που φα­ντα­σιώ­νει ο συγ­γρα­φέ­ας. Ο α­φη­γη­τής περ­νά­ει, φροϋδι­κή α­δεία, α­πό “το ά­λο­γο και το χά­ος” του α­μνια­κού υ­γρού, που πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ο κα­τ’ ε­ξο­χήν χώ­ρος ευ­δαι­μο­νίας, στη θά­λασ­σα, ως ι­δεώ­δη τό­πο ε­ρω­τι­κών πρά­ξεων, με πρώ­τη την α­φό­δευ­ση. Με­γά­λη η ποι­κι­λία των υ­πο­νοού­με­νων ε­ρω­τι­κών συ­νευ­ρέ­σεω­ν: κα­τά μό­νας, με ζω­ντα­νό, για­τί ό­χι και με πε­θα­μέ­νο, ό­πως η δο­λο­φο­νη­μέ­νη “φο­βι­στι­κή γυ­ναί­κα” στο πα­λαιό­τε­ρο διή­γη­μα του Δη­μη­τρίου, με τον τρυ­φε­ρό τίτ­λο, «Κι ε­γώ φο­βά­μαι α­γά­πη μου».
Η ου­το­πία α­πο­γειώ­νε­ται με μία πα­ρω­δια­κή ου­ρά: α­πό ά­κρη σ’ ά­κρη, η χώ­ρα με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε “κό­φι ρε­που­μπλί­κ”. Το φαι­νό­με­νο της ε­ξά­πλω­σης των χώ­ρων ε­στία­σης προς α­να­πλή­ρω­ση των κε­νών κα­τα­στη­μά­των πά­σης φύ­σεως δεν έ­χει α­κό­μη κα­τα­γρα­φεί στα­τι­στι­κώς, ού­τε α­να­λυ­θεί α­πό κοι­νω­νιο­λο­γι­κής και ψυ­χο­λο­γι­κής πλευ­ράς, α­πό αυ­τήν την ά­πο­ψη, η μυ­θο­πλα­στι­κή εκ­δο­χή “του α­φη­γή­μα­τος”,  πρω­θύ­στε­ρη, α­πο­κτά προ­φη­τι­κή διά­στα­ση. Η ε­γκα­θί­δρυ­ση της ου­το­πίας πε­ρι­γρά­φε­ται ε­κτε­νέ­στε­ρα στους δυο στα­θε­ρούς πό­λους του α­φη­γη­μα­τι­κού κό­σμου του Δη­μη­τρίου, Αθή­να-Ηγου­με­νί­τσα, α­κρι­βέ­στε­ρα την προ­νο­μιού­χο συ­νοι­κία του, τη Νέα Ελβε­τία Ηγου­με­νί­τσης. Η πα­ρω­δία, που στή­νε­ται, δεν έ­χει ού­τε ιε­ρό ού­τε ό­σιο. Μη φει­δό­με­νη ού­τε αυ­τής της Με­γά­λης του Γέ­νους Σχο­λής. Στο τέ­λος, και αυ­τή η ου­το­πι­κή νη­σί­δα θα κα­τα­στρα­φεί. Σαν θεϊκά ε­ξου­σιο­δο­τη­μέ­νος ο α­φη­γη­τής, προ­φη­τεύει τη συ­ντέ­λεια του κό­σμου. Βα­θιά στο­χα­στι­κός, κλεί­νει το α­φή­γη­μα, προ­σο­μοιά­ζο­ντας τις χι­λιε­τίες με τα “α­να­βο­σβη­σί­μα­τα κω­λο­φω­τιάς”.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" την 1/2/2015