Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

Υπό μεταμοντέρνο πρίσμα

Ιω­άν­να Πα­ρα­σκευο­πού­λου
«Το Α΄ Νε­κρο­τα­φείο της Αθή­νας.
Ιστο­ρι­κά ορά­μα­τα 1834-2013»
Εκ­δό­σεις Πό­λις
Μάιος 2015

Ισως, μία με­λέ­τη με θέ­μα ένα νε­κρο­τα­φείο να μην απο­τε­λεί την κα­λύ­τε­ρη ιδέα για την Κυ­ρια­κή των εκλο­γών. Πι­θα­νόν, να μην εί­ναι ού­τε καν κα­τάλ­λη­λη επι­λο­γή, κα­θώς μπο­ρεί να πα­ρερ­μη­νευ­θεί και να εκλη­φθεί ότι εκ­φρά­ζει πνεύ­μα ητ­το­πά­θειας ως προς το εκλο­γι­κό απο­τέ­λε­σμα σε συν­δυα­σμό με τη δυ­σχε­ρή μελ­λο­ντι­κή πο­ρεία της χώ­ρας. Γε­νι­κό­τε­ρα, ο λό­γος πε­ρί νε­κρο­τα­φεί­ων δεί­χνει πα­ρά­ται­ρος μία ημέ­ρα, που θε­ω­ρεί­ται “εορ­τή της δη­μο­κρα­τί­ας”. Ωστό­σο, το κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό αυ­τής της όλως ιδιαί­τε­ρης Κυ­ρια­κής εί­ναι η με­γά­λη συ­γκι­νη­σια­κή φόρ­τι­ση, με κυ­ρί­αρ­χα συ­ναι­σθή­μα­τα την αγω­νία, κά­πο­τε το φό­βο, σί­γου­ρα την ανα­σφά­λεια. Ένα ση­μα­ντι­κό μέ­ρος του πλη­θυ­σμού θα πρέ­πει να πνί­γε­ται από το άγ­χος. Πα­ρά την έλ­λει­ψη σχε­τι­κών στα­τι­στι­κών με­τρή­σε­ων, αυ­τή η ψυ­χο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση, εν­δε­χο­μέ­νως να αυ­ξά­νει τις πι­θα­νό­τη­τες να επέλ­θει το μοι­ραίο, αδό­κη­τα και πρό­ω­ρα, ιδί­ως σε επιρ­ρε­πείς ηλι­κί­ες, όπως εκεί­νες των μά­χι­μων ενη­λί­κων, προ πα­ντός αν­δρών. Φι­λο­σο­φώ­ντας προς κα­τευ­να­σμό του εκνευ­ρι­σμού, ποιος δεν ανα­κα­λεί τη ρή­ση του Ευαγ­γε­λι­στή, “μα­ταιό­της μα­ταιο­τή­των, τα πά­ντα μα­ταιό­της”. Οπό­τε, σχε­δόν ανα­πό­φευ­κτα, η συ­νειρ­μι­κή αλ­λη­λου­χία οδη­γεί στο χώ­ρο του νε­κρο­τα­φεί­ου. Για την τό­σο πο­θη­τή, σε ημέ­ρα έντα­σης, ψυ­χι­κή γα­λή­νη, προ­βάλ­λει ως τό­πος ανα­παύ­σε­ως. Φω­τει­νός, χλο­ε­ρός, δρο­σι­στι­κός, του­τέ­στιν, πραϋ­ντι­κός.
Ας μην λη­σμο­νού­με, πως, με­τά τον εκ­χρι­στια­νι­σμό, κυ­ρί­αρ­χη πί­στη απο­τέ­λε­σε ο λό­γος του Ιω­άν­νη του Χρυ­σο­στό­μου, που ορί­ζει πως “ο τό­πος κο­μη­τή­ριον ωνό­μα­σται, ίνα μά­θης ότι οι τε­τε­λευ­τη­κό­τες και ενταύ­θα κεί­με­νοι ου τε­θνή­κα­σι, αλ­λά κοι­μώ­νται”. Η χρι­στια­νι­κή πα­ρα­μυ­θία πα­ρα­μέ­ρι­σε το αρ­χαίο νε­κρο­τά­φιον και στη θέ­ση του πρό­κρι­νε το κοι­μη­τή­ριο. Λέ­ξη γλυ­κό­η­χη, πρό­σφο­ρη για το πλέ­ξι­μο στί­χων. “Σε κοι­μη­τή­ριο εί­ναι στη­μέ­να / δυο κυ­πα­ρίσ­σια / αδελ­φω­μέ­να / που πρα­σι­νί­ζου­νε μες στους σταυ­ρούς”, γρά­φει ο Σο­λω­μός. Μέ­χρι ο αντι­συμ­βα­τι­κός Ηλί­ας Πε­τρό­που­λος, στους στερ­νούς του μή­νες, όταν συ­νταί­ρια­ζε κα­τα­γρα­φές πε­ρι­δια­βά­σε­ων σε νε­κρο­τα­φεία, προ­σθέ­το­ντας ενα­γώ­νιες ση­μειώ­σεις, το «Ελ­λά­δος κοι­μη­τή­ρια» επέ­λε­ξε ως τί­τλο γι’ αυ­τό που απο­κα­λού­σε “το βι­βλίο της ζω­ής του”.
Πα­ρα­δό­ξως, στο θέ­μα του θα­νά­του, πι­θα­νώς και σε άλ­λα πα­ρεμ­φε­ρούς ευαι­σθη­σί­ας, ο επι­χει­ρού­με­νος σή­με­ρα απο­χρι­στια­νι­σμός βρα­δυ­πο­ρεί, αυ­τός μά­λι­στα της γλώσ­σας πε­ρισ­σό­τε­ρο από τον ιδε­ο­λο­γι­κό. Όταν το ζεύ­γος Γιά­λομ, ο Ίρ­βιν και η Μέρ­λιν, ετοί­μα­σε την αντί­στοι­χη κα­τα­γρα­φή για τις ΗΠΑ, αντί­στοι­χο τί­τλο πρό­κρι­νε: «The american resting places: Four hundred years of History through our cemeteries and burial grounds». Πα­ρεμ­βαί­νει, όμως, ο Έλ­λη­νας με­τα­φρα­στής και απο­δί­δει τους τό­πους ανα­παύ­σε­ως ως νε­κρο­τα­φεία. Η χρι­στια­νι­κή Ευ­ρώ­πη προ­τί­μη­σε τη λέ­ξη κοι­μη­τή­ριο για την ονο­μα­το­δο­σία “του τό­που αιω­νί­ας ανα­παύ­σε­ως”. Από το coemeterium λα­τι­νι­στί, προ­έ­κυ­ψαν, κα­τά την αγ­γλι­κή, γαλ­λι­κή, ιτα­λι­κή φω­νη­τι­κή προ­σαρ­μο­γή, αντι­στοί­χως, τα cemetery, cimetiere, cimitero. Μό­νο οι Γερ­μα­νοί, αντί για το ελ­λη­νι­κό δά­νειο, προ­τί­μη­σαν να πλά­σουν δι­κή τους λέ­ξη, προ­τάσ­σο­ντας την ει­ρή­νη της κοι­μή­σε­ως: friedhof. Πα­ρο­μοί­ως, η αντί­στοι­χη εβραϊ­κή λέ­ξη, αν δεν σφάλ­λου­με, ση­μαί­νει “το σπί­τι του επό­με­νου κό­σμου”. Η ονο­μα­σία “το σπί­τι των τά­φων” εί­ναι με­τα­γε­νέ­στε­ρη, όπως το begrabnisplatz ή το graveyard, και αντι­στοι­χεί στη λέ­ξη νε­κρο­τα­φείο, που μαρ­τυ­ρεί­ται από το 1833. Ένα χρό­νο αρ­γό­τε­ρα, 1834, το­πο­θε­τεί την ίδρυ­ση του Α΄ Νε­κρο­τα­φεί­ου Αθη­νών η Ιω­άν­να Πα­ρα­σκευο­πού­λου, γεν­νη­μέ­νη με­τά ενά­μι­ση αιώ­να, το 1984.
“Ενά­μι­ση χρό­νο επι­σκε­πτό­ταν μνή­μα­τα και διά­βα­ζε, έγρα­φε και σκε­φτό­ταν μό­νο για τά­φους και θα­νά­τους. Η επι­στη­μο­νι­κή της ηθι­κή εί­χε εξα­ντλη­θεί.” Όμως, ο επι­βλέ­πων κα­θη­γη­τής, Γιώρ­γος Κρη­τι­κός της ζη­τά να γρά­ψει τα συ­μπε­ρά­σμα­τα από όσα διά­βα­σε. Επί λέ­ξει, της εί­πε, “εί­σαι το χό­μπιτ με το δα­χτυ­λί­δι, έχεις φτά­σει στο βου­νό και πρέ­πει να πας στην κο­ρυ­φή, μην τα πα­ρα­τάς”. Και εκεί­νη θυ­μή­θη­κε το αν­θρω­ποει­δές από το «Χό­μπιτ» και τη συ­νέ­χειά του, τον «Άρ­χο­ντα των Δα­χτυ­λι­διών», “αδια­φό­ρη­σε για το βά­ρος της κα­τά­θλι­ψης και έγρα­ψε αφ’ υψη­λού τα συ­μπε­ρά­σμα­τα”. Αυ­τά εξο­μο­λο­γεί­ται στο προ­λο­γι­κό κε­φά­λαιο με τις “ευ­χα­ρι­στί­ες”. Άλ­λη λο­γο­τε­χνι­κή ανα­φο­ρά στη με­λέ­τη της δεν υπάρ­χει. Όποιος ανα­μέ­νει μνεία στον Δη­μή­τριο Πα­παρ­ρη­γό­που­λο και την βρα­βευ­μέ­νη ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή «Στό­νοι» ή πα­ρά­θε­ση πει­σι­θά­να­των στί­χων από τον «Φα­νό του Κοι­μη­τη­ρί­ου Αθη­νών», θα απο­γοη­τευ­τεί. Αλ­λά, ακρι­βώς, στη μνεία του Τόλ­κιν αντί του υιού Πα­παρ­ρη­γό­που­λου, και γε­νι­κό­τε­ρα στην ευ­ρω­παϊ­κή οπτι­κή αντί της ελ­λη­νο­κε­ντρι­κής, έγκει­ται το εν­δια­φέ­ρον της με­λέ­της. Άλ­λω­στε, τό­σο ο επι­βλέ­πων κα­θη­γη­τής όσο και η αντι­πρύ­τα­νης του Χα­ρο­κό­πειου Ευαγ­γε­λία Γε­ωρ­γι­τσο­γιάν­νη, που την εν­θάρ­ρυ­νε να ασχο­λη­θεί με τη θε­μα­τι­κή των νε­κρο­τα­φεί­ων, ολο­κλή­ρω­σαν με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές, αντι­στοί­χως, σε Αγ­γλία και Γαλ­λία. Η δεύ­τε­ρη, μά­λι­στα, προ­σέγ­γι­σε σε ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο τα νε­κρο­τα­φεία, όταν ερεύ­νη­σε τα γλυ­πτά μνη­μεία της ελ­λη­νι­κής κοι­νό­τη­τας στο Σου­λι­νά της Ρου­μα­νί­ας. Πα­ρο­μοί­ως, η Πα­ρα­σκευο­πού­λου, στο βιο­γρα­φι­κό της, απο­κα­λύ­πτει ότι ετοι­μά­ζει τις βα­λί­τσες της για με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές στην Αγ­γλία, όπου θα ερευ­νή­σει “τον θε­σμό των νε­κρο­τα­φεί­ων στην Ευ­ρώ­πη”.
Μέ­σα σε αυ­τό το πλαί­σιο, οι πα­ρα­τη­ρή­σεις της απο­κτούν δια­φο­ρε­τι­κή αξία. Εκ πρώ­της όψε­ως, ορι­σμέ­νες λε­κτι­κές επι­λο­γές της ξε­νί­ζουν. Φρο­ντί­ζει, ωστό­σο, να διευ­κρι­νί­σει το πώς τις αντι­λαμ­βά­νε­ται, με­τά μία ανα­νοη­μα­το­δό­τη­ση σύμ­φω­νη με το τρέ­χον εκ­συγ­χρο­νι­στι­κό πνεύ­μα. Όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, ο τί­τλος του πρώ­του κε­φα­λαί­ου, «Το μο­ντέρ­νο νε­κρο­τα­φείο», όπου και ει­σά­γει στο θέ­μα της με­λέ­της της. Πι­θα­νώς, νε­ω­τε­ρί­ζον, έστω και νε­ω­τε­ρι­κό, αλ­λά μο­ντέρ­νο δεν θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν το Α΄ Νε­κρο­τα­φείο Αθη­νών. Μάλ­λον εν­νο­εί συγ­χρο­νι­κό της επο­χής του. Επί­σης, ο υπό­τι­τλος της με­λέ­της, “ιστο­ρι­κά ορά­μα­τα” δεν φαί­νε­ται να ται­ριά­ζει στο ρο­μα­ντι­κό-κλα­σι­κι­στι­κό πνεύ­μα των Βαυα­ρών, αλ­λά ού­τε στους σχε­δια­σμούς των εκά­στο­τε δη­μάρ­χων, εί­τε πραγ­μα­το­ποιού­νται εί­τε μέ­νουν σκέ­τες προ­θέ­σεις. Ορά­μα­τα ή και ορα­μα­τι­σμοί ενέ­χουν την έν­νοια του ιδα­νι­κού, εκτός κι αν στε­νέ­ψουν νοη­μα­τι­κά, όπως συμ­βαί­νει στον λό­γο των πο­λι­τι­κών, όπου εκ­φρά­ζουν το αγ­γλι­κό vision, που δη­λώ­νει διο­ρα­τι­κή ικα­νό­τη­τα. Όπως και να έχει, τα γλυ­πτά του Α΄ Νε­κρο­τα­φεί­ου Αθη­νών, από τα πλέ­ον αρ­χαιο­πρε­πή μέ­χρι τα εξι­δα­νι­κευ­μέ­να ρε­α­λι­στι­κά, γε­νι­κό­τε­ρα, η απο­θε­ω­τι­κή πα­ρου­σία των νε­κρών στη μαρ­μά­ρι­νη νε­κρό­πο­λη, μάλ­λον δεν δεί­χνουν “ιδε­ο­λο­γι­κό θρί­αμ­βο του ορ­θο­λο­γι­σμού επί της με­τα­φυ­σι­κής”, που, κα­τά τη με­λε­τή­τρια, χα­ρα­κτη­ρί­ζει “το μο­ντέρ­νο νε­κρο­τα­φείο”.
Το αντι­κεί­με­νο της με­λέ­της εί­ναι συ­γκε­κρι­μέ­νο. Αφο­ρά το αρ­χεια­κό υλι­κό και το θε­σμι­κό πλαί­σιο, το οποίο και συ­γκε­ντρώ­νε­ται με επι­μέ­λεια. Απο­δελ­τιώ­νο­νται οι Πρά­ξεις Δη­μο­τι­κού Συμ­βου­λί­ου Αθη­νών σε χρο­νι­κό βά­θος 172 ετών. Αυ­τό ση­μαί­νει 111 Συ­νε­δριά­σεις, κα­τα­νε­μη­μέ­νες στους τρεις αιώ­νες ύπαρ­ξης του Νε­κρο­τα­φεί­ου: 1841-1899, 23. Ει­κο­στός, 69. 2000-2012, 19. Λαν­θά­νουν τα πρώ­τα χρό­νια, από τις 5 Μαΐ. 1834, όταν δη­μο­σιεύ­τη­κε στην Εφη­με­ρί­δα της Κυ­βερ­νή­σε­ως το Βα­σι­λι­κό Διά­ταγ­μα, που απα­γό­ρευε τα­φές στις εκ­κλη­σί­ες και στους πέ­ριξ αυ­τών χώ­ρους. Κα­τά τον Δη­μή­τριο Κα­μπού­ρο­γλου, η τε­λευ­ταία τα­φή, που έγι­νε μέ­σα σε εκ­κλη­σία, ήταν μί­ας μαί­ας στην πα­ρι­λισ­σία Αγία Φω­τει­νή. Πά­ντως, στα Γε­νι­κά Αρ­χεία του Κρά­τους, σώ­ζε­ται έγ­γρα­φο της Γραμ­μα­τεί­ας των Στρα­τιω­τι­κών, της 8ης Απρ. 1835, με το οποίο ενη­με­ρώ­νε­ται ο Όθω­νας, ότι απα­γο­ρεύ­τη­καν οι εντα­φια­σμοί πε­ρί την Πη­γή Καλ­λι­ρόη, λό­γω ακα­ταλ­λη­λό­τη­τας του τό­που. Ενώ, έτε­ρο έγ­γρα­φο, από τον Δεκ. του 1837, ανα­φέ­ρε­ται στην πε­ρι­τεί­χι­ση του Νε­κρο­τα­φεί­ου. Εν­δια­μέ­σως, το 1835, νο­μο­θε­τή­θη­κε ο θε­σμός των Δη­μάρ­χων. Επί­σης, στα τέ­λη του 1835 αλ­λά­ζει ο Βαυα­ρός υπεύ­θυ­νος του Δή­μου για το κτη­μα­το­λό­γιο και την το­πο­γρα­φι­κή απο­τύ­πω­ση. Απο­χω­ρεί ο αρ­χι­τέ­κτων υπο­λο­χα­γός Γου­λιέλ­μος Βάι­λερ και ανα­λαμ­βά­νει ο Φρει­δε­ρί­κος Στά­ου­φερτ, που εί­ναι και ο πρώ­τος υπεύ­θυ­νος μη­χα­νι­κός για το Νε­κρο­τα­φείο.   
Ίσως, να μην ήταν πε­ριτ­τή μία ανα­ζή­τη­ση της με­λε­τή­τριας και στα Γε­νι­κά Αρ­χεία του Κρά­τους, προς πε­ραι­τέ­ρω εξα­κρί­βω­ση του έτους ή και της ημε­ρο­μη­νί­ας ίδρυ­σης. Πα­ρα­τη­ρεί­ται, πά­ντως, με­γα­λύ­τε­ρη ερευ­νη­τι­κή προ­σπά­θεια για τα δυο αλ­λό­θρη­σκα τμή­μα­τά του, το προ­τε­στα­ντι­κό και το εβραϊ­κό. Στη Βι­βλιο­γρα­φία της με­λέ­της χω­λαί­νουν οι ελ­λη­νι­κές πη­γές, όπου υπάρ­χουν κυ­ρί­ως βι­βλία γε­νι­κό­τε­ρου εγκυ­κλο­παι­δι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος και ελά­χι­στα επί του συ­γκε­κρι­μέ­νου θέ­μα­τος της με­λέ­της. Ακό­μη και στα πρώ­τα, κά­πο­τε δί­νε­ται αντί του πρω­τό­τυ­που πα­ρα­πο­μπή στην αγ­γλι­κή με­τά­φρα­ση, όπως στην «Ιστο­ρία της ελ­λη­νι­κής φω­το­γρα­φί­ας. 1839-1970» του Άλ­κη Ξαν­θά­κη.
Δεν το ανα­φέ­ρου­με για να υπο­δεί­ξου­με πα­ρα­λή­ψεις της με­λέ­της, αλ­λά, ακρι­βώς, για­τί πι­στεύ­ου­με ότι δεν εκ­φρά­ζουν αμέ­λεια. Η Πα­ρα­σκευο­πού­λου ανα­πτύσ­σει από­ψεις και αξιο­λο­γή­σεις, που γί­νο­νται ευ­κρι­νέ­στε­ρες στην συ­γκρι­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση του κυ­ρί­ως Νε­κρο­τα­φεί­ου και των δυο αλ­λό­θρη­σκων τμη­μά­των του, στα οποία αφιε­ρώ­νει το δεύ­τε­ρο κε­φά­λαιο, εξ ημι­σεί­ας. Σε αυ­τό, οι προ­θέ­σεις της δη­λώ­νο­νται ήδη με τους τί­τλους: το προ­τε­στα­ντι­κό τμή­μα τι­τλο­φο­ρεί­ται «Μια φι­λε­λεύ­θε­ρη νε­κρό­πο­λη», το εβραϊ­κό «Μια ρο­μα­ντι­κή νε­κρό­πο­λη». Σε κα­θέ­να, ανα­φέ­ρε­ται συ­νο­πτι­κά στο θρή­σκευ­μα, εξαί­ρο­ντας τους πρω­το­στά­τες, όπου και ανα­πτύσ­σει το πώς αντι­λαμ­βά­νε­ται τους δυο χα­ρα­κτη­ρι­σμούς, φι­λε­λεύ­θε­ρος και ρο­μα­ντι­κός. Σε αντι­στοι­χία, ασκεί αυ­στη­ρή κρι­τι­κή στις ελ­λα­δι­κές αρ­χές, κρα­τι­κές και δη­μο­τι­κές. Δεν αρ­κεί­ται στην πα­ρά­θε­ση γε­γο­νό­των, αλ­λά προ­χω­ρά­ει σε ιδε­ο­λο­γι­κές ερ­μη­νεί­ες, δια­τυ­πω­μέ­νες από κα­θέ­δρας, σε ει­ρω­νι­κούς, συ­χνά εμ­φα­τι­κούς, τό­νους.
Μάλ­λον θα αγ­γί­ξει τις λε­πτές χορ­δές ορι­σμέ­νων ανα­γνω­στών η άπο­ψη, πως το εβραϊ­κό εί­ναι το πιο “φι­λο­λο­γι­κό” τμή­μα μέ­σα στο Α΄ Νε­κρο­τα­φείο Αθη­νών. Η με­λε­τή­τρια, πά­ντως, την αι­τιο­λο­γεί: “τα επι­τύμ­βια επι­γράμ­μα­τα αφη­γού­νται διαρ­κώς πό­σο ση­μα­ντι­κοί εί­ναι οι νε­κροί, ως άν­θρω­ποι και μό­νο, μι­λώ­ντας για πη­γαία κα­θο­λι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά”. Πα­ρα­πέ­μπει στο Επί­με­τρο, όπου πα­ρα­τί­θε­νται επι­λε­κτι­κά κά­ποια από τα τα­φι­κά Επι­γράμ­μα­τα. Μό­νο που αυ­τή η πα­ρα­πο­μπή απου­σιά­ζει. Το πι­θα­νό­τε­ρο, ο Δαί­μων του Τυ­πο­γρα­φεί­ου πα­ρε­νέ­βη, θε­ω­ρώ­ντας πως, σε με­λέ­τη ελ­λη­νι­κού νε­κρο­τα­φεί­ου, τό­ση έκτα­ση στο αλ­λό­θρη­σκο στοι­χείο συ­νι­στά έλ­λει­ψη του μέ­τρου. Πέ­ραν της φι­λο­λο­γι­κής ανω­τε­ρό­τη­τας του εβραϊ­κού τμή­μα­τος, αυ­τό, πά­ντα κα­τά την με­λε­τή­τρια, υπερ­τε­ρεί και ως προς τον ρο­μα­ντι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Ως κα­τα­κλεί­δα έρ­χε­ται η από­φαν­ση: “Το Εβραϊ­κό Νε­κρο­τα­φείο, όχι μό­νο αι­σθη­τι­κά, αλ­λά και φι­λο­σο­φι­κά, απο­τε­λεί το πιο ρο­μα­ντι­κό ή, για την ακρί­βεια, τον μο­να­δι­κό πραγ­μα­τι­κά ρο­μα­ντι­κό χώ­ρο του Α΄ Νε­κρο­τα­φεί­ου.”
Εί­θι­σται, φι­λο­λο­γι­κό να απο­κα­λεί­ται το νε­κρο­τα­φείο μί­ας πό­λης, όπου βρί­σκο­νται εντα­φια­σμέ­νοι οι επι­φα­νέ­στε­ροι των λο­γί­ων. Πα­ρά­δειγ­μα, το Περ Λα­σαίζ του Πα­ρι­σιού, όπου ο τά­φος και του Μπαλ­ζάκ. Αν και το λί­γο πα­λαιό­τε­ρο, του Μον­παρ­νάς, διεκ­δι­κεί με­ρί­διο, όπου έχει τα­φεί και το ζευ­γος Σαρτρ-Μπο­βουάρ. Εκεί, εντα­φιά­στη­κε ο Αδα­μά­ντιος Κο­ρα­ής, που, από το 1877, συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στους επι­φα­νείς του Α΄ Νε­κρο­τα­φεί­ου Αθη­νών. Κά­τι που δια­φεύ­γει πα­ντε­λώς μί­ας με­λέ­της δέ­σμιας συ­γκε­κρι­μέ­νου αρ­χεια­κού υλι­κού, από το οποίο απου­σιά­ζουν, για πα­ρά­δειγ­μα, τα αρ­χεία των εφη­με­ρί­δων, και το οποίο σχε­τί­ζε­ται άμε­σα με τον τό­πο, εί­ναι ο πάν­δη­μος χα­ρα­κτή­ρας τα­φής ορι­σμέ­νων επι­φα­νών προ­σώ­πων. Η τα­φή του Πα­λα­μά, την 28η Φεβ. 1943, με την πα­τριω­τι­κή έξαρ­ση και το μνη­μειώ­δες, “Ηχή­στε σάλ­πιγ­γες” του Σι­κε­λια­νού ή, επί­σης, η εκ­φο­ρά και τα­φή του Σε­φέ­ρη στις 22 Σεπ. 1971, λαϊ­κό προ­σκύ­νη­μα και αντι­δι­κτα­το­ρι­κή δια­δή­λω­ση, συ­νι­στούν αμ­φό­τε­ρα ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα, ταυ­τι­ζό­με­να ευ­θέ­ως με το Α΄ Νε­κρο­τα­φείο Αθη­νών.
Τέ­λος, όσο αφο­ρά το ρο­μα­ντι­σμό του χώ­ρου, σώ­ζε­ται μό­νο ως μαρ­τυ­ρία ποι­η­τών, εν πολ­λοίς λη­σμο­νη­μέ­νων, Δρί­βας, Πα­πα­τσώ­νης, Αν­θί­ας και άλ­λοι “κα­τα­ρα­μέ­νοι” του Με­σο­πο­λέ­μου. Αι­σθα­ντι­κές ψυ­χές, που η με­λαγ­χο­λία τα βρά­δια τους έφερ­νε στο Νε­κρο­τα­φείο. Τα εξο­μο­λο­γεί­ται  ένας από αυ­τούς, ο Νί­κος Βέλ­μος, στο πε­ριο­δι­κό του, το «Φρα­γκέ­λιο». Αλ­λά πως να φτά­σει αυ­τός ο ρο­μα­ντι­σμός, υπό μία έν­νοια ακραί­ος, στους νε­ό­τε­ρους δά­σκα­λους και φοι­τη­τές, όταν τα λη­σμο­νούν οι πα­λαιό­τε­ροι, που, σή­με­ρα, κα­ταρ­τί­ζουν εγκυ­κλο­παί­δειες, λε­ξι­κά και γραμ­μα­το­λο­γί­ες. Πα­ρό­λα αυ­τά, ως χώ­ρος έχει εδώ και και­ρό εντα­χθεί στους Του­ρι­στι­κούς Πε­ρι­πά­τους του αθη­ναϊ­κού κέ­ντρου.  
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 19/9/2015.

Άνθη του γιαλού

Λέ­αν­δρος Πο­λε­νά­κης
«Βάρ­κα στο για­λό.
Ιστο­ρί­ες με Σίφ­νο»
Εκ­δό­σεις
Πο­λι­τι­στι­κός Σύλ­λο­γος Σίφ­νου
Μάρ­τιος 2015

Ο Σε­πτέμ­βριος κα­λά κρα­τεί και εμείς πα­ρα­μέ­νου­με στο Αι­γαίο και τα πλε­ού­με­νά του. Αυ­τό, σε πεί­σμα των εκλο­γών και της ατέρ­μο­νος, συ­χνά στη­μέ­νης και δό­λιας, εκλο­γο­λο­γί­ας. Προ­τι­μού­με να κω­φεύ­ου­με στις Κασ­σάν­δρες και να στή­νου­με αυ­τί στις Σει­ρή­νες. Και οι πιο γλυ­κό­λα­λες Σει­ρή­νες έρ­χο­νται από τις πα­λαιές ιστο­ρί­ες, για­τί αυ­τές συ­γκρο­τούν την πα­ρά­δο­ση ενός τό­που. Υπήρ­ξαν και, ευ­τυ­χώς, εξα­κο­λου­θούν να υπάρ­χουν ηπει­ρω­τι­κές όσο και νη­σιω­τι­κές πε­ριο­χές, με κά­ποια, με­γα­λύ­τε­ρη ή μι­κρό­τε­ρη, πο­λι­τι­στι­κή πα­ρά­δο­ση. Κα­τά κα­νό­να, πρό­κει­ται για λαϊ­κή πα­ρά­δο­ση, κά­που, όμως, σε εκεί­νη προ­στί­θε­ται και η λό­για. Ιδιαί­τε­ρη θέ­ση σε αυ­τούς τους κα­λό­τυ­χους τό­πους κα­τέ­χει το νη­σί της Σίφ­νου. Μά­λι­στα, στην πε­ριο­χή της λο­γο­τε­χνί­ας, η άλυ­σος σίφ­νιων συγ­γρα­φέ­ων εί­ναι μα­κριά. Το θυ­μί­ζουν οι εντοι­χι­σμέ­νες πλά­κες σε οι­κί­ες, αλ­λά και σε κε­λιά μο­να­στη­ριών. Οι προ­το­μές και τα αγάλ­μα­τα σε πλα­τειού­λες και παρ­κά­κια. Επί­σης, κά­ποιες ονο­μα­σί­ες δρο­μί­σκων, κα­θώς και αφιε­ρω­μα­τι­κές ει­κό­νες σε εκ­κλη­σί­δια.
 Από τους συγ­γρα­φείς τώ­ρα, πιο ονο­μα­στοί οι ποι­η­τές, πα­ρα­τάσ­σο­νται σε δια­φο­ρε­τι­κές γε­νιές. Ξε­κι­νούν από τον Αρι­στο­μέ­νη Προ­βε­λέγ­γιο της γε­νιάς του 1880 και τον Ιω­άν­νη Γρυ­πά­ρη στην ομά­δα της επό­με­νης και τε­λευ­ταί­ας δε­κα­ε­τί­ας του 19ου αιώ­να, μέ­χρι τον εγ­γο­νό του Προ­βε­λέγ­γιου, τον Γιώρ­γο Λί­κο, της πρώ­της με­τα­πο­λε­μι­κής γε­νιάς. Με­τά έρ­χο­νται οι συγ­γρα­φείς, που διέ­πρε­ψαν στη δη­μο­σιο­γρα­φία, με πρώ­το τον άτυ­χο Κλε­άν­θη Τρια­ντά­φυλ­λο, γνω­στό ως Ρα­μπα­γά. Το πα­ρών δί­νει και ένας θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, ο Μα­νώ­λης Κορ­ρές, που απο­τόλ­μη­σε μυ­θι­στό­ρη­μα στο αμι­γώς σιφ­νέι­κο ιδιό­λε­κτο, «Η κε­ρά­τσα μου». Το πα­ρά­δο­ξο εί­ναι πως αυ­τή η πο­λι­τι­στι­κή πα­ρά­δο­ση, πα­ρό­λο που αν­θί­στα­ται και βρί­σκει συ­νε­χι­στές, δεν έχει τη σκέ­πη του αθη­ναϊ­κού κέ­ντρου. Για να ακρι­βο­λο­γού­με, αγνο­εί­ται πα­ντε­λώς. Το επι­βε­βαιώ­νουν αρ­κε­τοί συγ­γρα­φείς, που δυ­σκο­λεύ­ο­νται να βρουν εκ­δό­τη για βι­βλία εστια­σμέ­να στην πα­ρά­δο­ση ενός τό­που. Εί­τε πρό­κει­ται για αφη­γη­μα­τι­κά εί­τε για με­λε­τή­μα­τα ιστο­ρι­κού ή και γλωσ­σο­λο­γι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος. Μάλ­λον κα­τ’ εξαί­ρε­ση, η Σίφ­νος έχει, εδώ και 33 χρό­νια, Πο­λι­τι­στι­κό Σύλ­λο­γο, που, τε­λευ­ταία, ανα­πτύσ­σει πλού­σια και πο­λύ­πλευ­ρη δρά­ση. Δί­πλα στην ορ­γά­νω­ση ποι­κί­λων εκ­δη­λώ­σε­ων –ει­κα­στι­κών, μου­σι­κών, θε­α­τρι­κών– συν­δρά­μει και την έκ­δο­ση βι­βλί­ων που αφο­ρούν απο­κλει­στι­κά την σιφ­νέι­κη ιδιαι­τε­ρό­τη­τα. Όπως το μυ­θι­στό­ρη­μα του Μί­μη Λε­μο­νή «Ο πει­ρα­τής της Σίφ­νου», τα αφη­γή­μα­τα των Κορ­ρέ και Γιώρ­γου Μα­τζου­ρά­νη «Κα­μέ­να χρό­νια και και­ροί...» και εφέ­τος, τις ιστο­ρί­ες του Λέ­αν­δρου Πο­λε­νά­κη.
Δυ­στυ­χώς, όμως, αυ­τές οι αξιό­λο­γες εκ­δό­σεις, που μπο­ρούν να στοι­χη­θούν δί­πλα στις αθη­ναϊ­κές εκ­δό­σεις ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φί­ας και μά­λι­στα, να κα­τα­λά­βουν ιδιαί­τε­ρη θέ­ση, κα­θώς συν­δυά­ζουν το τερ­πνό με­τά του ωφε­λί­μου, ου­δό­λως σχο­λιά­ζο­νται. Ού­τε σε δη­μο­σιο­γρα­φι­κό επί­πε­δο, ού­τε από λο­γο­τε­χνι­κής πλευ­ράς. Πι­θα­νώς, για­τί αυ­τό που εμείς χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ως ωφέ­λι­μο, που ση­μαί­νει τη διά­σω­ση της λα­ο­γρα­φι­κής πα­ρά­δο­σης, να θε­ω­ρεί­ται από πολ­λούς ως πα­ρω­χη­μέ­νο. Μά­λι­στα, στο πνεύ­μα της πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τας, που ο ελ­λη­νι­κός Τύ­πος εν­στερ­νί­ζε­ται και επι­ζη­τεί να επι­βάλ­λει σαν το ιδα­νι­κό πρό­τυ­πο, μπο­ρεί να εκλαμ­βά­νε­ται ακό­μη και ως επι­ζή­μιο. Όσο αφο­ρά τη λο­γο­τε­χνι­κή αξία πα­ρό­μοιων βι­βλί­ων, κα­θώς ανα­σταί­νουν πα­ρελ­θο­ντι­κές κα­τα­στά­σεις, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς τύ­πους και “στέ­κια”, τα εντάσ­σουν στην πα­λαιό­τε­ρη τά­ση της ηθο­γρα­φί­ας και συ­να­κό­λου­θα, τα πα­ρα­γκω­νί­ζουν. Αυ­τό συμ­βαί­νει και με τις συ­γκε­κρι­μέ­νες σιφ­νέι­κες εκ­δό­σεις. Από μία στε­νή οπτι­κή, το δεύ­τε­ρο βι­βλίο, των Κορ­ρέ-Μα­τζου­ρά­νη, που εί­ναι συ­να­γω­γή αφη­γη­μά­των δη­μο­σιευ­μέ­νων στον σιφ­νέι­κο Τύ­πο μέ­σα στη δε­κα­ε­τία του ’60, έχει κά­ποιον ηθο­γρα­φι­κό χα­ρα­κτή­ρα, που, όμως, δια­σκε­δά­ζε­ται από το χιού­μορ και την αφη­γη­μα­τι­κή δει­νό­τη­τα του συγ­γρα­φι­κού δι­δύ­μου. Δεν ισχύ­ει, ωστό­σο, για τα άλ­λα δυο, όπου κερ­δί­ζει έδα­φος η μυ­θο­πλα­σία.
Σε αυ­τήν την απα­ξί­ω­ση, ως ένα βαθ­μό, συμ­βάλ­λουν και οι εμπλε­κό­με­νοι στην έκ­δο­ση, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των συγ­γρα­φέ­ων. Εί­ναι εν­δει­κτι­κό, ότι ανα­γνω­ρι­σμέ­νοι συγ­γρα­φείς, όπως ο Κορ­ρές και ο Μα­τζου­ρά­νης, φαί­νε­ται να πα­ρα­λεί­πουν το εν λό­γω βι­βλίο στα βιο­γρα­φι­κά τους. Η απο­ρία εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη στην πε­ρί­πτω­ση του Λέ­αν­δρου Πο­λε­νά­κη. Θε­α­τρι­κός κρι­τι­κός, με συ­μπλη­ρω­μέ­νη 35ε­τή θη­τεία στην εφη­με­ρί­δα «Αυ­γή», αλ­λά και με πα­ρά­πλευ­ρες λο­γο­τε­χνι­κές επι­δό­σεις. Πρώ­τα ποι­η­τής, με­τά δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, στα τε­λευ­ταία χρό­νια, και μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, ενώ, μό­λις πέ­ρυ­σι, απο­κα­λύ­φθη­κε, πως, όλα αυ­τά τα χρό­νια, δεν έκρι­νε μό­νο αλ­λά και έγρα­φε θε­α­τρι­κά έρ­γα, που άφη­νε στο συρ­τά­ρι.
Αυ­τό σε πο­λύ γε­νι­κές γραμ­μές εί­ναι το προ­φίλ του Πο­λε­νά­κη, που, εφέ­τος, εξέ­δω­σε δυο βι­βλία, ένα “πο­λι­τι­κο­ε­ρω­τι­κό θρί­λερ” («Ο Κομ­μέ­νος Υπουρ­γός») σε αθη­ναϊ­κό εκ­δο­τι­κό οί­κο και τις ιστο­ρί­ες σε σιφ­νέι­κο. Το πρώ­το συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στην κα­τα­γρα­φή των υπό κυ­κλο­φο­ρία ελ­λη­νι­κών βι­βλί­ων και έχει ήδη επαι­νε­θεί από την κρι­τι­κή, σε αντί­θε­ση με το δεύ­τε­ρο, που δεί­χνει να λαν­θά­νει. Το πρώ­το δεν το λά­βα­με, το δεύ­τε­ρο, όλως τυ­χαί­ως, έφτα­σε στα χέ­ριά μας. Κα­τά κα­λή σύμ­πτω­ση, θα λέ­γα­με, κα­θώς δεν πρό­κει­ται για ένα ακό­μη αγο­ραίο βι­βλίο, αλ­λά για ιστο­ρί­ες, που εντάσ­σο­νται στην ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Και μά­λι­στα, στη θα­λασ­σι­νή λο­γο­τε­χνία. Στον σύ­ντο­μο πρό­λο­γο του Πο­λι­τι­στι­κού Συλ­λό­γου, επι­ση­μαί­νε­ται η προ­σω­πι­κό­τη­τα του συ­μπα­τριώ­τη τους συγ­γρα­φέα και η ανα­βί­ω­ση προ­σώ­πων και κα­τα­στά­σε­ων από το πα­ρελ­θόν της Σίφ­νου. Οπό­τε και αι­τιο­λο­γεί­ται η έκ­δο­ση σε το­πι­κό επί­πε­δο, πα­ράλ­λη­λα, όμως, δι­καιο­λο­γεί­ται η μη πε­ραι­τέ­ρω προ­βο­λή του. Αν, όμως, το βι­βλίο δια­θέ­τει αφη­γη­μα­τι­κές αρε­τές, όχι ενός δια­βα­στε­ρού θρί­λερ, αλ­λά ενός πε­ζο­γρα­φή­μα­τος, τό­τε έρ­χε­ται ως μία ακό­μη έν­δει­ξη για τις  πα­ρά­πλευ­ρες απώ­λειες, όταν πε­ριο­ρί­ζου­με τον εκ­δο­τι­κό ορί­ζο­ντα στην αθη­ναϊ­κή ομ­φα­λο­σκο­πία.
Ας δού­με εκ του σύ­νεγ­γυς αυ­τήν τη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των του Πο­λε­νά­κη, που έρ­χε­ται 30 χρό­νια με­τά την πρώ­τη («Συ­νέ­βη στην Γκο­ντ­βά­να», εκδ. Δελ­φί­νι). Κα­τ’ αρ­χάς, ο υπό­τι­τλος κυ­ριο­λε­κτεί. Δεν πρό­κει­ται για ιστο­ρί­ες από τη Σίφ­νο, κα­θώς επί μέ­ρους συμ­βά­ντα το­πο­θε­τού­νται στην Αθή­να, ενώ μέ­ρος της δρά­σης της εκτε­νέ­στε­ρης ιστο­ρί­ας στη γει­το­νι­κή της Σίφ­νου Σύ­ρο, αλ­λά και εκτός συ­νό­ρων, στη Σμύρ­νη στα χρό­νια λί­γο πριν το ’22 και στο Ντύσ­σελ­ντορφ του 1948. Σί­γου­ρα, όμως, πρό­κει­ται για ιστο­ρί­ες “με Σίφ­νο” και μά­λι­στα, με πο­λύ Σίφ­νο. Εντύ­πω­ση, που επι­τεί­νε­ται από το σιφ­νέι­κο γλωσ­σι­κό ιδί­ω­μα, έτσι όπως αλα­τί­ζει τις ιστο­ρί­ες, ιδιαί­τε­ρα στα δια­λο­γι­κά μέ­ρη, προσ­δί­δο­ντάς τους πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα. Εί­ναι οι φω­νηε­ντι­κά απο­κλί­νου­σες λέ­ξεις, το προ­σω­δια­κό στην εκ­φο­ρά, η πα­ραλ­λα­γή των βα­πτι­στι­κών ονο­μά­των, τα θη­λυ­κά σε χαϊ­δευ­τι­κά ου­δέ­τε­ρα, τα αρ­σε­νι­κά σε συ­γκο­πτό­με­να πε­ρι­παι­κτι­κά μο­νο­σύλ­λα­βα. Επα­νερ­χό­με­νοι στον υπό­τι­τλο, πα­ρα­τη­ρού­με πως ο πλη­θυ­ντι­κός ιστο­ρί­ες δεν δί­νει ακρι­βή ει­κό­να των πε­ριε­χο­μέ­νων. Κι αυ­τό, για­τί η πρώ­τη ιστο­ρία, η ομό­τι­τλη, σε έκτα­ση νου­βέ­λας, δεν μπο­ρεί να λο­γα­ρια­στεί ως ισο­βα­ρής των τεσ­σά­ρων σύ­ντο­μων που ακο­λου­θούν.
Υπάρ­χουν, εντού­τοις, κοι­νές αφη­γη­μα­τι­κές αρε­τές. Στην ύφαν­ση της πλο­κής, προ­ε­ξάρ­χουν οι συ­χνές ανα­τρο­πές των ανα­γνω­στι­κών προσ­δο­κιών. Ως πιο εν­δει­κτι­κό πα­ρά­δειγ­μα, ανα­φέ­ρου­με το ξε­κί­νη­μα της πρώ­της ιστο­ρί­ας. Πα­ραλ­λάσ­σο­ντας ο συγ­γρα­φέ­ας κο­σμη­τι­κά επί­θε­τα, που εί­θι­σται να ανα­φέ­ρο­νται στα γυ­ναι­κεία κάλ­λη, και επι­στρα­τεύ­ο­ντας ρή­μα­τα υπαι­νι­κτι­κού ερω­τι­σμού, καλ­λιερ­γεί­ται η εντύ­πω­ση πως πρό­κει­ται για την πε­ρι­γρα­φή καλ­λί­πυ­γου θη­λυ­κού, ενώ, τε­λι­κά, γί­νε­ται λό­γος για το πλε­ού­με­νο του τί­τλου, μία “βάρ­κα στο για­λό”. Κα­τ’ εξαί­ρε­ση, αυ­τός ο τί­τλος κυ­ριο­λε­κτεί, ενώ εκεί­νοι των σύ­ντο­μων ιστο­ριών προ­οι­κο­νο­μούν τον εύ­θυ­μο χα­ρα­κτή­ρα τους.
Μία άλ­λη αρε­τή, που δια­σκε­δά­ζει τις όποιες ηθο­γρα­φι­κές πτυ­χές, εί­ναι οι κω­μι­κές σκη­νές γκανγκ, όπως απο­κα­λού­νται στον κι­νη­μα­το­γρά­φο. Κω­μι­κά ευ­ρή­μα­τα και μυ­θο­πλα­στι­κές εκ­πλή­ξεις, προ­σφυώς εν­σω­μα­τω­μέ­νες, με μία ιστο­ρία να απο­τε­λεί­ται εξ ολο­κλή­ρου από γκανγκ σκη­νές. Σε αυ­τήν, η αφή­γη­ση ζω­ντα­νεύ­ει με ένα κυ­κλι­κό πα­νο­ρα­μίκ “τον Που­νέ­ντε τον Κα­μα­ρια­νέι­κο”, που “μπή­κε στον πει­ρα­σμό” να ση­κώ­σει τον προ­κομ­μέ­νο Σταύ­ρο, κα­θό­σον “λε­πτο­κα­μω­μέ­νος και λια­νο­κόκ­κα­λος”, ενώ “ο γά­δα­ρός” του, πα­ρά τον τί­τλο, «Πε­τά­ει ο Γά­δα­ρος;», δεν πε­τά­ει, αλ­λά σπά­ζει το σχοι­νί και ανα­στα­τώ­νει “τον πα­λιό μώ­λο” των Κα­μα­ρών, όπως τον πρό­λα­βε παι­δί ο συγ­γρα­φέ­ας. Με αυ­τό το σου­ρε­α­λι­στι­κό μο­νο­πλά­νο δεν ανα­σταί­νε­ται μό­νο ο τό­πος, όπως ήταν πριν έρ­θουν “οι επαγ­γελ­μα­τί­ες ερ­γο­λά­βοι” και ό,τι απο­κα­λού­με αξιο­ποί­η­ση, αλ­λά δια­σκε­δά­ζει και ο ση­με­ρι­νός ανα­γνώ­στης, ο νε­ό­τε­ρος, που δυ­σα­να­σχε­τεί με πα­ρελ­θο­ντο­λο­γί­ες και το­πι­κι­σμούς.
Τό­νοι πε­ρι­παι­κτι­κοί έως σαρ­κα­στι­κοί δια­χέ­ο­νται και στις υπό­λοι­πες δι­η­γή­σεις. Λαν­θά­νουν και κα­ταγ­γελ­τι­κοί τό­νοι, κα­λά κρυμ­μέ­νοι από “το πα­ρα­δο­σια­κό, υπό­γειο, ανα­τρε­πτι­κό και αναρ­χι­κό χιού­μορ” του Σιφ­νιού, κα­τά την πε­ρι­γρα­φή του συγ­γρα­φέα στο δι­ή­γη­μα «Ο Σω­τή­ρης ο για­τρός». Στην πε­ρί­πτω­ση της οι­κο­γέ­νειας Πο­λε­νά­κη, απο­βαί­νει εμ­φα­νέ­στε­ρο, κα­θώς φαί­νε­ται να πη­γαί­νει από πα­τέ­ρα σε γιο. Ο πα­τέ­ρας του συγ­γρα­φέα, ο γε­λοιο­γρά­φος Στα­μά­της Πο­λε­νά­κης, ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στός από το εβδο­μα­διαίο πε­ριο­δι­κό ποι­κί­λης ύλης «Το Ρο­μάν­τσο», με τις θρυ­λι­κές φι­γού­ρες του Σπα­γκο­ραμ­μέ­νου και του γκα­φα­τζή Πί­πη Πά­πια, εί­ναι ο ήρω­ας του κα­τα­λη­κτι­κού αφη­γή­μα­τος «Το αστείο του Πο­λε­νά­κη ή φου­γά­ρα στη Συγ­γρού». Σε εκεί­νο, δί­νε­ται με ένα άλ­λο ξε­καρ­δι­στι­κό μο­νο­πλά­νο η απο­βί­βα­ση τα πα­λιά χρό­νια στο λι­μά­νι με βάρ­κες. Κά­πως έτσι, ο Πο­λε­νά­κης κα­τορ­θώ­νει να μην ηθο­γρα­φεί, αλ­λά, αντι­στρό­φως, να επω­φε­λεί­ται από τον τό­πο, αντλώ­ντας το υπό­στρω­μα για τις ιστο­ρί­ες του, χιου­μο­ρι­στι­κές ή και ιστο­ρι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος όπως η ομό­τι­τλη.
Αυ­τή η ιστο­ρία εί­ναι που τον συ­στή­νει κα­λύ­τε­ρα ως πε­ζο­γρά­φο. Δεν έχει μό­νο την έκτα­ση νου­βέ­λας, αλ­λά και μία πρω­τό­τυ­πη αφη­γη­μα­τι­κή δο­μή, που προσ­δί­δει στην υπό­θε­ση πλο­κή και κά­ποιο σα­σπένς. Δυο θή­λεια ονό­μα­τα, το ένα ξε­νι­κό και το άλ­λο αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό, η Μό­νι­κα και η Αλ­κμή­νη, βρί­σκο­νται ανα­με­μιγ­μέ­να στο άσχη­μο τέ­λος του συ­ρια­νού Δη­μή­τρη Περ­σά­κη. Εί­χε “με­λαγ­χο­λι­κά μαύ­ρα μά­τια ποι­η­τή”, ήταν “κρυ­φά λο­γο­δο­σμέ­νος με την όμορ­φη δε­κα­ε­φτά­χρο­νη Μα­ρία” από τη Σίφ­νο, βρέ­θη­κε στον πό­λε­μο “δό­κι­μος ση­μαιο­φό­ρος του πο­λε­μι­κού Ναυ­τι­κού” και στην Κα­το­χή, σα­μπο­τέρ στη Σίφ­νο. Η ιστο­ρία αρ­χί­ζει in media res: προ­δο­σία, φυ­λά­κι­ση, από­πει­ρα από­δρα­σης, συ­μπλο­κή με γερ­μα­νι­κή πε­ρί­πο­λο. Οι βί­οι προ­σώ­πων και πλε­ού­με­νων συ­μπλέ­κο­νται, το κου­βά­ρι ξε­μπλέ­κε­ται με τις μαρ­τυ­ρί­ες δια­δο­χι­κών αφη­γη­τών. Ο κυ­ρί­ως αφη­γη­τής, μάλ­λον το alter ego του συγ­γρα­φέα, για να κα­λύ­ψει τις πολ­λα­πλές πτυ­χές της ιστο­ρί­ας, περ­νά­ει τη σκυ­τά­λη σε άλ­λα πρό­σω­πα, που τυ­χαί­νει να έχουν άμε­ση γνώ­ση των συμ­βά­ντων. Επι­προ­σθέ­τως, στη δι­κή του αφή­γη­ση, εναλ­λάσ­σει το πρώ­το πρό­σω­πο με το δεύ­τε­ρο, απευ­θυ­νό­με­νος σε μία γυ­ναί­κα, που μέ­νει αό­ρι­στης υπό­στα­σης, σί­γου­ρα νέα και επι­θυ­μη­τή. Όπως και στη σύ­ντο­μη ιστο­ρία, «Λά­κτι­σμα πώ­μα­τος φιά­λης», όταν υπάρ­χουν ερω­τι­κοί υπαι­νιγ­μοί, η δι­ή­γη­ση απο­κτά τρυ­φε­ρή χροιά, εί­τε πρό­κει­ται για μα­ταιω­μέ­νους έρω­τες άλ­λων και­ρών εί­τε για μια ασα­φή μελ­λο­ντι­κή υπό­σχε­ση. Να ση­μειώ­σου­με, πως ο θε­α­τρι­κός Πο­λε­νά­κης βοη­θά τον πε­ζο­γρά­φο στη σκια­γρά­φη­ση μί­ας ρο­μα­ντι­κής ηρω­ί­δας. Στα πρό­σω­πα της νου­βέ­λας εμπλέ­κε­ται και μία νέα ηθο­ποιός, ονό­μα­τι Ζωή, που πρό­λα­βε να υπο­δυ­θεί μό­νο έναν ρό­λο, αυ­τόν της Οφή­λιας, να ερω­τευ­τεί και να πε­θά­νει νέα. Μο­να­δι­κό δια­σω­θέν ίχνος της εί­ναι η σει­ρά πι­νά­κων της αδελ­φής του Δη­μή­τρη, της γνω­στής ζω­γρά­φου Γιάν­νας Περ­σά­κη, με τί­τλο, «Ζωή». Το επί­θε­το της Ζω­ής, ο συγ­γρα­φέ­ας το αφή­νει γρί­φο για επα­ΐ­ο­ντες. Τέ­λος, οι λο­γο­τε­χνι­κά υπο­ψια­σμέ­νοι θα εκτι­μή­σουν το πα­πα­δια­μά­ντειο άρω­μα, εις στα­γό­νας μεν αλ­λά ευ­διά­κρι­το. “Επι­πο­λής εις το κύ­μα” έπλεε η Μό­νι­κα, ως “άν­θος του για­λού”, που βρή­κε δρα­μα­τι­κό­τε­ρο τέ­λος εκεί­νου του Δη­μή­τρη.


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Φω­το­γρα­φία: Κα­μά­ρες Σίφ­νου, 1963. Βάρ­κα τρα­βηγ­μέ­νη στο βρα­χώ­δες του για­λού. Φωτ. Δημ. Πα­πα­δή­μος.
 Δη­μο­σιεύ­θη­κε στην εφη­με­ρί­δα "Η Επο­χή" στις 13/9/2015.