Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Μολυβδο - Κονδυλοφόρος

«Κον­δυ­λο­φό­ρος»
Tό­μος 13. 2014
University Studio Press
Ιού­λιος 2015
 
 Στα­θε­ρά ε­τε­ρο­χρο­νι­σμέ­νη, αλ­λά χω­ρίς να α­θε­τεί το ε­τή­σιο ρα­ντε­βού της, κυ­κλο­φό­ρη­σε και ε­φέ­τος αυ­τή η μο­να­δι­κή, αν δεν σφάλ­λου­με, “έκ­δο­ση νεό­τε­ρης ελ­λη­νι­κής φι­λο­λο­γίας”. Η ί­δια τα­κτι­κό­τη­τα χα­ρα­κτη­ρί­ζει και τη δο­μή κά­θε τεύ­χους: το κυ­ρίως σώ­μα, με σχε­δόν στα­θε­ρό α­ριθ­μό με­λε­τη­μά­των, των ο­ποίων προ­τάσ­σο­νται νε­κρο­λο­γίες, η ε­νό­τη­τα «Μο­νο­κο­ντυ­λιές» με συ­ντο­μό­τε­ρα κεί­με­να, μία δεύ­τε­ρη, μι­κρό­τε­ρη σε έ­κτα­ση, ε­νό­τη­τα, το «Με­λα­νο­δο­χείο», με βι­βλιο­κρι­σίες, που, κα­τά κα­νό­να, πε­ριο­ρί­ζε­ται στην πα­ρου­σία­ση μίας μό­νο έκ­δο­σης, και την α­κρο­τε­λεύ­τια νεό­τευ­κτη ε­νό­τη­τα, την βι­βλιο­γρα­φι­κή. Συ­στα­τι­κά στοι­χεία των συ­νερ­γα­τών του τεύ­χους δεν δί­νο­νται, ε­κτός α­πό την α­να­γρα­φή στο τέ­λος κά­θε κει­μέ­νου της πα­νε­πι­στη­μια­κής έ­δρας του συγ­γρα­φέα.
Ξε­κι­νού­με με την τε­λευ­ταία πο­λύ­τι­μη ε­νό­τη­τα, κα­θώς η βι­βλιο­γρά­φη­ση δεν θεω­ρεί­ται α­πό τους φι­λο­λό­γους ως α­πα­ραί­τη­το έρ­γο, προ­τασ­σό­με­νο θεω­ρη­τι­κών δια­νοί­ξεων. Στο πρό­σφα­το τεύ­χος, βι­βλιο­γρα­φεί­ται α­πό την Χρ. Ηλιά­δου το τρι­μη­νιαίο πε­ριο­δι­κό «Αργώ», έ­να α­πό τα τρία λο­γο­τε­χνι­κά με αυ­τήν τη μυ­θο­λο­γι­κή ο­νο­μα­σία. Πρό­κει­ται για το πρώ­το, το α­λε­ξαν­δρι­νό, και το μα­κρο­βιό­τε­ρο, α­φού έ­φτα­σε τα 19 τεύ­χη σε μία πε­ρίο­δο τεσ­σε­ρά­μι­σι ε­τών (Απρ. 1923-Δεκ. 1927). Ενώ, η πει­ραϊκή «Αργώ», δε­κα­εν­νιά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, εκ­κι­νώ­ντας τον χει­μώ­να της με­γά­λης πεί­νας, δε­κα­πεν­θή­με­ρη, έ­μει­νε στα 12 τεύ­χη σε 14 μή­νες. Όσο, για την κα­βα­λιώ­τι­κη, εί­κο­σι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στην “κου­τσή ά­νοι­ξη” της δε­κα­ε­τίας του ’60, μη­νιαία, μό­λις που συ­μπλή­ρω­σε έ­ξι τεύ­χη μέ­χρι Σεπ. 1962. Πα­ρα­δό­ξως, και οι τρεις ά­φη­σαν το ί­χνος τους, εν μέ­ρει, χά­ρις και στους ψευ­δώ­νυ­μους συ­νερ­γά­τες τους.
Η με­τα­πο­λε­μι­κή με τον Θα­νά­ση Χι­λιώ­τη, η κα­το­χι­κή με τον Σω­τή­ρη Λεω­νι­δά­κη, τον ο­ποίον δεν α­να­φέ­ρει η συ­ντάκ­τρια του Λήμ­μα­τος της πρό­σφα­της «Εγκυ­κλο­παί­δειας του ελ­λη­νι­κού τύ­που», προ­φα­νώς α­γνοώ­ντας σε ποιόν α­νή­κει το ψευ­δώ­νυ­μο, και τέ­λος, η α­λε­ξαν­δρι­νή, χά­ρις στην “δρά­κα των νέων Αλε­ξα­ντρι­νώ­ν”, που την δη­μιούρ­γη­σαν. Κα­τ’ α­νά­γκη, ψευ­δώ­νυ­μοι, πει­θαρ­χού­ντες στην συ­ντη­ρη­τι­κή α­λε­ξαν­δρι­νή κοι­νω­νία της ε­πο­χής. Σύμ­φω­να με μαρ­τυ­ρία ε­νός α­πό αυ­τούς (δεν α­πο­κλείου­με να πρό­κει­ται για τον α­ταύ­τι­στο Άλκη, που συ­ντάσ­σει τη μό­νι­μη στή­λη των «Ση­μειω­μά­των»), δύο α­πό αυ­τούς, με το πρώ­το τεύ­χος α­να χεί­ρας, πή­ραν το θάρ­ρος και ε­πι­σκέ­φτη­καν τον Κα­βά­φη, που ή­ταν ή­δη ε­νή­με­ρος για την έκ­δο­ση του νέ­ου πε­ριο­δι­κού α­πό σχε­τι­κή κα­τα­χώ­ρη­ση στη «Νέα Ζωή», το μο­να­δι­κό λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό, Απρ. 1923. Γλα­φυ­ρή η πε­ρι­γρα­φή του ει­κο­σα­ε­τούς συ­ντά­κτη, ευ­φρα­δής ο ί­διος, φαί­νε­ται πως τον έ­πει­σαν. Άνοι­ξε το συρ­τά­ρι και τους έ­δω­σε δυο ποιή­μα­τα σε πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση. Και κα­λά το “ι­στο­ριο­γε­νές” «Άννα Κο­μνη­νή», που φύ­λα­γε κο­ντά πε­ντα­ε­τία, αλ­λά τους πα­ρέ­δω­σε και το “η­δο­νι­κό” «Να μεί­νει».   
Αν το πρό­σφα­το τεύ­χος του «Κον­δυ­λο­φό­ρου» κλεί­νει με την Βι­βλιο­γρα­φία ε­νός α­λε­ξαν­δρι­νού πε­ριο­δι­κού, α­νοί­γει με τη μνη­μό­νευ­ση δυο θα­νό­ντων ε­ντός του έ­τους, μη Θεσ­σα­λο­νι­κέων, οι ο­ποίοι, ό­μως, έ­ζη­σαν και δί­δα­ξαν στην πό­λη. Του Εμμα­νουήλ Κρια­ρά και του Δη­μή­τρη Σπά­θη. Το έρ­γο α­να­λαμ­βά­νουν, α­ντι­στοί­χως, η φι­λό­λο­γος Κ. Δ. Πη­δώ­νια, πρώ­τη τη τά­ξει συ­νερ­γά­τρια του Κρια­ρά, που συ­ντάσ­σει μία γλα­φυ­ρά στρογ­γυ­λε­μέ­νη νε­κρο­λο­γία, και η θε­α­τρο­λό­γος Δηώ Καγ­γε­λά­ρη, που δη­μο­σιεύει έ­ναν υ­φο­λο­γι­κά ε­πι­με­λη­μέ­νο ε­πι­κή­δειο λό­γο. Γεν­νη­θείς ο Κρια­ράς στις 28 Νοε. 1906, στον Πει­ραιά, με κα­τα­γω­γή α­πό τα Σφα­κιά Κρή­της, α­πε­βίω­σε α­πό α­να­κο­πή καρ­διάς, στο σπί­τι του, αρ­γά το βρά­δυ, Πα­ρα­σκευή, 22 Αυγ. 2014. Νεό­τε­ρος ο Σπά­θης, γεν­νη­θείς στις 11 Νοε. 1925, στο Κάι­ρο, α­πε­βίω­σε α­πό ο­ξύ πνευ­μο­νι­κό οί­δη­μα, σε α­θη­ναϊκό νο­σο­κο­μείο, πρωί Δευ­τέ­ρας, 29 Δεκ. 2014. Πα­ρό­μοιες πλη­ρο­φο­ρίες δεν δί­νο­νται α­πό τις δυο “μα­θή­τριές” τους. Δεν δι­καιού­νται, ό­μως, οι τε­θνεώ­τες, ως μία ύ­στα­τη έν­δει­ξη σε­βα­σμού, την α­κρι­βο­λό­γο α­να­φο­ρά της α­να­χώ­ρη­σής τους, α­ντί ε­κεί­νου του στε­ρού­με­νου νοή­μα­τος, “πλή­ρης η­με­ρώ­ν”, που κα­λύ­πτει η­λι­κια­κό φά­σμα του­λά­χι­στον ει­κο­σα­ε­τίας; Ή, για τους μη συ­μπλη­ρώ­σα­ντες την η­λι­κια­κή πλη­ρό­τη­τα, της α­να­φο­ράς δυο η­λι­κιών, κα­θώς ο γρά­φων δεν α­να­τρέ­χει σε ε­ξα­κρί­βω­ση της η­με­ρο­μη­νίας γεν­νή­σεως; Ύστε­ρα, σε ό­ποια η­λι­κία κι αν βρί­σκε­ται κά­ποιος, α­πό κά­τι πη­γαί­νει, και έ­χει ση­μα­σία, αν βρι­σκό­ταν στο κρε­βά­τι του και αν εί­χε κά­ποιο δι­κό του δί­πλα, ή, λό­γω η­λι­κίας, του πα­ρά­στε­κε μό­νο η αλ­λο­δα­πή οι­κια­κή βο­η­θός.
Βε­βαίως, οι νε­κρο­λο­γίες ε­στιά­ζουν και ορ­θά στον άν­θρω­πο και το έρ­γο. Ού­τε, ό­μως, ως προς αυ­τό φαί­νε­ται να α­κρι­βο­λο­γούν, κα­θώς δεν α­να­φέ­ρο­νται στις ι­διό­τη­τες του προ­σώ­που, αλ­λά ε­ξαί­ρουν τις α­ρε­τές του. Πα­ρο­μοίως, δεν δί­νουν τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του έρ­γου του, αλ­λά το εκ­θειά­ζουν. Αυ­τή η α­δυ­να­μία πρό­τα­ξης μίας στοι­χειώ­δους α­ντι­κει­με­νι­κής α­να­φο­ράς δεν ε­πι­δει­κνύε­ται μό­νο στις νε­κρο­λο­γίες, αλ­λά α­πλώ­νε­ται σε ο­λό­κλη­ρο το φά­σμα κρι­τι­κού λό­γου. Από νε­κρο­λο­γίες μέ­χρι βι­βλιο­πα­ρου­σιά­σεις. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο τεύ­χος, ο Γ. Πα­πα­θε­ο­δώ­ρου πα­ρου­σιά­ζει τη μο­νο­γρα­φία της Έ. Φι­λο­κύ­πρου για “την ποιη­τι­κή πε­ρι­πέ­τεια του Τά­σου Λει­βα­δί­τη”, που εκ­δό­θη­κε το 2013, με τη συ­μπλή­ρω­ση 25ε­τίας α­πό το θά­να­τό του. Σχο­λια­σμός α­μι­γώς ε­παι­νε­τι­κός, τό­σο στα ε­πί μέ­ρους ό­σο και ε­πί του συ­νό­λου. Πα­νε­πι­στη­μια­κός πα­νε­πι­στη­μια­κού μό­νο κα­λό λό­γο χρω­στά­ει. Με αυ­τήν, ό­μως, την τα­κτι­κή, δεν καλ­λιερ­γεί­ται διά­λο­γος γύ­ρω α­πό τα κεί­με­να, που θα μπο­ρού­σε να α­πο­βεί χρή­σι­μος για τους συγ­γρα­φείς, αλ­λά και για την συ­ντα­κτι­κή ο­μά­δα του πε­ριο­δι­κού κα­τά την α­ξιο­λό­γη­ση του τεύ­χους και κα­τ’ ε­πέ­κτα­ση, των συ­νερ­γα­τών.
Ενίο­τε, ω­στό­σο, πα­νε­πι­στη­μια­κός πα­νε­πι­στη­μια­κού μά­τι βγά­ζει. Στα 26 χρό­νια ύ­παρ­ξης του πε­ριο­δι­κού, α­πό το 1989 μέ­χρι το 2000, με τον τίτ­λο «Μο­λυ­βδο­κον­δυ­λο­πε­λε­κη­τής» για τους πρώ­τους ε­πτά τό­μους, και α­πό το 2002 μέ­χρι σή­με­ρα, με τον τίτ­λο «Κον­δυ­λο­φό­ρος» για τους 13 ε­πό­με­νους, δεν υ­πήρ­ξε κα­μία α­πο­τί­μη­ση του εγ­χει­ρή­μα­τος. Του­λά­χι­στον σε έ­ντυ­πο ευ­ρύ­τε­ρης κυ­κλο­φο­ρίας, προ­σι­τό σε κά­ποιον, ό­πως ε­μείς, που δεν α­νή­κει στην πα­νε­πι­στη­μια­κή κοι­νό­τη­τα, ού­τε καν στον φι­λο­λο­γι­κό χώ­ρο. Εξαι­ρεί­ται μία πρό­σφα­τη, συ­νο­πτι­κή, σε ο­μι­λία, που εκ­φω­νή­θη­κε σε βρα­διά α­φιε­ρω­μέ­νη στον ι­δρυ­τή του πε­ριο­δι­κού, Γ. Π. Σαβ­βί­δη, με τη συ­μπλή­ρω­ση ει­κο­σα­ε­τίας α­πό τον θά­να­τό του. Δεν θα την χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με λι­βε­λο­γρα­φι­κή, κα­θώς ο λί­βε­λος στρέ­φε­ται ε­μπα­θώς ε­να­ντίον ε­νός προ­σώ­που ή ο­μά­δας προ­σώ­πων, χω­ρίς α­να­γκα­στι­κά να στρε­βλώ­νει τα δε­δο­μέ­να. Γι’ αυ­τό και εί­ναι κα­λή ι­δέα, οι λί­βε­λοι να μέ­νουν χω­ρίς α­πά­ντη­ση. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη, ό­μως, α­να­φο­ρά δεν α­κρι­βο­λο­γεί. Επι­προ­σθέ­τως, η ε­σφαλ­μέ­νη ει­κό­να που δη­μιουρ­γεί­ται, θί­γει τον α­πο­θα­νό­ντα τι­μώ­με­νο. Πα­ρα­δό­ξως, δεν υ­πήρ­ξε α­πά­ντη­ση, διορ­θω­τι­κή των δε­δο­μέ­νων, ό­ταν η εν λό­γω ο­μι­λία δη­μο­σιεύ­τη­κε, μα­ζί με τις άλ­λες δυο ε­κεί­νης της τι­μη­τι­κής βρα­διάς, σε “Πε­ριο­δι­κό των βι­βλίω­ν”, ευ­ρείας κυ­κλο­φο­ρίας.
Η σε­λί­δα του Ex Libris, ό­που έ­χου­με πα­ρου­σιά­σει αρ­κε­τά τεύ­χη του πε­ριο­δι­κού, δεν έ­χει ού­τε το έ­να χι­λιο­στό της α­να­γνω­σι­μό­τη­τας του “Πε­ριο­δι­κού των βι­βλίω­ν”, ω­στό­σο, για να εί­μα­στε συ­νε­πείς στο δι­κό μας με­τρη­μέ­νο κοι­νό, ση­μειώ­νου­με τα α­κρι­βή δε­δο­μέ­να σχε­τι­κά με το πε­ριο­δι­κό του Σαβ­βί­δη και της με­τα­θα­νά­τιας συ­νέ­χι­σής του. Δυ­σκο­λίες ως προς την ε­ξεύ­ρε­ση εκ­δό­τη εί­χε ο Σαβ­βί­δης, ή­δη α­πό τον τέ­ταρ­το τό­μο, του 1992, ό­ταν δια­κό­πη­κε η σχέ­ση με τις εκ­δό­σεις Νε­φέ­λη. Με κα­θυ­στέ­ρη­ση, ο τέ­ταρ­τος τό­μος εκ­δό­θη­κε το 1993 α­πό την Βι­κε­λαία Δη­μο­τι­κή Βι­βλιο­θή­κη και την έν­δει­ξη Β΄ Πε­ρίο­δος. Να ση­μειώ­σου­με, πως ο Σαβ­βί­δης εί­χε ε­πι­λέ­ξει για τον ε­αυ­τό του τον τίτ­λο “Διευ­θυ­ντής Συ­ντά­ξεως”. Στον 4ο τό­μο, προ­στί­θε­ται ως “Συν­διευ­θύ­ντρια συ­ντά­ξεως” η Μ. Μη­τσού, που α­να­λαμ­βά­νει και την ε­πι­μέ­λεια έκ­δο­σης. Ακο­λου­θεί ο πέ­μπτος, δι­πλός 1995-6, με­τά τον θά­να­τό του, με “Υπεύ­θυ­νη συ­ντά­ξεως” την Μη­τσού. Με τον θά­να­το, 23 Μαρ. 1998, του διευ­θυ­ντή της Βι­κε­λαίας, Νί­κου Γιαν­να­δά­κη, α­να­ζη­τεί­ται και πά­λι εκ­δό­της. Οι δυο ε­πό­με­νοι τό­μοι, ο έ­κτος, δι­πλός 1998-9, και ο έ­βδο­μος του 2000, εκ­δί­δο­νται α­πό το Σπου­δα­στή­ριο Νέ­ου Ελλη­νι­σμού και την έν­δει­ξη Γ΄ Πε­ρίο­δος. Πα­ρα­μέ­νει η ί­δια “Υπεύ­θυ­νη συ­ντά­ξεως”, ε­νώ κα­ταρ­τί­ζε­ται ε­πτα­με­λής Συ­ντα­κτι­κή ε­πι­τρο­πή (Ν. Βα­γε­νάς, D. Haas, Χ. Λ. Κα­ρά­ο­γλου, R. Lavagnini, P. Mackidge, Μ. Πιε­ρής, Α. Πο­λί­της). Με την α­νά­λη­ψη, το 1999, της Μη­τσού θέ­σης κα­θη­γη­τή στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Μο­νά­χου και την εκ­πε­φρα­σμέ­νη ε­πι­θυ­μία του Διευ­θυ­ντή του Σπου­δα­στη­ρίου, Μα­νό­λη Σαβ­βί­δη, να χρη­σι­μο­ποιή­σει τον τίτ­λο σε πα­ρεμ­φε­ρή έκ­δο­ση, η Συ­ντα­κτι­κή ε­πι­τρο­πή ε­ξα­σφα­λί­ζει, μέ­σω του ε­νός Θεσ­σα­λο­νι­κιού μέ­λους της, εκ­δό­τη στη συ­μπρω­τεύου­σα, και με­τα­κο­μί­ζει την έ­δρα του πε­ριο­δι­κού ε­κεί. Η Συ­ντα­κτι­κή ε­πι­τρο­πή γί­νε­ται ο­κτα­με­λής, κα­θώς προ­στί­θε­ται η Μη­τσού, ε­νώ την “Γραμ­μα­τεία σύ­ντα­ξης” α­να­λαμ­βά­νει ο Κα­ρά­ο­γλου. Από τό­τε, το σχή­μα μέ­νει στα­θε­ρό, μό­νο, στον 10ο τό­μο, α­πο­χω­ρεί ο Πιε­ρής και α­να­λαμ­βά­νει η Ν. Δε­λη­γιαν­νά­κη. Όσο για την α­να­γκαία αλ­λα­γή τίτ­λου, τι­μώ­ντας τη μνή­μη του ι­δρυ­τή, ε­λά­χι­στα τον δια­φο­ρο­ποίη­σαν. Ο “παι­χνι­διά­ρι­κος” χα­ρα­κτή­ρας του θυ­σιά­στη­κε, ό­μως το πε­ριο­δι­κό πα­ρέ­μει­νε το ί­διο. Πι­στό στις θε­μα­τι­κές εμ­μο­νές του ι­δρυ­τή του, ό­πως δεί­χνουν τα Ευ­ρε­τή­ρια, που κα­τήρ­τι­σε η Μ. Σα­κελ­λα­ρίου και δη­μο­σιεύ­θη­καν στον 11ο τό­μο.
Στο πε­ριο­δι­κό της πρώ­της πε­ριό­δου, υ­πάρ­χει ως μό­το η “α­θη­σαύ­ρι­στη πα­ραλ­λα­γή”, που εί­χε ε­μπνεύ­σει τον τίτ­λο: “Εκκλη­σιά πε­λε­κη­τή,/ ποίος σε πε­λέ­κη­σε,/ -Ο γιός του πε­λε­κη­τή.  –Νά ’χα ε­γώ τα σύ­νερ­γα του γιού του πε­λε­κη­τή,/ θα σε πε­λε­κού­σα,/ πο­λύ κα­λύ­τε­ρ’ α­πό το γιό του πε­λε­κη­τή.” Μή­πως, τε­λι­κά, πε­λε­κη­τής πε­λε­κη­τή έ­βγα­λε το μά­τι, α­πό θαυ­μα­σμό για την Εκκλη­σιά, την κον­δυ­λο­πε­λε­κη­τή; Όπως και να έ­χει, έ­να πε­ριο­δι­κό δεν κρί­νε­ται α­πό τον “πα­λιο­μο­δί­τι­κο” ή μο­ντέρ­νο τίτ­λο του, για­τί τό­τε σύ­μπα­σα η φι­λο­λο­γι­κή κοι­νό­τη­τα θα έ­πρε­πε να α­γκα­λιά­σει τα πε­ριο­δι­κά με­γά­λου σχή­μα­τος, με τους μο­δά­τους αγ­γλι­στί τίτ­λους. Κά­ποια, ω­στό­σο, μέ­λη της εν­δί­δουν, αλ­λά, κα­τά το ρη­τό, “τον πλού­το πολ­λοί ε­μί­ση­σαν, την δό­ξαν (διά­βα­ζε: α­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα, λό­γω και α­ναρ­τή­σεως στα πε­ρί­πτε­ρα) ου­δείς”. Εμείς, πά­ντως, πι­θα­νώς “πα­λιο­μο­δί­τι­κα”, ε­πι­μέ­νου­με, πως έ­να πε­ριο­δι­κό κρί­νε­ται μό­νο εκ των κει­μέ­νων.
Στο τρέ­χον τεύ­χος, δη­μο­σιεύο­νται εν­νέα με­λε­τή­μα­τα, σε χρο­νο­λο­γι­κή πα­ρά­τα­ξη σύμ­φω­νη με το θέ­μα. Προ­τάσ­σο­νται δυο κεί­με­να για τον «Από­κο­πο» του Μπερ­γα­δή και α­κο­λου­θούν δυο για Κα­βά­φη. Η συ­νέ­χεια με ποιη­τές του 20ου: η γε­νιά του ’30, με κεί­με­να για Σε­φέ­ρη και Βρετ­τά­κο, η πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή, με Ανα­γνω­στά­κη,  η δεύ­τε­ρη, με τον Κύ­πριο Θε­ο­δό­ση Νι­κο­λά­ου, δέ­κα χρό­νια α­πό το θά­να­τό του. Το τε­λευ­ταίο κεί­με­νο, του Γ. Μι­χα­η­λί­δη α­πό το Πα­νε­πι­στή­μιο του Μο­νά­χου, έ­χει ως θέ­μα την «Άνθι­ση και κρί­ση του βι­βλίου στην Ελλά­δα του Με­σο­πο­λέ­μου», ε­στιά­ζο­ντας στην, “ευ­ρω­παϊκού χα­ρα­κτή­ρα”, κρί­ση των ε­τών 1930-31. Όπου δί­νο­νται σχε­τι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­να στοι­χεία για την ελ­λη­νι­κή πε­ρί­πτω­ση, ε­νώ η πα­ρα­τή­ρη­ση, πως θα πρέ­πει να δια­χω­ρι­στεί η κρί­ση των εκ­δο­τι­κών οί­κων α­πό την κρί­ση του ελ­λη­νι­κού λο­γο­τε­χνι­κού βι­βλίου και την κρί­ση της α­νά­γνω­σης εί­ναι γε­νι­κό­τε­ρης ι­σχύος και για να συ­ζη­τη­θεί θα πρέ­πει να ο­ρι­στεί το πως νοού­νται οι δυο τε­λευ­ταίες κρί­σεις.
Αφε­νός μεν η στε­νό­τη­τα χώ­ρου, αλ­λά, κυ­ρίως, η α­ναρ­μο­διό­τη­τά μας, ό­ταν, μά­λι­στα, τα εν λό­γω φι­λο­λο­γι­κά με­λε­τή­μα­τα κα­λύ­πτουν τό­σο ευ­ρύ θε­μα­τι­κό φά­σμα, βά­ζουν φρα­γή στην πε­ραι­τέ­ρω κρί­ση της Εκκλη­σιάς της κον­δυ­λο­πε­λε­κη­τής. Μό­νο μία πα­ρα­τή­ρη­ση: Αφο­ρά τρία με­λε­τή­μα­τα, ό­που, αν δι­νό­ταν στο δια­θέ­σι­μο ε­ρευ­νη­τι­κό υ­λι­κό μία πιο συ­ντο­μευ­μέ­νη μορ­φή, η ει­κό­να πι­στεύου­με πως θα ή­ταν ευ­κρι­νέ­στε­ρη. Στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις, που οι συγ­γρα­φείς βρί­σκο­νται στις αρ­χές της πα­νε­πι­στη­μια­κής τους πο­ρείας, αυ­τή η υ­στέ­ρη­ση ως προς την οι­κο­νο­μία του κει­μέ­νου, μπο­ρεί να κα­τα­νο­η­θεί. Μέ­νουν προς σχο­λια­σμό δυο με­λε­τή­μα­τα, που ε­μείς του­λά­χι­στον κρί­νου­με ως ση­μα­ντι­κά, το έ­να α­πό τα δυο κα­βα­φι­κά και ε­κεί­νο για τον Σε­φέ­ρη. Εν α­να­μο­νή του ε­πό­με­νου τό­μου, του 2015, ει­κά­ζου­με α­φιε­ρω­μέ­νου στον ι­δρυ­τή του πε­ριο­δι­κού. Σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση, ευ­κταίο θα ή­ταν, να μην κυ­κλο­φο­ρή­σει ε­τε­ρο­χρο­νι­σμέ­να.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 11/10/2015.
 
Φωτογραφία: Ο θεατρολόγος Δημήτρης Σπάθης, για τον οποίο δημοσιεύεται νεκρολογία στον τόμο.