Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Παρτίδα σκακιού

Επα­νερ­χό­μα­στε στην α­να­σύν­θε­ση της λο­γο­τε­χνι­κής σχέ­σης Πα­λα­μάς-Κα­βά­φης. Ει­σα­γω­γι­κά, στη σει­ρά των πέ­ντε ε­πι­φυλ­λί­δων στην εφ. «Ελεύ­θε­ρος Λό­γος» του 1924, ο Πα­λα­μάς α­να­φέ­ρει πως δεν πα­ρα­κο­λου­θεί “την κί­νη­ση στα γράμ­μα­τα”. Πα­ρα­πο­νεί­ται πως και “οι άλ­λοι αρ­χί­ζουν να τον λη­σμο­νούν, να τον πα­ρα­με­ρί­ζουν, να τον ξε­γρά­φου­ν”. Πα­ρό­μοια σχό­λια θα μπο­ρού­σαν να ερ­μη­νευ­θούν ως ο α­ντί­χτυ­πος της αυ­ξα­νό­με­νης πα­ρου­σίας του Κα­βά­φη στα α­θη­ναϊκά έ­ντυ­πα. Ήδη, α­πό τον Μάι. του 1922, δη­μο­σιεύει στο περ. «Μού­σα», αλ­λά και σε ε­φη­με­ρί­δες, α­πό τον Ιούλ. του 1923 στο νεό­τευ­κτο «Ελεύ­θε­ρον Βή­μα» και  α­πό τον Δεκ., στον «Ελεύ­θε­ρο Λό­γο». Τέ­λη 1923, αρ­χί­ζει η αλ­λη­λο­γρα­φία του Κα­βά­φη με  τον Μά­ριο Βαϊά­νο. Ιαν. 1924, κυ­κλο­φο­ρεί το πρώ­το τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού του Βαϊά­νου, «Νέα Τέ­χνη». Εξαρ­χής ταγ­μέ­νο να με­γα­λύ­νει τον Αλε­ξαν­δρι­νό, α­ναγ­γέλ­λει για τον Απρί­λιο α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος.
“Αυ­τή εί­ναι μια με­γά­λη χρο­νιά για τον Κα­βά­φη και το έρ­γο του”, σχο­λιά­ζει ο Τσίρ­κας, ει­σα­γω­γι­κά, για το 1924. Αν ό­χι λο­γο­τε­χνι­κά με­γά­λη, σί­γου­ρα πά­ντως, εί­ναι η χρο­νιά που ο Κα­βά­φης κα­θί­στα­ται πρό­σω­πο της ε­πι­και­ρό­τη­τας. Στις 18 Μαρ., δη­μο­σιεύε­ται στον α­λε­ξαν­δρι­νό Τύ­πο “Δια­μαρ­τυ­ρία δια­νοου­μέ­νων. Οι φί­λοι του κ. Κων­στα­ντί­νου Κα­βά­φη”, για υ­βρι­στι­κή ε­πί­θε­ση ε­να­ντίον του, με 37 υ­πο­γρά­φο­ντες. Στις 11 Απρ., δεύ­τε­ρη “δια­μαρ­τυ­ρία λο­γίων και θαυ­μα­στώ­ν” δη­μο­σιεύε­ται, αυ­τήν τη φο­ρά, στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο, με 32 υ­πο­γρα­φές γη­γε­νών. Αυ­τά τα κεί­με­να δια­μαρ­τυ­ρίας κα­τα­λή­γουν κεί­με­να προ­βο­λής, δη­μιουρ­γώ­ντας τους πρώ­τους κα­βα­φι­κούς πυ­ρή­νες, που, στη συ­νέ­χεια, θα συμ­βάλ­λουν στη δη­μιουρ­γία α­ντί­στοι­χων πα­λα­μι­κών.
Σχε­τι­κά, ω­στό­σο, με τις πέ­ντε ε­πι­φυλ­λί­δες, μέ­νει η α­πο­ρία, ποια στά­θη­κε η α­φορ­μή, το 1924, για να α­σχο­λη­θεί ο Πα­λα­μάς και πά­λι με τον Κα­βά­φη, με­τριά­ζο­ντας την ευ­νοϊκή ε­ντύ­πω­ση του πρώ­του, προ τριε­τίας, άρ­θρου του. Για να α­πα­ντη­θεί, α­παι­τεί­ται η χρο­νο­λο­γι­κή πα­ρά­τα­ξη των ψη­φί­δων της σχέ­σης τους. Αν και μό­νο υ­πο­θέ­σεις ε­πι­τρέ­πο­νται, κα­θώς η συ­σχέ­τι­ση αι­τίου-αι­τια­τού πα­ρα­μέ­νει πά­ντο­τε ε­πι­σφα­λής. Στις 3 Απρ. 1924, δη­μο­σιεύ­τη­κε στην εφ. της Αλε­ξάν­δρειας «Τα­χυ­δρό­μος», συ­νέ­ντευ­ξη του Κα­βά­φη στον Ν. Γιο­κα­ρί­νη. Στο τέ­λος, ο Αθη­ναίος δη­μο­σιο­γρά­φος του θέ­τει την ε­ρώ­τη­ση, που μάλ­λον εί­χε ε­ξαρ­χής κα­τά νου, αν δεν ή­ταν αυ­τή που πυ­ρο­δό­τη­σε τη συ­νέ­ντευ­ξη: “Κύ­ριε Κα­βά­φη. Μού εί­παν ό­τι ο κ. Πα­λα­μάς, ως ποιη­τής, δεν έ­χει την ε­κτί­μη­σίν σας.” “Ο κ. Πα­λα­μάς, φί­λε, εί­νε με­γά­λος λυ­ρι­κός ποιη­τής... μα, του Κα­βά­φη δεν του α­ρέ­σει η λυ­ρι­κή ποίη­σις. Η πολ­λή λυ­ρι­κή, η εν­θου­σιώ­δης ποίη­σις δεν με ελ­κύει. Ο Πα­λα­μάς έ­χει πολ­λάς ε­ξάρ­σεις.”  Ήταν η α­πά­ντη­ση του Κα­βά­φη, που θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ει­λι­κρι­νής, κα­θώς α­ντι­κα­θρε­φτί­ζει την αι­σθη­τι­κή του πε­ρί ποίη­σης. Ανε­ξάρ­τη­τα αν οι ευ­θέως δια­τυ­πω­μέ­νες κρί­σεις με­τα­ξύ ο­μό­τε­χνων α­νέ­κα­θεν δεν συ­νη­θί­ζο­νταν. Κα­τά την εκ­δο­χή του Τί­μου Μα­λά­νου, πά­ντως, εί­χε προ­λά­βει ο Βαϊά­νος να ζη­τή­σει α­πό τον Πα­λα­μά, για το α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού του, τη γνώ­μη του για τον Κα­βά­φη, ε­κεί­νος εί­χε αρ­νη­θεί να α­πα­ντή­σει και αυ­τό το εί­χε ή­δη μά­θει ο Κα­βά­φης.
Όσο για την πα­ρά­πλευ­ρη α­πο­ρία, σχε­τι­κά με το τι με­σο­λά­βη­σε με­τα­ξύ 2ης και 3ης ε­πι­φυλ­λί­δας, αρ­χές Ιουλ., και πα­ρα­κάμ­φθη­κε η πε­ραι­τέ­ρω ευ­θεία α­να­φο­ρά στον Κα­βά­φη, μία πα­ρα­κιν­δυ­νευ­μέ­νη υ­πό­θε­ση θα ή­ταν η α­να­δη­μο­σίευ­ση στον α­λε­ξαν­δρι­νό Τύ­πο μέ­ρους της 2ης ε­πι­φυλ­λί­δας του, με τίτ­λο, «Ο Κω­στής Πα­λα­μάς πε­ρί της ποιή­σεως των σύγ­χρο­νων η­δο­νι­στών. Μυ­ρί­ζει Κα­βα­φί­λας». Θα μπο­ρού­σε, ό­μως, να τον α­πέ­τρε­ψαν και μό­νο οι συ­ζη­τή­σεις γύ­ρω α­πό την προ­ε­τοι­μα­σία του εν λό­γω α­φιε­ρω­μα­τι­κού τεύ­χους. Αυ­τό το τεύ­χος της αρ­χι­κά μη­νιαίας «Νέ­ας Τέ­χνης» θα βγει τε­τρα­πλό, Ιούλ.-Οκτ. 1924 και θα κυ­κλο­φο­ρή­σει στο τέ­λος Δεκ. Στις 29 Δεκ. 1924 και 23 Φεβ. 1925, ο Πα­λα­μάς θα δη­μο­σιεύ­σει στον «Ελεύ­θε­ρο Λό­γο» δυο α­κό­μη ε­πι­φυλ­λί­δες, ό­που α­να­φέ­ρε­ται, εν συ­ντο­μία, στον Κα­βά­φη. Σε αυ­τές, η διά­θε­ση εί­ναι ευ­θέως α­πορ­ρι­πτι­κή.
Στην πρώ­τη, μία βι­βλιο­κρι­σία για την τρί­τη ποιη­τι­κή συλ­λο­γή, «Στο γύ­ρι­σμα της ρί­μας», του Ρή­γα Γκόλ­φη, έκ­δο­ση ε­κεί­νης της χρο­νιάς, ό­ταν φτά­νει στο θέ­μα της στι­χουρ­γίας, α­πο­κα­λεί τον Γκόλ­φη “α­ρι­στο­τέ­χνη του πα­τρο­πα­ρά­δο­του στί­χου”, του δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βου. Σε α­ντι­δια­στο­λή, το­νί­ζει “το ύ­που­λο ξε­κάρ­φω­μα του ε­θνι­κού μας στί­χου στα ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη”, τον ο­ποίο α­να­φέ­ρει ως “τον πρω­το­τυ­πό­τε­ρο α­νά­με­σα στη νέα γε­νιά ερ­γά­τη”. Χα­ρα­κτη­ρι­σμό, που ο Χ. Λ. Κα­ρά­ο­γλου α­ντι­λαμ­βά­νε­ται ως θε­τι­κό. Μάλ­λον ει­ρω­νι­κός δεί­χνει, κα­θώς ε­ντάσ­σει και πά­λι τον Κα­βά­φη στη νέα γε­νιά. Αντι­θέ­τως, τις στι­χουρ­γι­κές πα­ρεκ­κλί­σεις του νε­α­ρού Ήβου Δέλ­του, ο Πα­λα­μάς τις α­πο­δέ­χε­ται, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντάς τον “προι­κι­σμέ­νο μυ­στα­γω­γό”. Πρό­κει­ται για τον Κων. Τσά­τσο, 25ε­τή, με τον ο­ποίο εί­χε α­να­πτύ­ξει σχέ­ση δα­σκά­λου-μα­θη­τή, και μά­λι­στα, πο­λύ θερ­μή, σύμ­φω­να με τις α­να­φο­ρές του Τσά­τσου στην αυ­το­βιο­γρα­φία του. Στη δεύ­τε­ρη, για τον «Οδυσ­σέ­α» του Α. Γε­ρά­νη, ψευ­δώ­νυ­μο του Κα­ζα­ντζά­κη, ε­γκω­μιά­ζο­ντας τον “ε­ντε­κα­σύλ­λα­βο στί­χο στη λύ­ρα του Γε­ρά­νη”, κά­νει λό­γο για “τα ζυ­μα­ρι­κά της Σχο­λής των Κα­βά­φη­δω­ν”.
Κα­τά μία εκ­δο­χή, το κα­βα­φι­κό τεύ­χος της «Νέ­ας Τέ­χνης» έ­φε­ρε το α­φιέ­ρω­μα στον Πα­λα­μά του α­λε­ξαν­δρι­νού περ. «Νέα Ζωή» (7 Απρ. 1926). Η συ­σχέ­τι­ση δεν στε­ρεί­ται υ­πό­στα­σης, κα­θώς ή­ταν και γι’ αυ­τόν το πρώ­το α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος. Φί­λα κεί­με­νος στον Πα­λα­μά ο Φι­λο­λο­γι­κός Σύλ­λο­γος του πε­ριο­δι­κού, εί­χε διορ­γα­νώ­σει τον Ιαν., ο­μι­λίες για τη συ­μπλή­ρω­ση πε­νή­ντα χρό­νων α­πό την πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση ποιή­μα­τός του, «Το γιού­λι», στο «Αττι­κόν Ημε­ρο­λό­γιο» του Ει­ρη­ναίου Ασώ­πιου. Ενώ, στην Αθή­να, τα   50χρο­να του έρ­γου του ε­ορ­τά­στη­καν δέ­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, με α­φορ­μή την έκ­δο­ση της πρώ­της ποιη­τι­κής του συλ­λο­γής, «Τρα­γού­δια της πα­τρί­δας μου». Στην ε­ναρ­κτή­ρια βρα­διά των ε­ορ­τα­σμών, στην αί­θου­σα του Ελλη­νι­κού Σω­μα­τείου «Αι­σχύ­λος-Αρίων», πα­ρευ­ρέ­θη­κε ο Κα­βά­φης, αλ­λά το ό­νο­μά του πα­ρα­λεί­φθη­κε στον κα­τά­λο­γο που δη­μο­σιεύ­τη­κε στο α­φιε­ρω­μα­τι­κό τεύ­χος. Αυ­τό κα­τήγ­γει­λε σε δη­μο­σίευ­μά του στο περ. της Αλε­ξάν­δρειας «’Ισις» (1 Μαΐ. 1926) ο Α. Γ. Συ­μεω­νί­δης, ο πρώ­τος εκ­δό­της, μα­ζί με την Ρί­κα Σε­γκο­πού­λου, του κα­βα­φι­κού πε­ριο­δι­κού «Αλε­ξαν­δρι­νή Τέ­χνη». Εί­χε προ­η­γη­θεί στο ί­διο πε­ριο­δι­κό, δη­μο­σίευ­μα της Σε­γκο­πού­λου, ό­που μέμ­φε­ται ο­μι­λη­τή ε­κεί­νης της βρα­διάς, για­τί εί­χε α­πο­κα­λέ­σει τον Πα­λα­μά κο­ρυ­φαίο των Ελλή­νων ποιη­τών. Αβι­βλιο­γρά­φη­το το δη­μο­σίευ­μα, α­να­φέ­ρε­ται α­πό τους Μ. Για­λου­ρά­κη και Θ. Σου­λο­γιάν­νη, χω­ρίς να κα­το­νο­μά­ζε­ται ο “πα­λα­μο­λά­τρης” ο­μι­λη­τής.
Εδώ, πα­ρεμ­βάλ­λε­ται μία ψη­φί­δα της σχέ­σης τους, ελ­λι­πώς κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη, αλ­λά ι­διαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρου­σα, κα­θώς α­να­φέ­ρε­ται σε μία δεύ­τε­ρη φο­ρά, που ο Κα­βά­φης δια­τύ­πω­σε ά­πο­ψη για τον Πα­λα­μά. Δεν πρό­κει­ται για συ­νέ­ντευ­ξη, αλ­λά για προ­φο­ρι­κό σχό­λιο, για το ο­ποίο υ­πάρ­χουν του­λά­χι­στον δυο δη­μο­σιο­ποιη­μέ­νες μαρ­τυ­ρίες, που λαν­θά­νουν της Βι­βλιο­γρα­φίας Κα­βά­φη. Ωστό­σο, κα­τα­γρά­φο­νται α­να­φο­ρές τρί­των σε αυ­τές. Στις 18 Φεβ. 1926, στον «Τα­χυ­δρό­μο» της Αλε­ξάν­δρειας, εί­χε δη­μο­σιευ­τεί ε­πι­στο­λή, με την υ­πο­γρα­φή Α. Γ. Σ., ό­που α­να­φέ­ρε­ται διά­λο­γος  Κα­βά­φη-Μα­λά­νου, στο ε­ντευ­κτή­ριο του περ. «Γράμ­μα­τα». Διά­φο­ρα φέ­ρε­ται να ει­πώ­θη­καν ε­κεί πε­ρί Πα­λα­μά, τα ο­ποία, την ε­πο­μέ­νη, με ε­πι­στο­λή στην ε­φη­με­ρί­δα, διέ­ψευ­σε ο εκ­δό­της του πε­ριο­δι­κού, Στέ­φα­νος Πάρ­γας. Συμ­φώ­νη­σε, ω­στό­σο, ό­τι ο Κα­βά­φης εί­πε ό­τι “θεω­ρεί τον Γρυ­πά­ρη και τον Μα­λα­κά­ση ποιη­τάς α­νω­τέ­ρους απ’ τον Πα­λα­μά”.  
Αυ­τή η α­κρι­το­μυ­θία Κα­βά­φη θα μπο­ρού­σε να εί­χε συμ­βάλ­λει στις α­πό­ψεις πε­ρί Κα­βά­φη, που ο Πα­λα­μάς δια­τύ­πω­σε σε συ­νέ­ντευ­ξή του, Ιούλ. 1926, στον κύ­πριο ποιη­τή Λου­κά Χρι­στο­φί­δη. Δη­μο­σιεύ­τη­κε στο περ. της Αλε­ξάν­δρειας «Οθό­νη», 16 Οκτ. 1926. Ο συ­νε­ντευ­ξια­στής υ­πήρ­ξε πιε­στι­κός, στην προ­σπά­θειά του να εκ­μαιεύ­σει την α­πόρ­ρι­ψη του ποιη­τή Κα­βά­φη. Λέ­γε­ται, πως ή­θε­λε να εκ­δι­κη­θεί τον Κα­βά­φη για την πε­ρι­φρό­νη­ση που ε­κεί­νος εί­χε ε­πι­δεί­ξει δη­μο­σίως στο πρό­σω­πό του. Αρχι­κά, ο Πα­λα­μάς υ­πεκ­φεύ­γει την ε­ρώ­τη­ση, κα­τά πό­σο εί­ναι ο Κα­βά­φης ποιη­τής. Τε­λι­κά, ό­μως, α­πο­δέ­χε­ται την αμ­φι­σβή­τη­ση, με την ευ­θύ­βο­λη πα­ρα­τή­ρη­ση: “Μάλ­λον για ρε­πορ­τά­ζ, μοιά­ζουν τα γρα­φτά του, λες και φρο­ντί­ζει να μας δώ­σει Ρε­πορ­τάζ α­πό τους αιώ­νες...” Και συ­νε­χί­ζει, δί­νο­ντας τη δι­κή του αι­σθη­τι­κή πε­ρί ποίη­σης: “Εί­ναι με­ρι­κά α­πό τα ση­μειώ­μα­τά του αυ­τά που παν να μοιά­σουν σκί­τσα ι­δεών, που πρό­κει­ται να γί­νουν κα­λά τρα­γού­δια. Μα που ο ερ­γά­της των τ’ α­φί­νει μό­νο σε σχέ­δια...” 
Σε αυ­τήν την ά­πο­ψη, πα­ρα­μέ­νει, ό­πως δεί­χνει μία δεύ­τε­ρη συ­νέ­ντευ­ξή του, τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα (7 Μαΐ. 1930), στον Γ. Πιε­ρί­δη, δη­μο­σιευ­μέ­νη στην εφ. της Αλε­ξάν­δρειας «Τα­χυ­δρό­μος -Ομό­νοια». Επα­να­λαμ­βά­νει την ε­ντύ­πω­ση πως “μοιά­ζουν σχε­διά­σμα­τα που πά­νε να γί­νουν ποίη­μα.” Κά­τι σαν “κομ­μά­τια α­πό δια­βά­σμα­τα”. Το ί­διο, στην “ει­κό­να της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας”, που σκια­γρα­φεί για τη γαλ­λι­κή ε­φη­με­ρί­δα «Φι­γκα­ρώ», έ­να χρό­νο πριν, 10 Φε­βρ. 1929. Αλλά και σε πο­λύ κα­το­πι­νές ε­πι­στο­λές του: στον Ηρα­κλή Απο­στο­λί­δη (14 Σεπ. 1933) και στον Γλαύ­κο Αλι­θέρ­ση (1 Ιαν. 1935). Ενδια­μέ­σως, στο με­λέ­τη­μά του, που δη­μο­σιεύει σε τρεις συ­νέ­χειες στο «Ελεύ­θε­ρον Βή­μα» (11, 25 Νοε., 13 Δεκ. 1926), ως λό­γο υ­πε­ρα­σπι­στι­κό του στί­χου του κα­νο­νι­κού έ­να­ντι του ε­λεύ­θε­ρου, α­να­φέ­ρει τον Κα­βά­φη δεύ­τε­ρο με­τά τον Σι­κε­λια­νό ως έ­ναν α­πό ε­κεί­νους που καλ­λιέρ­γη­σαν τον ε­λεύ­θε­ρο στί­χο. Μό­νο που ο Σι­κε­λια­νός “γύ­ρι­σε ύ­στε­ρα στις με­λω­δι­κές αρ­μο­νίες”, ε­νώ ο Κα­βά­φης “έ­κα­νε νό­μο την α­ξέ­γνοια­στην α­μορ­φία του στί­χου”.
Από την πλευ­ρά του, ο Κα­βά­φης α­να­φέ­ρει γρα­πτώς το ό­νο­μα Πα­λα­μά μό­νο σε τέσ­σε­ρις ε­πι­στο­λές του προς τον Βαϊά­νο. Με τον βρα­χύ­λο­γο τρό­πο, που υιο­θε­τεί σε ό­λες τις ε­πι­στο­λές του, τον πλη­ρο­φο­ρεί ό­τι εί­δε στα δυο φύλ­λα του «Ελεύ­θε­ρου Λό­γου», “την πα­ρα­τή­ρη­σιν του Πα­λα­μά πε­ρί της στι­χουρ­γι­κής του (εν άρ­θρω πε­ρί του Ρή­γα Γκόλ­φη)”, και ό­τι “ο Πα­λα­μάς κά­μνει μνείαν του ο­νό­μα­τος του”. Τό­σο ου­δέ­τε­ρα, ό­ταν ο Με­σο­λογ­γί­της κά­νει λό­γο, α­ντι­στοί­χως, για “ξε­κάρ­φω­μα του κα­βα­φι­κού στί­χου” και “ζυ­μα­ρι­κά της Σχο­λής των Κα­βά­φη­δω­ν”. Επί­σης, ό­τι εί­δε τα υ­πο­στη­ρι­κτι­κά γράμ­μα­τα του Κλέω­νος Πα­ρά­σχου και της Άλκη Θρύ­λου στο περ. της Αλε­ξάν­δρειας «Ίσις» (6 και 13 Νοε. 1926), αλ­λά και “την πο­λύ πα­ρά­ξε­νη ε­πι­στο­λή του Πα­λα­μά”, στο «Έθνος» (13 Απρ. 1928), σχε­τι­κά με τον ελ­λη­νο­γάλ­λο συγ­γρα­φέα Κων­στ. Φω­τιά­δη και την συ­νέ­ντευ­ξη ε­κεί­νου στον Σπύ­ρο Με­λά.
Αυ­τή η ε­πι­στο­λή του Πα­λα­μά εί­ναι, χρο­νι­κά, η πρώ­τη α­πό τις ε­πτά ε­πι­στο­λές, στις ο­ποίες α­να­φέ­ρει τον Κα­βά­φη. Το ύ­φος ό­λων, α­νε­ξαρ­τή­τως πα­ρα­λή­πτη, εί­ναι συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νο. Στην ε­πι­στο­λή προς τον διευ­θυ­ντή του «Έθνους», δεν α­γα­να­κτεί τό­σο για την α­πορ­ρι­πτι­κή ά­πο­ψη, που ο Φω­τιά­δης, πα­ρα­κι­νη­μέ­νος α­πό τον Με­λά, εκ­φρά­ζει για τον ί­διο, ού­τε για την ε­πι­γραμ­μα­τι­κή ε­τυ­μη­γο­ρία του: “Εί­ναι ποιη­τής ο Κα­βά­φης, α­λη­θι­νός ποιη­τής.” Αλλά για την πε­ρι­φρο­νη­τι­κή α­να­φο­ρά στους κο­ρυ­φαίους της ελ­λη­νι­κής πε­ζο­γρα­φίας: “Μα δε μι­λά­με γι’ αυ­τούς τους αιώ­νιους χω­ριά­τες με τις φου­στα­νέ­λες και τη στοι­χειώ­δη ψυ­χο­λο­γία, που εί­ναι συ­νή­θως τό­σο πτω­χή.”
Την ί­δια χρο­νιά (3 Ιουλ. 1928), σε ε­πι­στο­λή προς τον Ξε­νό­που­λο, γί­νε­ται ει­ρω­νι­κός: “Όσο και αν εί­σαι, πο­λύ σω­στά για την πνευ­μα­τι­κή σου α­νε­ξαρ­τη­σία και το προς τους νέ­ους λύ­γι­σμά σου, εν­θου­σια­σμέ­νος και ε­σύ με τον Κα­βά­φη... θα ι­δής πως έ­να μπου­κέ­το με­νε­ξέ­δες εί­ναι γο­η­τευ­τι­κό για το ά­ρω­μά του και ό­χι για το μο­ντέρ­νο ύ­φος του.” Αφορ­μή του σχο­λίου στά­θη­κε η πρό­σφα­τη τό­τε ποιη­τι­κή συλ­λο­γή του συμ­βο­λι­στή Γάλ­λου ποιη­τή Χέν­ρυ ντε Ρε­νιέ, «Flamma tenax», συ­νο­μή­λι­κου του Κα­βά­φη. Η ε­πό­με­νη ε­πι­στο­λή προς Ξε­νό­που­λο, με α­να­φο­ρά στον Κα­βά­φη (24 Φεβ. 1930), γί­νε­ται με α­φορ­μή την α­πά­ντη­ση του Ρο­μαίν Ρο­λάν σε σχε­τι­κή ε­ρώ­τη­ση γαλ­λι­κού πε­ριο­δι­κού ό­τι “ο Κω­στής Πα­λα­μάς εί­ναι ο με­γα­λύ­τε­ρος α­πό τους ζω­ντα­νούς ποιη­τές της Ευ­ρώ­πης”. Ο Πα­λα­μάς φαί­νε­ται να φέ­ρει πο­λύ βα­ρέως την α­δια­φο­ρία των γη­γε­νών λο­γο­τε­χνι­κών κύ­κλων για την με­τά­φρα­ση δι­κών του ποιη­μά­των. Ανα­φέ­ρε­ται “στα κο­ντύ­λια των Άλκη­δων Θρύ­λων και των Πέ­τρων Χά­ρη­δω­ν”, που υ­πο­στή­ρι­ζαν πως “μό­νο τα ποιή­μα­τα του Κα­βά­φη, ό­ταν θα με­τα­φρα­στούν, θα συ­ναρ­πά­σουν την Ευ­ρώ­πη”.
Η τε­λευ­ταία α­ντί­θε­ση στη σχέ­ση τους προέ­κυ­ψε και πά­λι με α­φορ­μή α­φιε­ρω­μα­τι­κά τεύ­χη πε­ριο­δι­κών. Το δεύ­τε­ρο α­φιέ­ρω­μα αμ­φο­τέ­ρων εί­ναι α­πό το ί­διο αι­γυ­πτιώ­τι­κο γαλ­λό­φω­νο πε­ριο­δι­κό, το «Semaine Egyptienne». Και πά­λι, προ­η­γή­θη­κε του Κα­βά­φη (25 Απρ. 1929) και έ­να χρό­νο αρ­γό­τε­ρα (15 Απρ. 1930), δη­μο­σιεύ­θη­κε του Πα­λα­μά. Ενδια­μέ­σως, δυο ε­πι­στο­λές του Πα­λα­μά δεί­χνουν, πλα­γίως, η πρώ­τη προς τον Γεν. Πρό­ξε­νο  στο Κάι­ρο, Ξε­νο­φώ­ντα Στελ­λά­κη, ευ­θέως, η δεύ­τε­ρη προς τον Γιώρ­γο Κα­τσί­μπα­λη, τον γιο του α­γα­πη­μέ­νου του φί­λου Κων­στα­ντί­νου, πό­σο του στοι­χί­ζει ο πα­ρα­γκω­νι­σμός του. Σε αυ­τήν την πε­ρίο­δο της ζωής του, ο Πα­λα­μάς στε­νο­χω­ριέ­ται, αλ­λά και χαί­ρε­ται σαν μι­κρό παι­δί. Τον εν­θου­σια­σμό του για το δι­κό του α­φιέ­ρω­μα τον δεί­χνει με μία δεύ­τε­ρη ε­πι­στο­λή προς τον Κα­τσί­μπα­λη (23 Απρ. 1930) και την ευ­χα­ρι­στή­ρια προς τον εκ­δό­τη του πε­ριο­δι­κού, Νί­κο Σταυ­ρι­νό (17 Μαΐ. 1930).
Πρό­θε­σή μας στην α­να­σύν­θε­ση της ι­διό­τυ­πης δια­μά­χης Πα­λα­μά-Κα­βά­φη ή­ταν να δεί­ξου­με, πως η ε­πι­κρα­τού­σα ά­πο­ψη δεν συμ­βα­δί­ζει με τα στοι­χεία που δια­θέ­του­με. Συ­νο­ψί­ζο­ντας, ο Πα­λα­μάς ή­ταν αυ­τός, που πρώ­τος α­νη­σύ­χη­σε,   συ­νει­δη­το­ποιώ­ντας, στην αρ­χή της δε­κα­ε­τίας του ’20, την α­πή­χη­ση του Κα­βά­φη στην Αθή­να. Όσο μά­λι­στα,  αυ­τή η α­πή­χη­ση στους κύ­κλους των δια­νοου­μέ­νων της ε­πο­χής με­γά­λω­νε, τό­σο ε­κεί­νος περ­νού­σε α­πό την ά­μυ­να στην ε­πί­θε­ση. Πά­ντο­τε, ό­μως, α­πό τη θέ­ση του κρι­τι­κού, πα­ρα­μέ­νο­ντας φει­δω­λός στο δη­μό­σιο λό­γο του. Από την πλευ­ρά του, ο Κα­βά­φης, α­πηλ­λαγ­μέ­νος α­πό τις υ­παλ­λη­λι­κές του υ­πο­χρεώ­σεις στην Υπη­ρε­σία Αρδεύ­σεων α­πό τις 31 Μαρ. 1922, έ­να μή­να πριν συ­μπλη­ρώ­σει τα 59, διεκ­δι­κεί με τον τρό­πο του ε­δραίω­ση στον α­θη­ναϊκό Τύ­πο. Αυ­τό, χω­ρίς συ­νε­ντεύ­ξεις ή αρ­θρο­γρα­φία. Το δι­κό του με­γά­λο α­τού εί­ναι αυ­τό που σή­με­ρα α­πο­κα­λού­με δη­μό­σιες σχέ­σεις. Στην πε­ρί­πτω­σή του, σή­μαι­νε δια­προ­σω­πι­κές ε­πα­φές, ε­πω­φε­λού­με­νος α­πό την ει­κό­να του ι­διόρ­ρυθ­μου α­λε­ξαν­δρι­νού ε­λι­τί­στα, που εί­χε καλ­λιερ­γή­σει. Τε­λι­κά, η α­ντι­πα­ρά­θε­ση Πα­λα­μά-Κα­βά­φη μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο με παρ­τί­δα σκα­κιού πα­ρά με πε­τρο­πό­λε­μο. Βρί­σκο­νται α­ντι­μέ­τω­ποι δυο γκραν με­τρ, ο πα­ρορ­μη­τι­κός Με­σο­λογ­γί­της ε­να­ντίον του συ­γκρα­τη­μέ­νου, αγ­γλι­στί cool, Αλε­ξαν­δρι­νού.
 
Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 29/11/2015.