Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Αθησαύριστες εκπλήξεις

Γιάν­νης Ρί­τσος
Μέλ­πω Αξιώ­τη
«Κα­τα­ρα­μέ­να
κι ευ­λο­γη­μέ­να χαρ­τιά.
Σπα­ράγ­μα­τα Αλλη­λο­γρα­φίας
(1960-1966)»
Επιμ. Μαί­ρη Μι­κέ
Εκδ. Άγρα, Δεκ. 2015


Στο ε­ξώ­φυλ­λο του βι­βλίου, προ­βάλ­λουν δυο γνω­στά ο­νό­μα­τα. Ποιος δεν έ­χει α­κου­στά τον Ρί­τσο; Υπάρ­χει κά­ποιος, που να μην έ­χει σι­γο­τρα­γου­δή­σει έ­στω και έ­να στί­χο του; Αν δεν κα­τέ­χει πρω­τεία ως ποιη­τής, α­φού έ­μει­νε με το Βρα­βείο Λέ­νιν, τα διεκ­δι­κεί ως με­λο­ποίη­ση, ι­διαί­τε­ρα στα πρώ­τα χρό­νια της Με­τα­πο­λί­τευ­σης. Λι­γό­τε­ρο γνω­στή στο ευ­ρύ κοι­νό η Αξιώ­τη, πά­ντως, ση­μα­ντι­κό υ­πο­σύ­νο­λο ό­σων γνω­ρί­ζουν τον Ρί­τσο, θα έ­χουν του­λά­χι­στον α­κου­στά και ε­κεί­νη. Το πε­ριο­ρι­σμέ­νο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό, με λο­γο­τε­χνι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα, θα γνω­ρί­ζει την πε­ζο­γρά­φο. Το ό­τι υ­πάρ­χει και η ποιή­τρια, κά­ποιοι πι­θα­νόν και να το μά­θουν α­πό το εν λό­γω βι­βλίο. Δύο συγ­γρα­φείς, που κα­τέ­χουν τα ά­κρα ως προς την πα­ρα­γω­γή συγ­γρα­φι­κού έρ­γου. Σί­γου­ρα ο Ρί­τσος διεκ­δι­κεί σκή­πτρα πο­λυ­γρα­φίας. Όσο για την Αξιώ­τη, α­νή­κει στους συγ­γρά­ψα­ντες ο­λί­γα α­μι­γώς λο­γο­τε­χνι­κά. Ει­δι­κό­τε­ρα, στην ποιή­τρια, πα­ρό­τι έ­χει τη δι­κή της αυ­το­τε­λή θέ­ση στους “νεω­τε­ρι­κούς ποιη­τές του Με­σο­πο­λέ­μου”,  μάλ­λον α­ντι­στοι­χεί πρω­το­κα­θε­δρία ο­λι­γο­γρα­φίας, με τρεις συλ­λο­γές, που δεν φτά­νουν, α­θροι­ζό­με­νες, τις 100 σε­λί­δες, μα­ζί με τα ο­κτώ, ό­λα κι ό­λα, ποιή­μα­τα στη γαλ­λι­κή.
Άρα­γε γι’ αυ­τό προ­τάσ­σε­ται στην Αλλη­λο­γρα­φία τους το ό­νο­μα του Ρί­τσου, κα­τά πα­ρά­βα­ση της αλ­φα­βη­τι­κής σει­ράς και των πα­λαιών κα­νό­νων ευ­γε­νείας; Πι­θα­νό­τε­ρο δεί­χνει, η σει­ρά να α­πο­φα­σί­στη­κε με βά­ση τα ε­πι­στο­λι­κά τεκ­μή­ρια. Τα σω­ζό­με­να του Ρί­τσου εί­ναι 65 (49 ε­πι­στο­λές, 11 καρ­τ-πο­στά­λ, 5 τη­λε­γρα­φή­μα­τα), ε­νώ της Αξιώ­τη 18 (16 ε­πι­στο­λές, 2 καρ­τ-πο­στάλ). Επί­σης, κα­τά πα­ρά­βα­ση της η­λι­κια­κής σει­ράς. Πό­σοι, ό­μως, εί­ναι ε­κεί­νοι, που γνω­ρί­ζουν η­λι­κία και λοι­πά βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία των δυο αλ­λη­λο­γρά­φων; Εί­θι­σται, στα “αυ­τά­κια” βι­βλίων με αλ­λη­λο­γρα­φίες, να πα­ρα­τί­θε­νται τα δυο βιο­γρα­φι­κά. Εδώ, “αυ­τά­κια” και ο­πι­σθό­φυλ­λο κα­λύ­πτο­νται με α­πο­σπά­σμα­τα ε­πι­στο­λών.
Η Αξιώ­τη, και ως προς την η­λι­κία, προ­η­γεί­ται. Πρω­το­μα­γιά 1909 γεν­νη­μέ­νος ο Ρί­τσος, 15 Ιουλ. 1905 ή­ταν, μέ­χρι πρό­τι­νος, κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη ε­κεί­νη σε ό­λες τις βι­βλια­κές πη­γές: στα ο­κτά­το­μα Άπα­ντά της, σε γραμ­μα­το­λο­γίες, λε­ξι­κά και ε­γκυ­κλο­παί­δειες.  Δη­μο­σιευ­μέ­νο τεκ­μή­ριο α­πο­τε­λεί το δια­βα­τή­ριο, με το ο­ποίο α­να­χώ­ρη­σε για το Πα­ρί­σι, στις 22 Μαρ. 1947. Μό­λις το 1997, στο «Γράμ­μα­τα στη Μέλ­πω α­πό τον α­δελ­φό της Πα­νά­γο Αξιώ­τη», ο ε­πι­με­λη­τής Παν. Κου­σα­θα­νάς με­τα­θέ­τει το χρό­νο γέν­νη­σης στο 1903. Βα­σί­ζε­ται στο “κι­νη­τό λη­ξιαρ­χείο” της οι­κο­γέ­νειας, ό­πως α­πο­κα­λεί την Ελέ­νη Γρυ­πά­ρη, α­νι­ψιά του πο­λι­τι­κού και δι­πλω­μά­τη Ιωάν­νη Γρυ­πά­ρη και συ­να­κό­λου­θα, πρώ­τη ε­ξα­δέλ­φη της κό­ρης του, της Μα­ρου­λί­νας, που έ­μελ­λε να γί­νει η δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γος του Γιώρ­γου Αξιώ­τη. Ωστό­σο, μέ­χρι τη μυ­κο­νιά­τι­κη Διη­με­ρί­δα για την Αξιώ­τη του 2011, σύμ­φω­να με την ο­μι­λία του, δεν εί­χε κα­τορ­θώ­σει να ο­ρι­στι­κο­ποιή­σει την χρο­νο­λο­γία, προ­σκο­μί­ζο­ντας τα α­να­γκαία τεκ­μή­ρια α­πό το Λη­ξιαρ­χείο του Δή­μου Αθη­ναίων, ό­που θα πρέ­πει η Αξιώ­τη να εί­ναι εγ­γε­γραμ­μέ­νη, α­φού γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να. Η οι­κο­γέ­νεια πε­ρί­με­νε να σα­ρα­ντί­σει πριν α­να­χω­ρή­σει για Μύ­κο­νο.  Τη δια­φο­ρά των δυο ε­τών, ο Κου­σα­θα­νάς την α­πο­δί­δει σε φι­λα­ρέ­σκεια της ί­διας. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, τεκ­μή­ρια για το έ­τος γέν­νη­σης θα μπο­ρού­σαν να εί­χαν δια­σω­θεί στο Σχο­λαρ­χείο της Μυ­κό­νου και στη Σχο­λή Ουρ­σου­λί­νων Τή­νου, ό­που φοί­τη­σε την πε­ρίο­δο 1918-1922.
Ενδια­μέ­σως, το 1999, εκ­δό­θη­κε το «Δια­δρο­μές της Μέλ­πως Αξιώ­τη 1947-1955», με στοι­χεία α­πό τον Φά­κε­λο της Αξιώ­τη, κα­ταρ­τι­σμέ­νο α­πό το ΚΚΕ, συ­γκε­κρι­μέ­να την Επι­τρο­πή Δια­φώ­τι­σης της Κε­ντρι­κής Επι­τρο­πής. Σε αυ­τό, ε­πα­νέρ­χε­ται ως έ­τος γέν­νη­σης το 1905. Από την άλ­λη, στο Κόμ­μα, ως μέ­λος, εγ­γρά­φε­ται το 1936. Σε αυ­τήν την η­λι­κία, για­τί να μην κρύ­ψει “δυο χρο­νά­κια”. Τον περ­σι­νό Οκτ., εκ­δό­θη­κε το πε­ζο­γρά­φη­μά της, «Η Κάδ­μω». Στην έκ­δο­ση των Απά­ντων της, που ξε­κί­νη­σε το 1981, με τον ό­γδοο τό­μο να κυ­κλο­φο­ρεί το 1986 και τον έ­βδο­μο, με τα «Ποιή­μα­τα», το 2001, α­να­γρά­φε­ται, στα “αυ­τά­κια” των ο­πι­σθό­φυλ­λων, το εν λό­γω πε­ζο­γρά­φη­μα, ως έ­να­τος και τε­λευ­ταίος τό­μος. Στους ε­πτά αρ­χι­κούς τό­μους, η φι­λο­λο­γι­κή ε­πι­μέ­λεια εί­ναι των Μ. Δού­κα και Β. Λα­μπρό­που­λου, στα «Ποιή­μα­τα» της Μαί­ρης Μι­κέ και στον πρό­σφα­το, της Μα­ρίας Κα­κα­βού­λια. Σε αυ­τόν τον τε­λευ­ταίο, αλ­λά­ζει το έ­τος γέν­νη­σης, α­πό 1905 σε 1903. Να ση­μειώ­σου­με, πως μό­νο στον τό­μο των «Ποιη­μά­των» α­που­σιά­ζει βιο­γρα­φι­κό ση­μείω­μα. Επί­σης, η Μι­κέ, στον τό­μο με τα με­λε­τή­μα­τά της για την Αξιώ­τη, που κα­λύ­πτει δε­κα­πε­ντα­ε­τή ε­να­σχό­λη­ση και εκ­δό­θη­κε το 1996, δεν προσ­διο­ρί­ζει έ­τος γέν­νη­σης.
Με την πρό­σφα­τη έκ­δο­ση, ε­πι­κρά­τη­σε η ε­ντύ­πω­ση πως α­πο­κα­θί­στα­ται γραμ­μα­το­λο­γι­κώς η εκ­κρε­μού­σα χρο­νο­λο­γία, πα­ρό­τι και πά­λι δεν προ­σκο­μί­ζο­νται τα α­να­γκαία τεκ­μή­ρια. Εκτός, ό­μως, αυ­τού, πα­ρα­κά­μπτε­ται η α­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νη στην Αλλη­λο­γρα­φία τεκ­μη­ρίω­ση. Ένας κα­τ’ ε­ξο­χήν α­ξιό­πι­στος μάρ­τυ­ρας, η ί­δια η Αξιώ­τη, φαί­νε­ται να δια­φω­νεί. Στις 6 Ιουλ. 1960, γρά­φει στον Ρί­τσο: “στη Νεά­πο­λη εί­χα ου­σια­στι­κά γεν­νη­θεί, (αν και στην Αθή­να βγή­κα απ’ την κοι­λιά) ό­που ο πα­τέ­ρας μου σπού­δα­ζε μου­σι­κή”. Σύμ­φω­να με την υ­πο­σε­λί­δια ση­μείω­ση, συ­ντε­ταγ­μέ­νη με τα γνω­στά, α­πό δια­φο­ρε­τι­κές πη­γές, βιο­γρα­φι­κά του συν­θέ­τη Γιώρ­γου Αξιώ­τη, αυ­τός σπού­δα­σε μου­σι­κή στο Ωδείο San Pietro a Majella της Νεά­πο­λης α­πό το 1895 μέ­χρι το 1901. Άρα, προ­κύ­πτει ως τρί­το ε­ναλ­λα­κτι­κό το 1902, που συμ­φω­νεί και με τα λε­γό­με­να της ε­τε­ρο­θα­λούς α­δελ­φής της Αξιώ­τη, Φρό­σως, α­πό το δεύ­τε­ρο γά­μο του πα­τέ­ρα τους.
Αξί­ζουν, ό­μως, δυο ή έ­στω τρία “χρο­νά­κια” τον κό­πο της τεκ­μη­ρίω­σης; Ίσως, ό­χι. Εμάς, πά­ντως,  μας γο­η­τεύει η ι­δέα του δι­πλού ε­πε­τεια­κού έ­τους Μέλ­πως Αξιώ­τη, κα­θώς, μά­λι­στα, ο ε­ορ­τα­σμός του θα συ­μπί­πτει με το δι­πλό έ­τος Κα­βά­φη. Και οι δυο, α­πο­θα­νό­ντες στα 70. Πα­ρά δυο μή­νες η Αξιώ­τη, που α­πε­βίω­σε 22 Μαΐ. 1973. Στο έ­τος θα­νά­του του Κα­βά­φη, η τρια­ντά­χρο­νη τό­τε Αξιώ­τη δη­μο­σιεύει το πρώ­το της διή­γη­μα (31 Δεκ. 1933, στο πρώ­το φύλ­λο της ε­φη­με­ρί­δας «Μυ­κο­νιά­τι­κα Χρο­νι­κά»). Να ση­μειώ­σου­με, πως, στο Επί­με­τρο της πρό­σφα­της έκ­δο­σης του πε­ζο­γρα­φή­μα­τος «Η Κάδ­μω», α­να­φέ­ρο­νται οι χρο­νο­λο­γίες του δια­ζυ­γίου (1908) και των δεύ­τε­ρων γά­μων, πα­τρός (1908) και μη­τρός (1910). Δεν μνη­μο­νεύε­ται, ω­στό­σο, η χρο­νο­λο­γία του γά­μου τους. Ού­τε σε προ­γε­νέ­στε­ρα χρο­νο­λό­για υ­πάρ­χει. Επί­σης, με βά­ση την Αλλη­λο­γρα­φία, στα βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του Επί­με­τρου, θα α­να­με­νό­ταν να γί­νουν ο­ρι­σμέ­νες διορ­θώ­σεις. Λ.χ., για τη δεύ­τε­ρη ποιη­τι­κή συλ­λο­γή, το «Κο­ντρα­μπά­ντο», δί­νο­νται οι πα­λαιό­τε­ρες χρο­νο­λο­γή­σεις της πρώ­της δη­μο­σίευ­σης στον πε­ριο­δι­κό Τύ­πο και της έκ­δο­σης. Ή, α­κό­μη, για τη σχέ­ση της Αξιώ­τη με τις εκ­δό­σεις Κέ­δρος, η ε­ντύ­πω­ση που δη­μιουρ­γεί­ται, ό­σο α­φο­ρά την πρώ­τη προ­σέγ­γι­ση και το χρο­νι­κό έκ­δο­σης των δυο πρώ­των βι­βλίων της, δεν συμ­φω­νεί με τα στοι­χεία που δί­νο­νται στην Αλλη­λο­γρα­φία.
  Στην έκ­δο­ση της Αλλη­λο­γρα­φίας, ε­κτός α­πό τη σει­ρά των ο­νο­μά­των, αρ­χι­κά ξε­νί­ζει και ο τίτ­λος, δά­νειο α­πό φρά­ση σε ε­πι­στο­λή του Ρί­τσου. Τε­λι­κά, ό­μως, α­να­γνώ­στες μιας κά­ποιας η­λι­κίας θα τον θεω­ρή­σουν μάλ­λον εύ­στο­χο. Πα­λαιό­τε­ρα, α­κό­μη μέ­χρι και τα τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του ’80, η α­νταλ­λα­γή ε­πι­στο­λών με έ­ναν ξε­νι­τε­μέ­νο θα μπο­ρού­σε να λο­γα­ρια­στεί ως “κα­τά­ρα”, α­φού συμ­βό­λι­ζε τον χω­ρι­σμό, αλ­λά και “ευ­λο­γία”, κα­θώς συ­νι­στού­σε, του­λά­χι­στον για τα φτω­χά βα­λά­ντια, τον μο­να­δι­κό τρό­πο ε­πι­κοι­νω­νίας. Δι­πλή ευ­λο­γία, στις πε­ρι­πτώ­σεις, που δεν πα­ρε­νέ­βαι­νε η λο­γο­κρι­σία. Από τα 83 ε­πι­στο­λι­κά τεκ­μή­ρια, τα 61, ό­που συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται ό­λες οι ε­πι­στο­λές της Αξιώ­τη, εί­ναι της πε­ριό­δου 1960-1962, που υ­πήρ­χε α­κό­μη έ­λεγ­χος στην αλ­λη­λο­γρα­φία με πρό­σω­πα στην υ­πε­ρο­ρία. Οπό­τε θα α­να­με­νό­ταν οι αλ­λη­λο­γρά­φοι να βρί­σκο­νται σε ε­γρή­γορ­ση. Το “συ­γκρα­τη­μέ­νο” ύ­φος της Αξιώ­τη θα μπο­ρού­σε να α­πο­τε­λεί έν­δει­ξη. Πά­ντως, στην Ει­σα­γω­γή, δεν υ­πάρ­χει μνεία πα­ρό­μοιου πε­ριο­ρι­στι­κού ε­λέγ­χου. Μία τε­λευ­ταία α­πο­ρία μας α­φο­ρά τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό, “σπα­ράγ­μα­τα αλ­λη­λο­γρα­φίας”, α­φού ει­κά­ζε­ται πως πρό­κει­ται για το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των ε­πι­στο­λών, που α­νταλ­λά­χτη­καν. Οι α­πω­λε­σθεί­σες της Αξιώ­τη θα πρέ­πει να εί­ναι ο­λι­γά­ριθ­μες και το πι­θα­νό­τε­ρο, διεκ­πε­ραιω­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Από την άλ­λη, βε­βαίως, μία ε­πι­στο­λή, ό­ταν α­ντι­στοι­χεί σε “λό­γο α­που­σίας”, ε­νέ­χει υ­πό­στα­ση “σπα­ράγ­μα­τος” και με τις δυο ση­μα­σίες της λέ­ξης.
Κα­τά τα άλ­λα, η Ει­σα­γω­γή α­να­φέ­ρε­ται ε­κτε­νώς στο σώ­μα των ε­πι­στο­λών. Ίσως και πε­ρισ­σό­τε­ρο λε­πτο­με­ρεια­κά α­πό ό­σο χρειά­ζε­ται, α­φού ο α­να­γνώ­στης κρα­τά­ει στα χέ­ρια του τις ε­πι­στο­λές και θεω­ρη­τι­κά του­λά­χι­στον, προ­τί­θε­ται να τις δια­βά­σει. Ως προς τι, η πλη­ρο­φό­ρη­ση για τό­πους γρα­φής και πα­ρα­λα­βής ή, α­κό­μη, η πα­ρά­θε­ση πε­ρι­κο­πών και η α­νά­πτυ­ξη της θε­μα­το­λο­γίας τους; Στό­χος των ει­σα­γω­γι­κών κει­μέ­νων εί­ναι η ε­νη­με­ρω­τι­κή προ­ε­τοι­μα­σία του α­να­γνώ­στη, ε­νώ των ση­μειώ­σεων, η δια­σά­φη­ση τυ­χόν σκο­τει­νών ση­μείων. Στις Αλλη­λο­γρα­φίες, οι ει­σα­γω­γές συ­νή­θως συ­στή­νουν τα πρό­σω­πα και φω­τί­ζουν το πα­ρελ­θόν της σχέ­σης τους. Εδώ, αυ­τό το πα­ρελ­θόν, ε­νώ α­να­φέ­ρε­ται κα­τ’ ε­πα­νά­λη­ψη, δεν πα­ρέ­χε­ται η πα­ρα­μι­κρή συ­γκε­κρι­μέ­νη πλη­ρο­φο­ρία. Πό­τε γνω­ρί­στη­καν η Αξιώ­τη και ο Ρί­τσος; Σε ποια συ­ντρο­φιά ή πε­ρί­στα­ση; Μέ­σα στο κομ­μα­τι­κό πλαί­σιο; Μέ­λη και οι δυο. Από το 1934, ο Ρί­τσος. Από το 1936, η Αξιώ­τη. Ή, μή­πως, ως συ­νερ­γά­τες σε κά­ποιο πε­ριο­δι­κό; Με τό­σα στοι­χεία, που έ­χουν συ­γκε­ντρω­θεί για τον κα­θέ­να χω­ρι­στά, α­πο­κλείε­ται μέ­σω δια­σταύ­ρω­σης να μην προ­κύ­πτουν κά­ποιες πλη­ρο­φο­ρίες. 
Δε­δο­μέ­νου, ό­μως, ό­τι οι Αλλη­λο­γρα­φίες α­πο­λαμ­βά­νουν μι­κρής α­να­γνω­σι­μό­τη­τας, η συ­γκε­κρι­μέ­νη Ει­σα­γω­γή, που βαί­νει πα­ρα­λή­λως με τις ε­πι­στο­λές, συ­νο­ψί­ζο­ντας αλ­λά και ε­πι­ση­μαί­νο­ντας τα ση­μεία εν­δια­φέ­ρο­ντος, προ­σφέ­ρει ε­ρε­θί­σμα­τα α­νά­γνω­σης. Ανα­γκαία, κα­θώς πρό­κει­ται για μία Αλλη­λο­γρα­φία, θε­μα­τι­κά ε­στια­σμέ­νη στα εκ­δο­τι­κά και άλ­λα προ­βλή­μα­τα, ό­πως η α­πο­στο­λή βι­βλίων, ε­νός εκ­πα­τρι­σμέ­νου συγ­γρα­φέα. Ένας με­γά­λος α­ριθ­μός Αλλη­λο­γρα­φιών α­νή­κει σε αυ­τήν την κα­τη­γο­ρία, ό­που, ο συ­νή­θως νεό­τε­ρος και λι­γό­τε­ρο γνω­στός ο­μό­τε­χνος, ε­πω­μί­ζε­ται με­τά χα­ράς το έρ­γο. Εδώ, οι ό­ροι εί­ναι α­ντε­στραμ­μέ­νοι. Ο Ρί­τσος α­ντα­πο­κρί­νε­ται με τό­σο εν­θου­σια­σμό, που φτά­νει η τα­χύ­τη­τα διεκ­πε­ραίω­σης του αι­τή­μα­τος σχε­δόν να στε­νο­χω­ρεί την Αξιώ­τη, κα­θώς δεν προ­λα­βαί­νει να α­ντα­πο­κρι­θεί.
Το ζη­τού­με­νο εκ μέ­ρους της, ό­πως φα­νε­ρώ­νε­ται ή­δη α­πό την πρώ­τη ε­πι­στο­λή, στις 6 Απρ. 1960, εί­ναι να τυ­πω­θεί το ποίη­μα, που του στέλ­νει, σε μια “πλα­κέ­τα” με τ’ ό­νο­μά της. Πρό­κει­ται για το «Κο­ντρα­μπά­ντο», που φέ­ρει ως προσ­διο­ρι­σμό γρα­φής, “Βε­ρο­λί­νο 1959”. Δυό­μι­σι φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρο α­πό το προ­η­γού­με­νο, «Σύ­μπτω­ση», “Αθή­να 1939”. Ο Ρί­τσος το ε­μπι­στεύε­ται στον Γιάν­νη Γου­δέ­λη, ε­ξα­σφα­λί­ζο­ντας δη­μο­σίευ­ση στο πε­ριο­δι­κό του «Και­νού­ρια Επο­χή» και “πλα­κέ­τα” στις εκ­δό­σεις του, «Δί­φρος». Τε­λι­κά, δη­μο­σιεύ­τη­κε στο τεύ­χος της Άνοι­ξης 1960, που κυ­κλο­φό­ρη­σε Ιούν. 1960. Σε 100 α­ντί­τυ­πα η “πλα­κέ­τα”, α­κρι­βώς έ­να δε­κα­ε­ξα­σέ­λι­δο, με τις α­πα­ραί­τη­τες λευ­κές σε­λί­δες, ή­ταν έ­τοι­μη στις 20 Ιουλ. 1960. Η χρο­νο­λο­γία 1959 στο ε­ξώ­φυλ­λο ή­ταν τέ­χνα­σμα του Ρί­τσου, ώ­στε η Αξιώ­τη να μπο­ρεί να βγά­λει και δεύ­τε­ρο βι­βλίο το 1960. Μέ­σα α­πό τις ε­πι­στο­λές, συ­μπλη­ρώ­νε­ται ο κα­τά­λο­γος με τους πα­ρα­λή­πτες, που η Αξιώ­τη υ­πο­δεί­κνυε και στους ο­ποίους, ο Ρί­τσος πρό­σθε­τε κά­ποιους, που πί­στευε πως θα δεί­ξουν εν­δια­φέ­ρον, ό­πως, λ.χ., τον Αλέξ. Αργυ­ρίου.
Στις ε­πι­στο­λές, που α­κο­λου­θούν, με την πίε­ση του Ρί­τσου για με­γα­λύ­τε­ρη ε­ξω­στρέ­φεια εκ μέ­ρους της, το­νώ­νε­ται η φι­λι­κή α­τμό­σφαι­ρα και α­πλώ­νο­νται οι πε­ρί τέ­χνης και λο­γο­τε­χνίας σχο­λια­σμοί. Στις 23 Ιαν. 1961, η Αξιώ­τη “γρά­φει τα «Θα­λασ­σι­νά» της κι ας σιω­πούν οι κρι­τι­κοί για το «Κο­ντρα­μπά­ντο»”. Εκτός του Άλκη Θρύ­λου, που δη­μο­σιεύε­ται στο ί­διο πε­ριο­δι­κό και η ο­ποία θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν α­πο­καρ­διω­τι­κά αρ­νη­τι­κή. Στις 18 Μαΐ. 1961, ο Ρί­τσος έ­χει λά­βει τα «Θα­λασ­σι­νά», που ζη­τούν τον χρό­νο του για την προώ­θη­σή τους προς έκ­δο­ση. Μό­νο που αυ­τός νιώ­θει ε­ξαν­τλη­μέ­νος: “σκέ­ψου: 6 βι­βλία μέ­σα σε 5 μή­νες – χώ­ρια οι α­φιε­ρώ­σεις, τα τα­χυ­δρο­μεία, οι α­πο­στο­λές”, της γρά­φει. Έτσι, η ει­κό­να του πο­λυ­γρά­φου Ρί­τσου συ­μπλη­ρώ­νε­ται, με ε­κεί­νη ε­νός συγ­γρα­φέα, που φρο­ντί­ζει αυ­το­προ­σώ­πως τα γρα­πτά του, μέ­χρι και τον α­πό­πλου τους, υ­πό τη μορ­φή κα­λαί­σθη­των εκ­δό­σεων.
Στις 2 Σεπ. 1961, της υ­πό­σχε­ται: “Μέ­σα σε τού­το το χρό­νο, τα «Θα­λασ­σι­νά» σου θα βγου­ν”. Τε­λι­κά, πεί­στη­κε ο Γου­δέ­λης και τα τέσ­σε­ρα με­γά­λα ποιή­μα­τα αυ­τής της τε­λευ­ταίας συλ­λο­γής της Αξιώ­τη δη­μο­σιεύ­θη­καν ό­λα μα­ζί στο ί­διο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού (κα­λο­καί­ρι 1961). Στις 4 Δεκ. 1961, κυ­κλο­φο­ρεί το «Κο­ντρα­μπά­ντο» στα γερ­μα­νι­κά. Στις 18 Ιαν. 1962, και α­φού έ­κα­νε και τις τρεις διορ­θώ­σεις ο Ρί­τσος, ε­νώ α­γκο­μα­χά­ει για τις δι­κές του εκ­δό­σεις, τα «Θα­λασ­σι­νά», σε “πλα­κέ­τα”, τα­ξι­δεύουν για το Ανα­το­λι­κό Βε­ρο­λί­νο. Στις 13 Φε­βρ., η Αξιώ­τη τα έ­χει λά­βει: “Όλα κα­λά και πε­ρί­κα­λα – κοτ­ζάμ βι­βλίο κα­τα­στή­θη­κε κι ό­μορ­φο...”  Το πα­ρά­πο­νο, ό­μως, μέ­νει: “τού­τη τη φο­ρά, μή­τε έ­νας δε μού­γρα­ψε πρά­μα...” Ο Ρί­τσος την πα­ρη­γο­ρεί: “Ο Πα­πατ­ζώ­νης μου ζή­τη­σε την α­ντρέσ­σα σου ... εί­ναι κα­λός ποιη­τής και δια­θέ­τει μια α­λη­θι­νή στό­χα­ση...” Η Αξιώ­τη ζη­τά εκ­δό­τη και για τις με­τα­φρά­σεις της, του Τσέ­χωφ.
Τό­τε, 30 Ιαν. 1962, ο Ρί­τσος μνη­μο­νεύει για πρώ­τη φο­ρά τις Εκδό­σεις Κέ­δρος. Ού­τε ο ί­διος α­να­φέ­ρει στην ε­πι­στο­λή του, ού­τε στις ση­μειώ­σεις μνη­μο­νεύε­ται, το ό­νο­μα του εκ­δό­τη ή του προ­σώ­που, με το ο­ποίο γί­νο­νται οι ε­πα­φές. Μό­νο αό­ρι­στα: “έ­κα­να κρού­ση και φά­νη­καν πρό­θυ­μοι...” Στις 12 Οκτ. 1962, με­τά τα ποιή­μα­τα και τις με­τα­φρά­σεις, ο Ρί­τσος πα­ρα­λαμ­βά­νει το πρώ­το πε­ζό της Αξιώ­τη. Εί­ναι το «Δύ­σκο­λες νύ­χτες», που εί­χε μεί­νει στην πρώ­τη έκ­δο­ση του 1938. Υπό­σχε­ται ο εκ­δό­της ό­τι “θα βγουν ο­πωσ­δή­πο­τε μέ­σα στο 63 – με το ό­νο­μά σου – ό­πως εί­ναι αυ­το­νό­η­το”. Ήδη, στις 5 Ιουλ. 1963, έ­χει βρε­θεί ο διορ­θω­τής, που εί­ναι και θαυ­μα­στής της. Πρό­κει­ται για τον Νι­κη­φό­ρο Πα­παν­δρέ­ου, που ο Ρί­τσος συ­στή­νει ως “προ­σε­χτι­κό, καλ­λιερ­γη­μέ­νο, φι­λό­λο­γο και φι­λό­τε­χνο”. Αυ­τό το βι­βλίο θα α­πο­τε­λέ­σει τον πρώ­το τό­μο των με­τέ­πει­τα Απά­ντων της. “Για τα «υ­πό έκ­δο­σιν» βι­βλία σου, - ποιός σού­πε, κυ­ρά, ό­τι δεν α­ρέ­σα­νε; Εί­ναι εν­θου­σια­σμέ­νοι... Αλλά, το βι­βλίο περ­νά­ει με­γά­λη κρί­ση...” Πό­τε α­κρι­βώς κυ­κλο­φο­ρεί αυ­τή η δεύ­τε­ρη έκ­δο­ση του βι­βλίου, πό­τε την πιά­νει στα χέ­ρια της, δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται. Στις 15 Ιουλ. 1964, πά­ντως, ο Ρί­τσος το χα­ρα­κτη­ρί­ζει “έ­ξο­χο. Αγέ­ρα­στο βι­βλίο...”
   Η συ­νέ­χεια με την νεόδ­μη­τη «Κάδ­μω». Συ­νο­ψί­ζο­ντας, προ­σώ­ρας, μέ­νει η ε­ντύ­πω­ση, πως οι δυο εκ­δό­σεις του 2015 δεν α­ξιο­ποιή­θη­καν ως πη­γές πρό­σθε­των πλη­ρο­φο­ριών για τα, έ­τσι κι αλ­λιώς, ελ­λι­πή βιο­γρα­φι­κά της Αξιώ­τη. Ευ­χής έρ­γο θα ή­ταν  να συ­ντα­χθεί κά­πο­τε α­πό κά­ποιον φι­λέ­ρευ­νο “χαρ­το­πό­ντι­κα” και Βι­βλιο­γρα­φία της Αξιώ­τη.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/4/2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια: