Γιάννης Ρίτσος
Μέλπω Αξιώτη
«Καταραμένα
κι ευλογημένα χαρτιά.
Σπαράγματα Αλληλογραφίας
(1960-1966)»
Επιμ. Μαίρη Μικέ
Εκδ. Άγρα, Δεκ. 2015
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, προβάλλουν δυο γνωστά ονόματα. Ποιος δεν έχει ακουστά τον Ρίτσο; Υπάρχει κάποιος, που να μην έχει σιγοτραγουδήσει έστω και ένα στίχο του; Αν δεν κατέχει πρωτεία ως ποιητής, αφού έμεινε με το Βραβείο Λένιν, τα διεκδικεί ως μελοποίηση, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Λιγότερο γνωστή στο ευρύ κοινό η Αξιώτη, πάντως, σημαντικό υποσύνολο όσων γνωρίζουν τον Ρίτσο, θα έχουν τουλάχιστον ακουστά και εκείνη. Το περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, με λογοτεχνικά ενδιαφέροντα, θα γνωρίζει την πεζογράφο. Το ότι υπάρχει και η ποιήτρια, κάποιοι πιθανόν και να το μάθουν από το εν λόγω βιβλίο. Δύο συγγραφείς, που κατέχουν τα άκρα ως προς την παραγωγή συγγραφικού έργου. Σίγουρα ο Ρίτσος διεκδικεί σκήπτρα πολυγραφίας. Όσο για την Αξιώτη, ανήκει στους συγγράψαντες ολίγα αμιγώς λογοτεχνικά. Ειδικότερα, στην ποιήτρια, παρότι έχει τη δική της αυτοτελή θέση στους “νεωτερικούς ποιητές του Μεσοπολέμου”, μάλλον αντιστοιχεί πρωτοκαθεδρία ολιγογραφίας, με τρεις συλλογές, που δεν φτάνουν, αθροιζόμενες, τις 100 σελίδες, μαζί με τα οκτώ, όλα κι όλα, ποιήματα στη γαλλική.
Άραγε γι’ αυτό προτάσσεται στην Αλληλογραφία τους το όνομα του Ρίτσου, κατά παράβαση της αλφαβητικής σειράς και των παλαιών κανόνων ευγενείας; Πιθανότερο δείχνει, η σειρά να αποφασίστηκε με βάση τα επιστολικά τεκμήρια. Τα σωζόμενα του Ρίτσου είναι 65 (49 επιστολές, 11 καρτ-ποστάλ, 5 τηλεγραφήματα), ενώ της Αξιώτη 18 (16 επιστολές, 2 καρτ-ποστάλ). Επίσης, κατά παράβαση της ηλικιακής σειράς. Πόσοι, όμως, είναι εκείνοι, που γνωρίζουν ηλικία και λοιπά βιογραφικά στοιχεία των δυο αλληλογράφων; Είθισται, στα “αυτάκια” βιβλίων με αλληλογραφίες, να παρατίθενται τα δυο βιογραφικά. Εδώ, “αυτάκια” και οπισθόφυλλο καλύπτονται με αποσπάσματα επιστολών.
Η Αξιώτη, και ως προς την ηλικία, προηγείται. Πρωτομαγιά 1909 γεννημένος ο Ρίτσος, 15 Ιουλ. 1905 ήταν, μέχρι πρότινος, καταγεγραμμένη εκείνη σε όλες τις βιβλιακές πηγές: στα οκτάτομα Άπαντά της, σε γραμματολογίες, λεξικά και εγκυκλοπαίδειες. Δημοσιευμένο τεκμήριο αποτελεί το διαβατήριο, με το οποίο αναχώρησε για το Παρίσι, στις 22 Μαρ. 1947. Μόλις το 1997, στο «Γράμματα στη Μέλπω από τον αδελφό της Πανάγο Αξιώτη», ο επιμελητής Παν. Κουσαθανάς μεταθέτει το χρόνο γέννησης στο 1903. Βασίζεται στο “κινητό ληξιαρχείο” της οικογένειας, όπως αποκαλεί την Ελένη Γρυπάρη, ανιψιά του πολιτικού και διπλωμάτη Ιωάννη Γρυπάρη και συνακόλουθα, πρώτη εξαδέλφη της κόρης του, της Μαρουλίνας, που έμελλε να γίνει η δεύτερη σύζυγος του Γιώργου Αξιώτη. Ωστόσο, μέχρι τη μυκονιάτικη Διημερίδα για την Αξιώτη του 2011, σύμφωνα με την ομιλία του, δεν είχε κατορθώσει να οριστικοποιήσει την χρονολογία, προσκομίζοντας τα αναγκαία τεκμήρια από το Ληξιαρχείο του Δήμου Αθηναίων, όπου θα πρέπει η Αξιώτη να είναι εγγεγραμμένη, αφού γεννήθηκε στην Αθήνα. Η οικογένεια περίμενε να σαραντίσει πριν αναχωρήσει για Μύκονο. Τη διαφορά των δυο ετών, ο Κουσαθανάς την αποδίδει σε φιλαρέσκεια της ίδιας. Σε κάθε περίπτωση, τεκμήρια για το έτος γέννησης θα μπορούσαν να είχαν διασωθεί στο Σχολαρχείο της Μυκόνου και στη Σχολή Ουρσουλίνων Τήνου, όπου φοίτησε την περίοδο 1918-1922.
Ενδιαμέσως, το 1999, εκδόθηκε το «Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη 1947-1955», με στοιχεία από τον Φάκελο της Αξιώτη, καταρτισμένο από το ΚΚΕ, συγκεκριμένα την Επιτροπή Διαφώτισης της Κεντρικής Επιτροπής. Σε αυτό, επανέρχεται ως έτος γέννησης το 1905. Από την άλλη, στο Κόμμα, ως μέλος, εγγράφεται το 1936. Σε αυτήν την ηλικία, γιατί να μην κρύψει “δυο χρονάκια”. Τον περσινό Οκτ., εκδόθηκε το πεζογράφημά της, «Η Κάδμω». Στην έκδοση των Απάντων της, που ξεκίνησε το 1981, με τον όγδοο τόμο να κυκλοφορεί το 1986 και τον έβδομο, με τα «Ποιήματα», το 2001, αναγράφεται, στα “αυτάκια” των οπισθόφυλλων, το εν λόγω πεζογράφημα, ως ένατος και τελευταίος τόμος. Στους επτά αρχικούς τόμους, η φιλολογική επιμέλεια είναι των Μ. Δούκα και Β. Λαμπρόπουλου, στα «Ποιήματα» της Μαίρης Μικέ και στον πρόσφατο, της Μαρίας Κακαβούλια. Σε αυτόν τον τελευταίο, αλλάζει το έτος γέννησης, από 1905 σε 1903. Να σημειώσουμε, πως μόνο στον τόμο των «Ποιημάτων» απουσιάζει βιογραφικό σημείωμα. Επίσης, η Μικέ, στον τόμο με τα μελετήματά της για την Αξιώτη, που καλύπτει δεκαπενταετή ενασχόληση και εκδόθηκε το 1996, δεν προσδιορίζει έτος γέννησης.
Με την πρόσφατη έκδοση, επικράτησε η εντύπωση πως αποκαθίσταται γραμματολογικώς η εκκρεμούσα χρονολογία, παρότι και πάλι δεν προσκομίζονται τα αναγκαία τεκμήρια. Εκτός, όμως, αυτού, παρακάμπτεται η αποθησαυρισμένη στην Αλληλογραφία τεκμηρίωση. Ένας κατ’ εξοχήν αξιόπιστος μάρτυρας, η ίδια η Αξιώτη, φαίνεται να διαφωνεί. Στις 6 Ιουλ. 1960, γράφει στον Ρίτσο: “στη Νεάπολη είχα ουσιαστικά γεννηθεί, (αν και στην Αθήνα βγήκα απ’ την κοιλιά) όπου ο πατέρας μου σπούδαζε μουσική”. Σύμφωνα με την υποσελίδια σημείωση, συντεταγμένη με τα γνωστά, από διαφορετικές πηγές, βιογραφικά του συνθέτη Γιώργου Αξιώτη, αυτός σπούδασε μουσική στο Ωδείο San Pietro a Majella της Νεάπολης από το 1895 μέχρι το 1901. Άρα, προκύπτει ως τρίτο εναλλακτικό το 1902, που συμφωνεί και με τα λεγόμενα της ετεροθαλούς αδελφής της Αξιώτη, Φρόσως, από το δεύτερο γάμο του πατέρα τους.
Αξίζουν, όμως, δυο ή έστω τρία “χρονάκια” τον κόπο της τεκμηρίωσης; Ίσως, όχι. Εμάς, πάντως, μας γοητεύει η ιδέα του διπλού επετειακού έτους Μέλπως Αξιώτη, καθώς, μάλιστα, ο εορτασμός του θα συμπίπτει με το διπλό έτος Καβάφη. Και οι δυο, αποθανόντες στα 70. Παρά δυο μήνες η Αξιώτη, που απεβίωσε 22 Μαΐ. 1973. Στο έτος θανάτου του Καβάφη, η τριαντάχρονη τότε Αξιώτη δημοσιεύει το πρώτο της διήγημα (31 Δεκ. 1933, στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Μυκονιάτικα Χρονικά»). Να σημειώσουμε, πως, στο Επίμετρο της πρόσφατης έκδοσης του πεζογραφήματος «Η Κάδμω», αναφέρονται οι χρονολογίες του διαζυγίου (1908) και των δεύτερων γάμων, πατρός (1908) και μητρός (1910). Δεν μνημονεύεται, ωστόσο, η χρονολογία του γάμου τους. Ούτε σε προγενέστερα χρονολόγια υπάρχει. Επίσης, με βάση την Αλληλογραφία, στα βιογραφικά στοιχεία του Επίμετρου, θα αναμενόταν να γίνουν ορισμένες διορθώσεις. Λ.χ., για τη δεύτερη ποιητική συλλογή, το «Κοντραμπάντο», δίνονται οι παλαιότερες χρονολογήσεις της πρώτης δημοσίευσης στον περιοδικό Τύπο και της έκδοσης. Ή, ακόμη, για τη σχέση της Αξιώτη με τις εκδόσεις Κέδρος, η εντύπωση που δημιουργείται, όσο αφορά την πρώτη προσέγγιση και το χρονικό έκδοσης των δυο πρώτων βιβλίων της, δεν συμφωνεί με τα στοιχεία που δίνονται στην Αλληλογραφία.
Στην έκδοση της Αλληλογραφίας, εκτός από τη σειρά των ονομάτων, αρχικά ξενίζει και ο τίτλος, δάνειο από φράση σε επιστολή του Ρίτσου. Τελικά, όμως, αναγνώστες μιας κάποιας ηλικίας θα τον θεωρήσουν μάλλον εύστοχο. Παλαιότερα, ακόμη μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80, η ανταλλαγή επιστολών με έναν ξενιτεμένο θα μπορούσε να λογαριαστεί ως “κατάρα”, αφού συμβόλιζε τον χωρισμό, αλλά και “ευλογία”, καθώς συνιστούσε, τουλάχιστον για τα φτωχά βαλάντια, τον μοναδικό τρόπο επικοινωνίας. Διπλή ευλογία, στις περιπτώσεις, που δεν παρενέβαινε η λογοκρισία. Από τα 83 επιστολικά τεκμήρια, τα 61, όπου συμπεριλαμβάνονται όλες οι επιστολές της Αξιώτη, είναι της περιόδου 1960-1962, που υπήρχε ακόμη έλεγχος στην αλληλογραφία με πρόσωπα στην υπερορία. Οπότε θα αναμενόταν οι αλληλογράφοι να βρίσκονται σε εγρήγορση. Το “συγκρατημένο” ύφος της Αξιώτη θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη. Πάντως, στην Εισαγωγή, δεν υπάρχει μνεία παρόμοιου περιοριστικού ελέγχου. Μία τελευταία απορία μας αφορά τον χαρακτηρισμό, “σπαράγματα αλληλογραφίας”, αφού εικάζεται πως πρόκειται για το μεγαλύτερο μέρος των επιστολών, που ανταλλάχτηκαν. Οι απωλεσθείσες της Αξιώτη θα πρέπει να είναι ολιγάριθμες και το πιθανότερο, διεκπεραιωτικού χαρακτήρα. Από την άλλη, βεβαίως, μία επιστολή, όταν αντιστοιχεί σε “λόγο απουσίας”, ενέχει υπόσταση “σπαράγματος” και με τις δυο σημασίες της λέξης.
Κατά τα άλλα, η Εισαγωγή αναφέρεται εκτενώς στο σώμα των επιστολών. Ίσως και περισσότερο λεπτομερειακά από όσο χρειάζεται, αφού ο αναγνώστης κρατάει στα χέρια του τις επιστολές και θεωρητικά τουλάχιστον, προτίθεται να τις διαβάσει. Ως προς τι, η πληροφόρηση για τόπους γραφής και παραλαβής ή, ακόμη, η παράθεση περικοπών και η ανάπτυξη της θεματολογίας τους; Στόχος των εισαγωγικών κειμένων είναι η ενημερωτική προετοιμασία του αναγνώστη, ενώ των σημειώσεων, η διασάφηση τυχόν σκοτεινών σημείων. Στις Αλληλογραφίες, οι εισαγωγές συνήθως συστήνουν τα πρόσωπα και φωτίζουν το παρελθόν της σχέσης τους. Εδώ, αυτό το παρελθόν, ενώ αναφέρεται κατ’ επανάληψη, δεν παρέχεται η παραμικρή συγκεκριμένη πληροφορία. Πότε γνωρίστηκαν η Αξιώτη και ο Ρίτσος; Σε ποια συντροφιά ή περίσταση; Μέσα στο κομματικό πλαίσιο; Μέλη και οι δυο. Από το 1934, ο Ρίτσος. Από το 1936, η Αξιώτη. Ή, μήπως, ως συνεργάτες σε κάποιο περιοδικό; Με τόσα στοιχεία, που έχουν συγκεντρωθεί για τον καθένα χωριστά, αποκλείεται μέσω διασταύρωσης να μην προκύπτουν κάποιες πληροφορίες.
Δεδομένου, όμως, ότι οι Αλληλογραφίες απολαμβάνουν μικρής αναγνωσιμότητας, η συγκεκριμένη Εισαγωγή, που βαίνει παραλήλως με τις επιστολές, συνοψίζοντας αλλά και επισημαίνοντας τα σημεία ενδιαφέροντος, προσφέρει ερεθίσματα ανάγνωσης. Αναγκαία, καθώς πρόκειται για μία Αλληλογραφία, θεματικά εστιασμένη στα εκδοτικά και άλλα προβλήματα, όπως η αποστολή βιβλίων, ενός εκπατρισμένου συγγραφέα. Ένας μεγάλος αριθμός Αλληλογραφιών ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, όπου, ο συνήθως νεότερος και λιγότερο γνωστός ομότεχνος, επωμίζεται μετά χαράς το έργο. Εδώ, οι όροι είναι αντεστραμμένοι. Ο Ρίτσος ανταποκρίνεται με τόσο ενθουσιασμό, που φτάνει η ταχύτητα διεκπεραίωσης του αιτήματος σχεδόν να στενοχωρεί την Αξιώτη, καθώς δεν προλαβαίνει να ανταποκριθεί.
Το ζητούμενο εκ μέρους της, όπως φανερώνεται ήδη από την πρώτη επιστολή, στις 6 Απρ. 1960, είναι να τυπωθεί το ποίημα, που του στέλνει, σε μια “πλακέτα” με τ’ όνομά της. Πρόκειται για το «Κοντραμπάντο», που φέρει ως προσδιορισμό γραφής, “Βερολίνο 1959”. Δυόμισι φορές μεγαλύτερο από το προηγούμενο, «Σύμπτωση», “Αθήνα 1939”. Ο Ρίτσος το εμπιστεύεται στον Γιάννη Γουδέλη, εξασφαλίζοντας δημοσίευση στο περιοδικό του «Καινούρια Εποχή» και “πλακέτα” στις εκδόσεις του, «Δίφρος». Τελικά, δημοσιεύτηκε στο τεύχος της Άνοιξης 1960, που κυκλοφόρησε Ιούν. 1960. Σε 100 αντίτυπα η “πλακέτα”, ακριβώς ένα δεκαεξασέλιδο, με τις απαραίτητες λευκές σελίδες, ήταν έτοιμη στις 20 Ιουλ. 1960. Η χρονολογία 1959 στο εξώφυλλο ήταν τέχνασμα του Ρίτσου, ώστε η Αξιώτη να μπορεί να βγάλει και δεύτερο βιβλίο το 1960. Μέσα από τις επιστολές, συμπληρώνεται ο κατάλογος με τους παραλήπτες, που η Αξιώτη υποδείκνυε και στους οποίους, ο Ρίτσος πρόσθετε κάποιους, που πίστευε πως θα δείξουν ενδιαφέρον, όπως, λ.χ., τον Αλέξ. Αργυρίου.
Στις επιστολές, που ακολουθούν, με την πίεση του Ρίτσου για μεγαλύτερη εξωστρέφεια εκ μέρους της, τονώνεται η φιλική ατμόσφαιρα και απλώνονται οι περί τέχνης και λογοτεχνίας σχολιασμοί. Στις 23 Ιαν. 1961, η Αξιώτη “γράφει τα «Θαλασσινά» της κι ας σιωπούν οι κριτικοί για το «Κοντραμπάντο»”. Εκτός του Άλκη Θρύλου, που δημοσιεύεται στο ίδιο περιοδικό και η οποία θα χαρακτηριζόταν αποκαρδιωτικά αρνητική. Στις 18 Μαΐ. 1961, ο Ρίτσος έχει λάβει τα «Θαλασσινά», που ζητούν τον χρόνο του για την προώθησή τους προς έκδοση. Μόνο που αυτός νιώθει εξαντλημένος: “σκέψου: 6 βιβλία μέσα σε 5 μήνες – χώρια οι αφιερώσεις, τα ταχυδρομεία, οι αποστολές”, της γράφει. Έτσι, η εικόνα του πολυγράφου Ρίτσου συμπληρώνεται, με εκείνη ενός συγγραφέα, που φροντίζει αυτοπροσώπως τα γραπτά του, μέχρι και τον απόπλου τους, υπό τη μορφή καλαίσθητων εκδόσεων.
Στις 2 Σεπ. 1961, της υπόσχεται: “Μέσα σε τούτο το χρόνο, τα «Θαλασσινά» σου θα βγουν”. Τελικά, πείστηκε ο Γουδέλης και τα τέσσερα μεγάλα ποιήματα αυτής της τελευταίας συλλογής της Αξιώτη δημοσιεύθηκαν όλα μαζί στο ίδιο τεύχος του περιοδικού (καλοκαίρι 1961). Στις 4 Δεκ. 1961, κυκλοφορεί το «Κοντραμπάντο» στα γερμανικά. Στις 18 Ιαν. 1962, και αφού έκανε και τις τρεις διορθώσεις ο Ρίτσος, ενώ αγκομαχάει για τις δικές του εκδόσεις, τα «Θαλασσινά», σε “πλακέτα”, ταξιδεύουν για το Ανατολικό Βερολίνο. Στις 13 Φεβρ., η Αξιώτη τα έχει λάβει: “Όλα καλά και περίκαλα – κοτζάμ βιβλίο καταστήθηκε κι όμορφο...” Το παράπονο, όμως, μένει: “τούτη τη φορά, μήτε ένας δε μούγραψε πράμα...” Ο Ρίτσος την παρηγορεί: “Ο Παπατζώνης μου ζήτησε την αντρέσσα σου ... είναι καλός ποιητής και διαθέτει μια αληθινή στόχαση...” Η Αξιώτη ζητά εκδότη και για τις μεταφράσεις της, του Τσέχωφ.
Τότε, 30 Ιαν. 1962, ο Ρίτσος μνημονεύει για πρώτη φορά τις Εκδόσεις Κέδρος. Ούτε ο ίδιος αναφέρει στην επιστολή του, ούτε στις σημειώσεις μνημονεύεται, το όνομα του εκδότη ή του προσώπου, με το οποίο γίνονται οι επαφές. Μόνο αόριστα: “έκανα κρούση και φάνηκαν πρόθυμοι...” Στις 12 Οκτ. 1962, μετά τα ποιήματα και τις μεταφράσεις, ο Ρίτσος παραλαμβάνει το πρώτο πεζό της Αξιώτη. Είναι το «Δύσκολες νύχτες», που είχε μείνει στην πρώτη έκδοση του 1938. Υπόσχεται ο εκδότης ότι “θα βγουν οπωσδήποτε μέσα στο 63 – με το όνομά σου – όπως είναι αυτονόητο”. Ήδη, στις 5 Ιουλ. 1963, έχει βρεθεί ο διορθωτής, που είναι και θαυμαστής της. Πρόκειται για τον Νικηφόρο Παπανδρέου, που ο Ρίτσος συστήνει ως “προσεχτικό, καλλιεργημένο, φιλόλογο και φιλότεχνο”. Αυτό το βιβλίο θα αποτελέσει τον πρώτο τόμο των μετέπειτα Απάντων της. “Για τα «υπό έκδοσιν» βιβλία σου, - ποιός σούπε, κυρά, ότι δεν αρέσανε; Είναι ενθουσιασμένοι... Αλλά, το βιβλίο περνάει μεγάλη κρίση...” Πότε ακριβώς κυκλοφορεί αυτή η δεύτερη έκδοση του βιβλίου, πότε την πιάνει στα χέρια της, δεν προσδιορίζεται. Στις 15 Ιουλ. 1964, πάντως, ο Ρίτσος το χαρακτηρίζει “έξοχο. Αγέραστο βιβλίο...”
Η συνέχεια με την νεόδμητη «Κάδμω». Συνοψίζοντας, προσώρας, μένει η εντύπωση, πως οι δυο εκδόσεις του 2015 δεν αξιοποιήθηκαν ως πηγές πρόσθετων πληροφοριών για τα, έτσι κι αλλιώς, ελλιπή βιογραφικά της Αξιώτη. Ευχής έργο θα ήταν να συνταχθεί κάποτε από κάποιον φιλέρευνο “χαρτοπόντικα” και Βιβλιογραφία της Αξιώτη.
Μέλπω Αξιώτη
«Καταραμένα
κι ευλογημένα χαρτιά.
Σπαράγματα Αλληλογραφίας
(1960-1966)»
Επιμ. Μαίρη Μικέ
Εκδ. Άγρα, Δεκ. 2015
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, προβάλλουν δυο γνωστά ονόματα. Ποιος δεν έχει ακουστά τον Ρίτσο; Υπάρχει κάποιος, που να μην έχει σιγοτραγουδήσει έστω και ένα στίχο του; Αν δεν κατέχει πρωτεία ως ποιητής, αφού έμεινε με το Βραβείο Λένιν, τα διεκδικεί ως μελοποίηση, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Λιγότερο γνωστή στο ευρύ κοινό η Αξιώτη, πάντως, σημαντικό υποσύνολο όσων γνωρίζουν τον Ρίτσο, θα έχουν τουλάχιστον ακουστά και εκείνη. Το περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, με λογοτεχνικά ενδιαφέροντα, θα γνωρίζει την πεζογράφο. Το ότι υπάρχει και η ποιήτρια, κάποιοι πιθανόν και να το μάθουν από το εν λόγω βιβλίο. Δύο συγγραφείς, που κατέχουν τα άκρα ως προς την παραγωγή συγγραφικού έργου. Σίγουρα ο Ρίτσος διεκδικεί σκήπτρα πολυγραφίας. Όσο για την Αξιώτη, ανήκει στους συγγράψαντες ολίγα αμιγώς λογοτεχνικά. Ειδικότερα, στην ποιήτρια, παρότι έχει τη δική της αυτοτελή θέση στους “νεωτερικούς ποιητές του Μεσοπολέμου”, μάλλον αντιστοιχεί πρωτοκαθεδρία ολιγογραφίας, με τρεις συλλογές, που δεν φτάνουν, αθροιζόμενες, τις 100 σελίδες, μαζί με τα οκτώ, όλα κι όλα, ποιήματα στη γαλλική.
Άραγε γι’ αυτό προτάσσεται στην Αλληλογραφία τους το όνομα του Ρίτσου, κατά παράβαση της αλφαβητικής σειράς και των παλαιών κανόνων ευγενείας; Πιθανότερο δείχνει, η σειρά να αποφασίστηκε με βάση τα επιστολικά τεκμήρια. Τα σωζόμενα του Ρίτσου είναι 65 (49 επιστολές, 11 καρτ-ποστάλ, 5 τηλεγραφήματα), ενώ της Αξιώτη 18 (16 επιστολές, 2 καρτ-ποστάλ). Επίσης, κατά παράβαση της ηλικιακής σειράς. Πόσοι, όμως, είναι εκείνοι, που γνωρίζουν ηλικία και λοιπά βιογραφικά στοιχεία των δυο αλληλογράφων; Είθισται, στα “αυτάκια” βιβλίων με αλληλογραφίες, να παρατίθενται τα δυο βιογραφικά. Εδώ, “αυτάκια” και οπισθόφυλλο καλύπτονται με αποσπάσματα επιστολών.
Η Αξιώτη, και ως προς την ηλικία, προηγείται. Πρωτομαγιά 1909 γεννημένος ο Ρίτσος, 15 Ιουλ. 1905 ήταν, μέχρι πρότινος, καταγεγραμμένη εκείνη σε όλες τις βιβλιακές πηγές: στα οκτάτομα Άπαντά της, σε γραμματολογίες, λεξικά και εγκυκλοπαίδειες. Δημοσιευμένο τεκμήριο αποτελεί το διαβατήριο, με το οποίο αναχώρησε για το Παρίσι, στις 22 Μαρ. 1947. Μόλις το 1997, στο «Γράμματα στη Μέλπω από τον αδελφό της Πανάγο Αξιώτη», ο επιμελητής Παν. Κουσαθανάς μεταθέτει το χρόνο γέννησης στο 1903. Βασίζεται στο “κινητό ληξιαρχείο” της οικογένειας, όπως αποκαλεί την Ελένη Γρυπάρη, ανιψιά του πολιτικού και διπλωμάτη Ιωάννη Γρυπάρη και συνακόλουθα, πρώτη εξαδέλφη της κόρης του, της Μαρουλίνας, που έμελλε να γίνει η δεύτερη σύζυγος του Γιώργου Αξιώτη. Ωστόσο, μέχρι τη μυκονιάτικη Διημερίδα για την Αξιώτη του 2011, σύμφωνα με την ομιλία του, δεν είχε κατορθώσει να οριστικοποιήσει την χρονολογία, προσκομίζοντας τα αναγκαία τεκμήρια από το Ληξιαρχείο του Δήμου Αθηναίων, όπου θα πρέπει η Αξιώτη να είναι εγγεγραμμένη, αφού γεννήθηκε στην Αθήνα. Η οικογένεια περίμενε να σαραντίσει πριν αναχωρήσει για Μύκονο. Τη διαφορά των δυο ετών, ο Κουσαθανάς την αποδίδει σε φιλαρέσκεια της ίδιας. Σε κάθε περίπτωση, τεκμήρια για το έτος γέννησης θα μπορούσαν να είχαν διασωθεί στο Σχολαρχείο της Μυκόνου και στη Σχολή Ουρσουλίνων Τήνου, όπου φοίτησε την περίοδο 1918-1922.
Ενδιαμέσως, το 1999, εκδόθηκε το «Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη 1947-1955», με στοιχεία από τον Φάκελο της Αξιώτη, καταρτισμένο από το ΚΚΕ, συγκεκριμένα την Επιτροπή Διαφώτισης της Κεντρικής Επιτροπής. Σε αυτό, επανέρχεται ως έτος γέννησης το 1905. Από την άλλη, στο Κόμμα, ως μέλος, εγγράφεται το 1936. Σε αυτήν την ηλικία, γιατί να μην κρύψει “δυο χρονάκια”. Τον περσινό Οκτ., εκδόθηκε το πεζογράφημά της, «Η Κάδμω». Στην έκδοση των Απάντων της, που ξεκίνησε το 1981, με τον όγδοο τόμο να κυκλοφορεί το 1986 και τον έβδομο, με τα «Ποιήματα», το 2001, αναγράφεται, στα “αυτάκια” των οπισθόφυλλων, το εν λόγω πεζογράφημα, ως ένατος και τελευταίος τόμος. Στους επτά αρχικούς τόμους, η φιλολογική επιμέλεια είναι των Μ. Δούκα και Β. Λαμπρόπουλου, στα «Ποιήματα» της Μαίρης Μικέ και στον πρόσφατο, της Μαρίας Κακαβούλια. Σε αυτόν τον τελευταίο, αλλάζει το έτος γέννησης, από 1905 σε 1903. Να σημειώσουμε, πως μόνο στον τόμο των «Ποιημάτων» απουσιάζει βιογραφικό σημείωμα. Επίσης, η Μικέ, στον τόμο με τα μελετήματά της για την Αξιώτη, που καλύπτει δεκαπενταετή ενασχόληση και εκδόθηκε το 1996, δεν προσδιορίζει έτος γέννησης.
Με την πρόσφατη έκδοση, επικράτησε η εντύπωση πως αποκαθίσταται γραμματολογικώς η εκκρεμούσα χρονολογία, παρότι και πάλι δεν προσκομίζονται τα αναγκαία τεκμήρια. Εκτός, όμως, αυτού, παρακάμπτεται η αποθησαυρισμένη στην Αλληλογραφία τεκμηρίωση. Ένας κατ’ εξοχήν αξιόπιστος μάρτυρας, η ίδια η Αξιώτη, φαίνεται να διαφωνεί. Στις 6 Ιουλ. 1960, γράφει στον Ρίτσο: “στη Νεάπολη είχα ουσιαστικά γεννηθεί, (αν και στην Αθήνα βγήκα απ’ την κοιλιά) όπου ο πατέρας μου σπούδαζε μουσική”. Σύμφωνα με την υποσελίδια σημείωση, συντεταγμένη με τα γνωστά, από διαφορετικές πηγές, βιογραφικά του συνθέτη Γιώργου Αξιώτη, αυτός σπούδασε μουσική στο Ωδείο San Pietro a Majella της Νεάπολης από το 1895 μέχρι το 1901. Άρα, προκύπτει ως τρίτο εναλλακτικό το 1902, που συμφωνεί και με τα λεγόμενα της ετεροθαλούς αδελφής της Αξιώτη, Φρόσως, από το δεύτερο γάμο του πατέρα τους.
Αξίζουν, όμως, δυο ή έστω τρία “χρονάκια” τον κόπο της τεκμηρίωσης; Ίσως, όχι. Εμάς, πάντως, μας γοητεύει η ιδέα του διπλού επετειακού έτους Μέλπως Αξιώτη, καθώς, μάλιστα, ο εορτασμός του θα συμπίπτει με το διπλό έτος Καβάφη. Και οι δυο, αποθανόντες στα 70. Παρά δυο μήνες η Αξιώτη, που απεβίωσε 22 Μαΐ. 1973. Στο έτος θανάτου του Καβάφη, η τριαντάχρονη τότε Αξιώτη δημοσιεύει το πρώτο της διήγημα (31 Δεκ. 1933, στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Μυκονιάτικα Χρονικά»). Να σημειώσουμε, πως, στο Επίμετρο της πρόσφατης έκδοσης του πεζογραφήματος «Η Κάδμω», αναφέρονται οι χρονολογίες του διαζυγίου (1908) και των δεύτερων γάμων, πατρός (1908) και μητρός (1910). Δεν μνημονεύεται, ωστόσο, η χρονολογία του γάμου τους. Ούτε σε προγενέστερα χρονολόγια υπάρχει. Επίσης, με βάση την Αλληλογραφία, στα βιογραφικά στοιχεία του Επίμετρου, θα αναμενόταν να γίνουν ορισμένες διορθώσεις. Λ.χ., για τη δεύτερη ποιητική συλλογή, το «Κοντραμπάντο», δίνονται οι παλαιότερες χρονολογήσεις της πρώτης δημοσίευσης στον περιοδικό Τύπο και της έκδοσης. Ή, ακόμη, για τη σχέση της Αξιώτη με τις εκδόσεις Κέδρος, η εντύπωση που δημιουργείται, όσο αφορά την πρώτη προσέγγιση και το χρονικό έκδοσης των δυο πρώτων βιβλίων της, δεν συμφωνεί με τα στοιχεία που δίνονται στην Αλληλογραφία.
Στην έκδοση της Αλληλογραφίας, εκτός από τη σειρά των ονομάτων, αρχικά ξενίζει και ο τίτλος, δάνειο από φράση σε επιστολή του Ρίτσου. Τελικά, όμως, αναγνώστες μιας κάποιας ηλικίας θα τον θεωρήσουν μάλλον εύστοχο. Παλαιότερα, ακόμη μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80, η ανταλλαγή επιστολών με έναν ξενιτεμένο θα μπορούσε να λογαριαστεί ως “κατάρα”, αφού συμβόλιζε τον χωρισμό, αλλά και “ευλογία”, καθώς συνιστούσε, τουλάχιστον για τα φτωχά βαλάντια, τον μοναδικό τρόπο επικοινωνίας. Διπλή ευλογία, στις περιπτώσεις, που δεν παρενέβαινε η λογοκρισία. Από τα 83 επιστολικά τεκμήρια, τα 61, όπου συμπεριλαμβάνονται όλες οι επιστολές της Αξιώτη, είναι της περιόδου 1960-1962, που υπήρχε ακόμη έλεγχος στην αλληλογραφία με πρόσωπα στην υπερορία. Οπότε θα αναμενόταν οι αλληλογράφοι να βρίσκονται σε εγρήγορση. Το “συγκρατημένο” ύφος της Αξιώτη θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη. Πάντως, στην Εισαγωγή, δεν υπάρχει μνεία παρόμοιου περιοριστικού ελέγχου. Μία τελευταία απορία μας αφορά τον χαρακτηρισμό, “σπαράγματα αλληλογραφίας”, αφού εικάζεται πως πρόκειται για το μεγαλύτερο μέρος των επιστολών, που ανταλλάχτηκαν. Οι απωλεσθείσες της Αξιώτη θα πρέπει να είναι ολιγάριθμες και το πιθανότερο, διεκπεραιωτικού χαρακτήρα. Από την άλλη, βεβαίως, μία επιστολή, όταν αντιστοιχεί σε “λόγο απουσίας”, ενέχει υπόσταση “σπαράγματος” και με τις δυο σημασίες της λέξης.
Κατά τα άλλα, η Εισαγωγή αναφέρεται εκτενώς στο σώμα των επιστολών. Ίσως και περισσότερο λεπτομερειακά από όσο χρειάζεται, αφού ο αναγνώστης κρατάει στα χέρια του τις επιστολές και θεωρητικά τουλάχιστον, προτίθεται να τις διαβάσει. Ως προς τι, η πληροφόρηση για τόπους γραφής και παραλαβής ή, ακόμη, η παράθεση περικοπών και η ανάπτυξη της θεματολογίας τους; Στόχος των εισαγωγικών κειμένων είναι η ενημερωτική προετοιμασία του αναγνώστη, ενώ των σημειώσεων, η διασάφηση τυχόν σκοτεινών σημείων. Στις Αλληλογραφίες, οι εισαγωγές συνήθως συστήνουν τα πρόσωπα και φωτίζουν το παρελθόν της σχέσης τους. Εδώ, αυτό το παρελθόν, ενώ αναφέρεται κατ’ επανάληψη, δεν παρέχεται η παραμικρή συγκεκριμένη πληροφορία. Πότε γνωρίστηκαν η Αξιώτη και ο Ρίτσος; Σε ποια συντροφιά ή περίσταση; Μέσα στο κομματικό πλαίσιο; Μέλη και οι δυο. Από το 1934, ο Ρίτσος. Από το 1936, η Αξιώτη. Ή, μήπως, ως συνεργάτες σε κάποιο περιοδικό; Με τόσα στοιχεία, που έχουν συγκεντρωθεί για τον καθένα χωριστά, αποκλείεται μέσω διασταύρωσης να μην προκύπτουν κάποιες πληροφορίες.
Δεδομένου, όμως, ότι οι Αλληλογραφίες απολαμβάνουν μικρής αναγνωσιμότητας, η συγκεκριμένη Εισαγωγή, που βαίνει παραλήλως με τις επιστολές, συνοψίζοντας αλλά και επισημαίνοντας τα σημεία ενδιαφέροντος, προσφέρει ερεθίσματα ανάγνωσης. Αναγκαία, καθώς πρόκειται για μία Αλληλογραφία, θεματικά εστιασμένη στα εκδοτικά και άλλα προβλήματα, όπως η αποστολή βιβλίων, ενός εκπατρισμένου συγγραφέα. Ένας μεγάλος αριθμός Αλληλογραφιών ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, όπου, ο συνήθως νεότερος και λιγότερο γνωστός ομότεχνος, επωμίζεται μετά χαράς το έργο. Εδώ, οι όροι είναι αντεστραμμένοι. Ο Ρίτσος ανταποκρίνεται με τόσο ενθουσιασμό, που φτάνει η ταχύτητα διεκπεραίωσης του αιτήματος σχεδόν να στενοχωρεί την Αξιώτη, καθώς δεν προλαβαίνει να ανταποκριθεί.
Το ζητούμενο εκ μέρους της, όπως φανερώνεται ήδη από την πρώτη επιστολή, στις 6 Απρ. 1960, είναι να τυπωθεί το ποίημα, που του στέλνει, σε μια “πλακέτα” με τ’ όνομά της. Πρόκειται για το «Κοντραμπάντο», που φέρει ως προσδιορισμό γραφής, “Βερολίνο 1959”. Δυόμισι φορές μεγαλύτερο από το προηγούμενο, «Σύμπτωση», “Αθήνα 1939”. Ο Ρίτσος το εμπιστεύεται στον Γιάννη Γουδέλη, εξασφαλίζοντας δημοσίευση στο περιοδικό του «Καινούρια Εποχή» και “πλακέτα” στις εκδόσεις του, «Δίφρος». Τελικά, δημοσιεύτηκε στο τεύχος της Άνοιξης 1960, που κυκλοφόρησε Ιούν. 1960. Σε 100 αντίτυπα η “πλακέτα”, ακριβώς ένα δεκαεξασέλιδο, με τις απαραίτητες λευκές σελίδες, ήταν έτοιμη στις 20 Ιουλ. 1960. Η χρονολογία 1959 στο εξώφυλλο ήταν τέχνασμα του Ρίτσου, ώστε η Αξιώτη να μπορεί να βγάλει και δεύτερο βιβλίο το 1960. Μέσα από τις επιστολές, συμπληρώνεται ο κατάλογος με τους παραλήπτες, που η Αξιώτη υποδείκνυε και στους οποίους, ο Ρίτσος πρόσθετε κάποιους, που πίστευε πως θα δείξουν ενδιαφέρον, όπως, λ.χ., τον Αλέξ. Αργυρίου.
Στις επιστολές, που ακολουθούν, με την πίεση του Ρίτσου για μεγαλύτερη εξωστρέφεια εκ μέρους της, τονώνεται η φιλική ατμόσφαιρα και απλώνονται οι περί τέχνης και λογοτεχνίας σχολιασμοί. Στις 23 Ιαν. 1961, η Αξιώτη “γράφει τα «Θαλασσινά» της κι ας σιωπούν οι κριτικοί για το «Κοντραμπάντο»”. Εκτός του Άλκη Θρύλου, που δημοσιεύεται στο ίδιο περιοδικό και η οποία θα χαρακτηριζόταν αποκαρδιωτικά αρνητική. Στις 18 Μαΐ. 1961, ο Ρίτσος έχει λάβει τα «Θαλασσινά», που ζητούν τον χρόνο του για την προώθησή τους προς έκδοση. Μόνο που αυτός νιώθει εξαντλημένος: “σκέψου: 6 βιβλία μέσα σε 5 μήνες – χώρια οι αφιερώσεις, τα ταχυδρομεία, οι αποστολές”, της γράφει. Έτσι, η εικόνα του πολυγράφου Ρίτσου συμπληρώνεται, με εκείνη ενός συγγραφέα, που φροντίζει αυτοπροσώπως τα γραπτά του, μέχρι και τον απόπλου τους, υπό τη μορφή καλαίσθητων εκδόσεων.
Στις 2 Σεπ. 1961, της υπόσχεται: “Μέσα σε τούτο το χρόνο, τα «Θαλασσινά» σου θα βγουν”. Τελικά, πείστηκε ο Γουδέλης και τα τέσσερα μεγάλα ποιήματα αυτής της τελευταίας συλλογής της Αξιώτη δημοσιεύθηκαν όλα μαζί στο ίδιο τεύχος του περιοδικού (καλοκαίρι 1961). Στις 4 Δεκ. 1961, κυκλοφορεί το «Κοντραμπάντο» στα γερμανικά. Στις 18 Ιαν. 1962, και αφού έκανε και τις τρεις διορθώσεις ο Ρίτσος, ενώ αγκομαχάει για τις δικές του εκδόσεις, τα «Θαλασσινά», σε “πλακέτα”, ταξιδεύουν για το Ανατολικό Βερολίνο. Στις 13 Φεβρ., η Αξιώτη τα έχει λάβει: “Όλα καλά και περίκαλα – κοτζάμ βιβλίο καταστήθηκε κι όμορφο...” Το παράπονο, όμως, μένει: “τούτη τη φορά, μήτε ένας δε μούγραψε πράμα...” Ο Ρίτσος την παρηγορεί: “Ο Παπατζώνης μου ζήτησε την αντρέσσα σου ... είναι καλός ποιητής και διαθέτει μια αληθινή στόχαση...” Η Αξιώτη ζητά εκδότη και για τις μεταφράσεις της, του Τσέχωφ.
Τότε, 30 Ιαν. 1962, ο Ρίτσος μνημονεύει για πρώτη φορά τις Εκδόσεις Κέδρος. Ούτε ο ίδιος αναφέρει στην επιστολή του, ούτε στις σημειώσεις μνημονεύεται, το όνομα του εκδότη ή του προσώπου, με το οποίο γίνονται οι επαφές. Μόνο αόριστα: “έκανα κρούση και φάνηκαν πρόθυμοι...” Στις 12 Οκτ. 1962, μετά τα ποιήματα και τις μεταφράσεις, ο Ρίτσος παραλαμβάνει το πρώτο πεζό της Αξιώτη. Είναι το «Δύσκολες νύχτες», που είχε μείνει στην πρώτη έκδοση του 1938. Υπόσχεται ο εκδότης ότι “θα βγουν οπωσδήποτε μέσα στο 63 – με το όνομά σου – όπως είναι αυτονόητο”. Ήδη, στις 5 Ιουλ. 1963, έχει βρεθεί ο διορθωτής, που είναι και θαυμαστής της. Πρόκειται για τον Νικηφόρο Παπανδρέου, που ο Ρίτσος συστήνει ως “προσεχτικό, καλλιεργημένο, φιλόλογο και φιλότεχνο”. Αυτό το βιβλίο θα αποτελέσει τον πρώτο τόμο των μετέπειτα Απάντων της. “Για τα «υπό έκδοσιν» βιβλία σου, - ποιός σούπε, κυρά, ότι δεν αρέσανε; Είναι ενθουσιασμένοι... Αλλά, το βιβλίο περνάει μεγάλη κρίση...” Πότε ακριβώς κυκλοφορεί αυτή η δεύτερη έκδοση του βιβλίου, πότε την πιάνει στα χέρια της, δεν προσδιορίζεται. Στις 15 Ιουλ. 1964, πάντως, ο Ρίτσος το χαρακτηρίζει “έξοχο. Αγέραστο βιβλίο...”
Η συνέχεια με την νεόδμητη «Κάδμω». Συνοψίζοντας, προσώρας, μένει η εντύπωση, πως οι δυο εκδόσεις του 2015 δεν αξιοποιήθηκαν ως πηγές πρόσθετων πληροφοριών για τα, έτσι κι αλλιώς, ελλιπή βιογραφικά της Αξιώτη. Ευχής έργο θα ήταν να συνταχθεί κάποτε από κάποιον φιλέρευνο “χαρτοπόντικα” και Βιβλιογραφία της Αξιώτη.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 17/4/2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου