Σε ένα τομίδιο για τον Αλέξανδρο Αργυρίου, το δεύτερο στη νεότευκτη σειρά, «Τιμής ένεκεν», της Βιβλιοθήκης του Μουσείου Μπενάκη, η οποία συνιστά το έντυπο ίχνος αντίστοιχων εκδηλώσεων (το πρώτο τομίδιο ήταν αφιερωμένο στον Χαράλαμπο Μπούρα), δημοσιεύονται οι επτά ομιλίες της εκδήλωσης και συνοπτικά τα βιοεργογραφικά του. Και τα δυο τομίδια είναι εκδόσεις του 2009, με τις εκδηλώσεις εντός του 2008. Αρχιτέκτονας ο Μπούρας, πολιτικός μηχανικός ο Αργυρίου, αλλά τιμήθηκε ως λογοτεχνικός κριτικός. Γιατί, αλήθεια, το 1939, ο Αλέκος Κουμπής, χωρίς πατρική πίεση, αφού ο καπετάνιος Σταμάτης Κουμπής είχε αναχωρήσει νωρίς, επέλεξε το ΕΜΠ; Στην τιμητική εκδήλωση πάντως, στις 11 Μαρ. 2008, τελείωσε τον σύντομο χαιρετισμό του με ένα περιστατικό του 1931. Δεκαετής τότε, τον ανέβασε ο πατέρας του στην Ακρόπολη, για μία πρώτη επίσκεψη, καθώς την ίδια χρονιά είχαν μετοικήσει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Ο πατέρας του, σε στιγμή έξαψης, είχε ανεβεί σε ένα μάρμαρο και απήγγελλε στίχους του Σπυρίδωνος Βασιλειάδη. Αυτό εντυπώθηκε στην παιδική μνήμη και υπό μία έννοια, μπορεί να θεωρηθεί αφετηριακό συμβάν μύησης στη λογοτεχνία.
Ο Αλέξ. Αργυρίου, ξεκινώντας με καθυστέρηση και συνεχίζοντας με αργούς ρυθμούς τη συγκέντρωση των ομοιογενών κειμένων του, δημοσιευμένων από το 1947, έφθασε τα εννέα βιβλία, με πρώτο το 1983 και τελευταίο το 2009, δίπλα στους οκτώ τόμους της Ιστορίας του 2001-2007, και τους άλλους οκτώ, με δικές του εισαγωγές. Η πρώτη εισαγωγή εντοπίζεται σε ανθολογία του 1957. Σε τρεις από αυτές αναλαμβάνει και την ανθολόγηση προσώπων και ποιημάτων. Στην τελευταία, το 2000, στη σειρά «Ανθολόγος Ερμής», επιλέγει να παρουσιάσει τον Δημ. Παπαρρηγόπουλο, φίλο του Βασιλειάδη και το άλλο μισό του ρομαντικού διδύμου της πρώτης Αθηναϊκής Σχολής.
Σχετικά μικρή η συγκομιδή, λόγω της εστίασης κατά την τελευταία δεκαετία στη συγγραφή της Ιστορίας. Αντιστοίχως, δεν απήλαυσε και πολλές διακρίσεις. Μόλις το 1999 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Μετρημένες και οι βραβεύσεις, το 1984, Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου και το 1998, Μεγάλο Κρατικό Βραβείο. Δέκα χρόνια αργότερα, θα τρίτωναν οι βραβεύσεις, εάν η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Εθνικό Αριστείο. Έναν αιώνα τώρα, από το 1926 που ιδρύθηκε η Ακαδημία, το Εθνικόν Αριστείον, πρώην Βασιλικόν Μετάλλιον των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών, δίνεται από αυτήν ανά τετραετία: θετικές επιστήμες, γράμματα, ιστορικές και κοινωνικές επιστήμες, καλές τέχνες. Οι βραβεύσεις των Γραμμάτων συμπίπτουν με τα δίσεκτα έτη. Ως είθισται, εφέτος, κατά την πανηγυρική συνεδρία της 25ης Μαρτίου, προκηρύχτηκε το επόμενο Αριστείο, που θα απονεμηθεί την 25η Μαρτίου 2017. Ο Αργυρίου προτάθηκε το δίσεκτο 2008 και αν είχε προκριθεί, μόλις που θα προλάβαινε την απονομή. Κρίμα, γιατί ο συνυποψήφιος, 16 χρόνια μικρότερος, είχε όλο το χρόνο μπροστά του, αλλά και λιγότερο έργο στον αμιγή χώρο των Γραμμάτων.
Όπως και να έχει, αυτός ο συνυποψήφιος για το Αριστείο 2008, το οποίο τελικά δεν απονεμήθηκε, ήταν ο μόνος με αρκετά μακριά μνήμη, ώστε να θυμηθεί, νεκρολογώντας τον Αργυρίου, “την πολύτιμη Ανθολογία των Μεταπολεμικών Ποιητών των Γεννατά-Γεωργούδη, στην οποία ο Αργυρίου είχε γράψει προδρομικό εμπερίστατο πρόλογο – τον πρώτο γι’ αυτή τη γενιά”. Αυτά, σύμφωνα με τον δικό του σχολιασμό, όπου συμπλήρωνε: “Έχουν περάσει ήδη, φευ, 55 χρόνια.” Όσο για τη νεκρολογία, την κλείνει με στίχο Κάλβου. Μεταθανατίως, η γενναιοδωρία περισσεύει, όπως και οι παραδρομές της μνήμης. Δεν ήταν πριν 55 χρόνια, αλλά το 1957, και ανθολόγοι ήταν οι Γιωργούδης - Γεννατάς. Ερχόμενος, όμως, από το χώρο του θεάτρου ο συνυποψήφιος, πρόταξε τον ηθοποιό Κώστα Γεννατά, πατέρα του ηθοποιού Γεράσιμου Γεννατά. Ο έτερος είναι Ντίνος Γιωργούδης και όχι Γεωργούδης.
Οι κριτικοί λογοτεχνίας, συνήθως, προκύπτουν υπό ορισμένες περιστάσεις και από αυτές, στη συνέχεια της πορείας τους, χαρακτηρίζονται. Έτσι υπάρχουν πανεπιστημιακοί κριτικοί ή και λογοτέχνες κριτικοί, όπου, και στις δυο περιπτώσεις, με την κριτικογραφία επιζητούν να διευρύνουν το κύρος τους. Ακόμη, κριτικοί ταυτισμένοι με έναν συγγραφέα, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα του έργου τους επικεντρώνεται σε αυτόν. Κατά κανόνα, πρόκειται για κάποιον πρεσβύτερο, του οποίου επωμίστηκαν τη φροντίδα των κατάλοιπών του, όπως, λ.χ., ο Κ. Στεργιόπουλος του Τέλλου Άγρα. Επίσης, μπορεί εξαρχής να έχουν συνδεθεί με ένα έντυπο, είτε επαγγελματικά με μία εφημερίδα είτε στο ξεκίνημά τους με ένα λογοτεχνικό περιοδικό, που σημαίνει κυοφορία στο λεγόμενο παλαιότερα, φυτώριο του περιοδικού. Κριτικός που να προέκυψε από μια συντροφιά, άλλος από τον Αλέξ. Αργυρίου δεν μας έρχεται στο νου. Πιθανώς, γιατί μία παρέα έχει χαλαρό χαρακτήρα, χωρίς συγκεκριμένο στόχο.
Η παρέα, όμως, από την οποία ξεκίνησε ο Αργυρίου είχε διαφορετικό χαρακτήρα. Δεν συγκεντρώνονταν στο στέκι ενός γνωστού προσώπου, συμπαρασύροντας ο φίλος τον φίλο, όπως συνέβαινε με καφενεία και ταβέρνες τα μεταπολεμικά χρόνια. Τότε, στα φοιτητικά χρόνια του Αργυρίου, μέσα δεκαετίας του ’40, υπήρχαν οι νεολαίες των πολιτικών παρατάξεων, που έπαιρναν παρόμοιες πρωτοβουλίες. Βέβαια, οι πλέον δραστήριες και αποτελεσματικές, ιδιαίτερα στους πανεπιστημιακούς χώρους, ήταν εκείνες της Αριστεράς. Επρόκειτο για τακτική διεύρυνσης του κύκλου επιρροής τους, η οποία συνεχίστηκε στις μετέπειτα ειρηνικές περιόδους, πιθανώς πιο συστηματικά αλλά με μικρότερο ζήλο.
Σε μία, φαινομενικά τουλάχιστον, αυτοσχέδια φοιτητική λέσχη, δηλαδή ομάδα φοιτητών, με λογοτεχνικά ενδιαφέροντα ή και απλώς φιλοδοξίες, αριστερής ιδεολογίας ή και μόνο, λόγω εποχής, ευεπίφοροι μιας κομουνιστικής πολιτικοκοινωνικής προπαγάνδας, ο, έτσι και αλλιώς, φανατικός της ανάγνωσης φοιτητής του ΕΜΠ Αλέκος Κουμπής εκδήλωσε την έφεσή του στο γράψιμο και κυρίως, την κριτική του διάθεση. Οι πιο μανιώδεις περί τη λογοτεχνία εκείνης της ομάδας συνέπτυξαν μία στενότερη παρέα, που κυκλοφόρησε ιδίοις αναλώμασιν κάποια έντυπα, τα οποία μνημονεύονται ως περιοδικά του ενός, το πολύ δυο τευχών. Στην Ιστορία του, ο Αργυρίου αναφέρει άτυπες ομάδες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη “νέων λογοτεχνών της Αριστεράς, που κρατούσαν αποστάσεις από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό”. Ανάμεσα σε αυτούς ο Κουμπής, που μεταφυτεύθηκε από τους πρώτους στο φοιτητικό περιοδικό, το οποίο έστησε η ομάδα. Επρόκειτο για την εβδομαδιαία «Φοιτητική Φωνή», συνωμοτικά «Φιφή», που ξεκίνησε μέσα στο 1945 και συνεχίστηκε μέχρι το 1948. Παρόλο που επρόκειτο για έντυπο της Αριστεράς, όπως, λ.χ., τα «Ελεύθερα Γράμματα», δεν είχε κομματικές εξαρτήσεις, με αποτέλεσμα να μην ισχύσει γι’ αυτό η απαγόρευση κυκλοφορίας, με την οποία έκλεισαν, 19 Οκτ. 1947, τις εφημερίδες «Ριζοσπάστη» και «Ελεύθερη Ελλάδα».
Όντας ο Κουμπής, ήδη από δευτεροετής φοιτητής οργανωμένος στη νεολαία, τον τελευταίο χρόνο της «Φιφής», ανέλαβε υπεύθυνος των λογοτεχνικών σελίδων. Από τα δικά του κριτικά σημειώματα, με την υπογραφή Αλέκος Ευσταθίου, στην Ιστορία του αναφέρει μόνο δυο, για τον Βρεττάκο (7/2/1947) και τον Αναγνωστάκη (5/5/1947). Από εκεί, στα χρόνια του Εμφυλίου, πέρασε ως Αλέξ. Αργυρίου, στα περιοδικά «Ελεύθερα Γράμματα» (1947-1950) και «Ποιητική Τέχνη» του Φρίξου Ηλιάδη (15/12/1948-1/4/1949). Όσο αφορά την εφημεριδογραφία του κριτικού Αργυρίου, είχε την τύχη του κάθε αριστερού συνεργάτη, συνέπασχε με τα δεινά της εφημερίδας: Στον «Δημοκρατικό Τύπο», αρχές 1950-αρχές 1952, στην βραχύβια «Δημοκρατική» το 1951, και ακόμη, στην «Ημέρα» του Σοφοκλή Βενιζέλου, το 1952.
Ωστόσο, το 1953-54 θα βρεθεί κριτικός στην «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», τριμηνιαία κατά τη δεύτερη περίοδο, όταν διευθυντής ήταν ο Γ. Π. Σαββίδης, Όπως ο ίδιος σχολιάζει: Η συνεργασία του με το εν λόγω έντυπο θεωρήθηκε προσχώρηση στον εχθρό. Το 1956-1957, συνεργάστηκε με την επίσης τριμηνιαία «Καινούρια Εποχή» του Γιάννη Γουδέλη. Το τελευταίο δημοσίευμά του σε αυτό το περιοδικό, χειμώνα 1957, «Διάγραμμα εισαγωγής στην ποίηση του Γ. Σεφέρη», με ανθολόγηση ποιημάτων από κοινού με τον Σαββίδη, κυκλοφόρησε και σε ανάτυπο των 100 αντιτύπων. Αυτό αποτέλεσε και το πρώτο του “αυτοτελές δημοσίευμα”.
Εντός του ίδιου έτους προέκυψε και ένα δεύτερο “αυτοτελές δημοσίευμα”. Πρόκειται για την πρώτη εισαγωγή σε ανθολογία, την οποία μνημονεύσαμε ήδη. Η επόμενη είναι γραμμένη μετά 20 χρόνια, για την ανθολογία - γραμματολογία «Νεωτερικοί ποιητές του Μεσοπολέμου», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σοκόλη το 1979. Ακολούθησε, στην ίδια γραμματολογία, η εισαγωγή για την «Πρώτη μεταπολεμική γενιά», που κυκλοφόρησε το 1982. Σε αυτές τις δυο είναι και ανθολόγος, ενώ στην πρώτη, εκείνη του 1957, οι ανθολογούμενοι είναι δεδομένοι. Πρόκειται για μία ανθολογία αρκετά πρωτότυπη στη σύλληψή της, καθώς προκύπτει από μια ομάδα συγγραφέων της Αριστεράς ή έστω φίλα κείμενους προς αυτήν, με συνδετικό στοιχείο, ότι είναι θαμώνες συγκεκριμένου καφενείου, που έγινε τόσο γνωστό στέκι, ώστε να αναφέρεται και σε αναμνηστικό λεύκωμα. “Το 1938, εγκαινιάστηκε το κατάστημα Λουμίδη στην οδό Σταδίου, δίπλα στο Βιβλιοπωλείον της «Εστίας». Εκτός από τον χώρο του ισογείου, όπου μπορούσε κάποιος να πιει τον καφέ του και να φάει κάτι ελαφρύ, υπήρχε και το γνωστό σε όλους «Πατάρι του Λουμίδη».” Ο Αργυρίου σχολιάζει πως “οι επιμελητές της έκδοσης περιέλαβαν σχεδόν χωρίς αποκλεισμούς όλους τους ποιητές που κυκλοφορούσαν κουβεντιάζοντας στα βιβλιοπωλεία (της Εστίας) και τα πατάρια των καφενείων (του Λουμίδη).”
Κατά τον Λεωνίδα Χρηστάκη: “Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 μερικοί θαμώνες ξεκίνησαν μέσα στο cafe Λουμίδη να συλλέξουν αρκετά ποιήματα, με σκοπό να κάνουν μια Ανθολογία Μεταπολεμικών Ποιητών. Τα πρόσωπα, κι αυτοί θαμώνες του παταριού του Λουμίδη, που μάζεψαν τα ποιήματα, ήσαν ο φιλόλογος εξ Αιγύπτου Ντίνος Γιωργούδης και ο ηθοποιός Κώστας Γεννατάς. Οι συμμετέχοντες ποιητές είχαν δικαίωμα συμμετοχής τεσσάρων σελίδων αποκλειστικά με στίχους κι ενός σύντομου βιογραφικού. Η προσπάθεια σταμάτησε και μόνο με την δική μου οικονομική συμβολή ολοκληρώθηκε. Συμπεριλάμβανε εξήντα έναν (61) ποιητές όλους θαμώνες αποκλειστικά του παταριού.”
“Τυπώθηκε σε 800 αντίτυπα” και “κατά το συμφωνητικό, ο καθορισμός της ύλης θα γινόταν από τους ίδιους τους ποιητές.” Ο Αργυρίου την χαρακτηρίζει “εργασία ψευδεπίγραφη”, καθώς, στους 61 ποιητές, υπήρχαν και 6 μεσοπολεμικοί, που, ωστόσο, το ώριμο έργο τους εκδόθηκε μεταπολεμικά. Ενόσω η ανθολογία τυπωνόταν, με τους ποιητές σε αλφαβητική τάξη και πρόλογο του Γιωργούδη, στο περιοδικό του Γουδέλη, στο καλοκαιρινό τεύχος του 1956, ο Αργυρίου, παρουσιάζοντας τις πρόσφατες ποιητικές συλλογές των Μ. Δημάκη, Α. Δικταίου και Τ. Σινόπουλου, πρότασσε ένα κείμενο γενικότερης αξιολόγησης των μεταπολεμικών ποιητών. Αυτό αγανάκτησε, μπορεί και να φόβισε, κάποιους από τους “ποιητές του παταριού” που συμμετείχαν στην Ανθολογία, γιατί, κατ’ αυτούς, παραβιαζόταν ο βασικός όρος της σύμβασης, που ήταν η ισότιμη παρουσίαση.
Όπως και να έχει, ο Αργυρίου, στην εισαγωγή του, αντιμετώπισε μόνο τους πρεσβύτερους αναλυτικά και κριτικά, ενώ, στους μεταπολεμικούς, αρκέστηκε να προσδιορίσει τον χαρακτήρα της ποίησης ενός εκάστου. Αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση σχολιάστηκε δυσμενώς από τον Βάσο Βαρίκα στην παρουσίαση της ανθολογίας. Ο Γιωργούδης, ωστόσο, στον πρόλογο, τονίζει πως “η όλη έκδοση προσπάθησε να αποφύγει ένα φιλολογικό και γραμματολογικό χαρακτήρα.” Αυτή η πρώτη εισαγωγή στην μεταπολεμική ποίηση, όπως τιτλοφορείται, εκκινεί από το 1933, που ο Αργυρίου το παρουσιάζει ως έτος σταθμό. Εδώ, συνδυάζει δυο λογοτεχνικά συμβάντα. Έναν θάνατο, του Καβάφη, και μία έκδοση ποιητικής συλλογής, με τίτλο «Ποιήματα», ενός πρωτοεμφανιζόμενου, του Νικόλαου Καλαμάρη, που υπέγραφε με το ψευδώνυμο Νικήτας Ράντος. Ο Αργυρίου θεωρεί ότι είναι η πρώτη υπερρεαλιστική ποιητική συλλογή, που εκδίδεται στην Ελλάδα. Επίσης, ότι ο θάνατος του Καβάφη αποτελούσε και τον θάνατο της παράδοσης. Με αυτήν την απόφανση και ιεραρχικά, αναφέρεται στην “ευρύτερης απήχησης” τριάδα, Σικελιανό - Καρυωτάκη - Βάρναλη και στην ομάδα “περιορισμένης επιρροής”, Μελαχρινό - Γρυπάρη - Πορφύρα - Μαλακάση - Ουράνη - Άγρα. Μετά επανέρχεται στον Ράντο, για να καταθέσει τις εκτιμήσεις του για τον Σεφέρη και τους υπερρεαλιστές, Εμπειρίκο - Εγγονόπουλο - Ελύτη, συνεχίζοντας με ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως των Σαραντάρη, Δρίβα, Αντωνίου, Γκάτσου, Αξιώτη, Οικονόμου. Αντιδιαστέλλει τον Ρίτσο από τον Βρεττάκο, ως δυο ποιητές με έργο διαφορετικής υφής. Και καταλήγει αυτόν τον, τρόπο τινά, πρόλογο, μνημονεύοντας Μελισσάνθη, Βαφόπουλο και ιδιαίτερα, την μεταιχμιακή περίπτωση του Παπατζώνη. Αυτούς τους 15 και άλλους 13 θα συγκεντρώσει στην ανθολογία των νεωτερικών του Μεσοπολέμου.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον πως το κυρίως θέμα του, “τους ποιητές, που εμφανίζονται μετά την απελευθέρωση”, τους χωρίζει σε τρεις ομάδες, τις οποίες αντιστοιχεί σε τρία περιοδικά: τον «Κοχλία» με τη σχολή Θεσσαλονίκης (Πεντζίκη, Καρέλλη, Θέμελη, Στογιαννίδη), το «Τετράδιο», ως συνέχεια των «Νέων Γραμμάτων» και των νεωτερικών ποιητών, και τα «Ελεύθερα Γράμματα», όπου εμφανίζεται ο “κύκλος των αντιστασιακών ποιητών”. Η εισαγωγή, εξαιρετικά σύντομη, όπως ο ίδιος παρατηρεί, καταλήγει με τους μεταπολεμικούς ανθολογούμενους, που παραμένουν προσκολλημένοι, ως προς τη φόρμα, στους παλαιούς εκφραστικούς τρόπους.
Όταν, στο τέλος της δεκαετίας του ’70, θα καταρτίσει τις δυο ανθολογίες Σοκόλη, θα συμπεριλάβει 47 ποιητές στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, όπου οι 27 είναι από τους 61 ποιητές του “παταριού του Λουμίδη”. Να σημειώσουμε πως στους 61 συμπεριλαμβάνονται και οι πέντε παλαιότεροι, οι τέσσερις του «Κοχλία» και η Μελισσάνθη. Επίσης, τρεις της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Ζενάκος). Οπότε, οι μεταπολεμικοί των δυο ανθολογιών, του 1957 και του 1982, έχουν ένα κοινό σώμα 27 ποιητών, στο οποίο η πρώτη ανθολόγηση προσθέτει 25 και η δεύτερη 20. Σε αυτούς τους 25, βρίσκουμε όλες τις ποιήτριες, με εξαίρεση την Ε. Βακαλό. Άλλη μία ένδειξη πως, εξαρχής, τον απωθεί η συναισθηματικότητα της γυναικείας ποίησης. Απουσιάζουν, όμως, και από τις δυο ανθολογήσεις, οι Γ. Καφταντζής, Θαν. Φωτιάδης, Γ. Λίκος, Κ. Κουλουφάκος.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι μία καταληκτική παρατήρηση στην Ανθολογία του 1982: “Αν ήθελα να μείνω στην αυστηρά προσωπική μου εκτίμηση, ο αριθμός των 47 θα περιοριζόταν σε 20. Που σημαίνει ότι περισσότεροι από 25 θα μπορούσαν να παραλειφθούν, χωρίς μεγάλη απώλεια του αποτελέσματος ή να αντικατασταθούν από άλλους 25. Αν πρόσθεσα τελικά τους συγκεκριμένους είναι γιατί για το έργο τους έχομε περισσότερες κρίσεις.”
Και πράγματι, ο Αργυρίου ελάχιστα μόνο φαίνεται να μετατοπίζεται. Ίσως με τα χρόνια να γίνεται πιο ανοιχτός στις κρίσεις των άλλων και αυτό ισχύει από το ιδεολογικό μέχρι το λογοτεχνικό πεδίο. Γενικότερα, ο Αργυρίου, όταν παραμερίζει τους φόβους του για το πώς θα αντιδράσουν οι άλλοι, είτε ο κρινόμενος συγγραφέας είτε ο φιλικός χώρος στις επιλογές του, προτάσσει τη φόρμα, παράδειγμα η περίπτωση Παπατζώνη. Με άλλα λόγια, παραμένει εξαρχής θιασώτης των νέων εκφραστικών τρόπων, παράδειγμα η αναφορά ως οριακό έτος το 1933. Θεματικά πάλι, μένει προσηλωμένος στους λεγόμενους κοινωνικούς ποιητές.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 10/7/2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου