Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Εκλεκτική θέαση


Roderick Beaton
«Η ι­δέα του έ­θνους
 στην ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία.
Από το Βυ­ζά­ντιο
στη σύγ­χρο­νη Ελλά­δα»
Παν. Εκδό­σεις Κρή­της
Οκτ. 2015   

Σε μια ε­πο­χή ό­πως η ση­με­ρι­νή, με ση­μα­ντι­κές  αλ­λα­γές, συ­χνά ρι­ζι­κές, σε ι­δρύ­μα­τα και θε­σμούς, μία α­να­δρο­μή  δι­καιο­λο­γεί­ται, α­κό­μη κι αν θυ­μί­ζει γνω­στά γε­γο­νό­τα και κα­τα­στά­σεις.
Πριν, λοι­πόν, α­πό 190 χρό­νια,  πε­ρίο­δο κυο­φο­ρίας και α­παρ­χές συ­γκρό­τη­σης του νέ­ου ελ­λη­νι­κού κρά­τους, το κί­νη­μα του φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού έ­φε­ρε, στο άλ­λο ά­κρο της Ευ­ρώ­πης, τη δη­μιουρ­γία Πα­νε­πι­στη­μίου του Λον­δί­νου. Συ­γκε­κρι­μέ­να, το 1827, το υ­πάρ­χον τό­τε Πα­νε­πι­στη­μια­κό Κολ­λέ­γιο του Λον­δί­νου υ­πέ­βα­λε αί­τη­ση για βα­σι­λι­κή έ­γκρι­ση της α­να­βάθ­μι­σής του, αλ­λά αυ­τή α­πορ­ρί­φθη­κε, με το αι­τιο­λο­γι­κό ό­τι δε­χό­ταν κα­θο­λι­κούς, Εβραίους και λοι­πούς μη Αγγλι­κα­νούς. Το 1831, η Αγγλι­κα­νι­κή Εκκλη­σία υ­πο­στή­ρι­ξε την ί­δρυ­ση του Κιν­γκς Κόλ­λετ­ζ, αλ­λά ού­τε αυ­τό έ­λα­βε βα­σι­λι­κή έ­γκρι­ση, λό­γω α­ντί­δρα­σης των Σχι­σμα­τι­κών. Ο συμ­βι­βα­σμός ε­πι­τεύ­χθη­κε με την  λει­τουρ­γία του Πα­νε­πι­στη­μίου του Λον­δί­νου, χω­ρίς Σχο­λές, ως κέ­ντρο ε­ξε­τά­σεων και χο­ρη­γίας πτυ­χίων στους σπου­δα­στές των δυο Κολ­λε­γίων. Μό­λις το 1900, κα­τόρ­θω­σε να α­πο­κτή­σει αυ­το­τε­λή υ­πό­στα­ση ως Πα­νε­πι­στή­μιο. Σή­με­ρα, α­πο­τε­λεί­ται α­πό αυ­τό­νο­μα κολ­λέ­για και ιν­στι­τού­τα, ό­που, στα πρώ­τα, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται τα δυο αρ­χι­κά, γνω­στά ως U.C.L. και Κιν­γκς Κόλ­λετζ.
Από το 1831, που το Κιν­γκς Κόλ­λετζ ά­νοι­ξε τις πύ­λες του, οι κλα­σι­κές σπου­δές α­πο­τε­λούν κύ­ριο γνω­στι­κό α­ντι­κεί­με­νο, με τη δη­μιουρ­γία Έδρας κλα­σι­κής λο­γο­τε­χνίας. Πρώ­τος κά­το­χος της Έδρας, ο 22χρο­νος Ζό­σεφ Αντίς, που τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα πα­ραι­τή­θη­κε για λό­γους υ­γείας και στα 28 του, το 1836, α­πε­βίω­σε. Με­τά το 1946 δη­μιουρ­γή­θη­καν δυο χω­ρι­στές Έδρες, ελ­λη­νι­κής και λα­τι­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Ενδια­μέ­σως, ω­στό­σο, το 1919, ε­γκαι­νιά­στη­κε η Έδρα Κο­ραή. Κύ­ριοι συ­ντε­λε­στές στά­θη­καν, ο πρε­σβευ­τής, για κο­ντά 45 χρό­νια  της Ελλά­δος στο Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο, Ιωάν­νης Γεν­νά­διος και ο πρύ­τα­νης του Κιν­γκς Κόλ­λετζ α­πό το 1913, Ρό­ναλ­ντ Μό­ντα­γκιου Μπέ­ροουζ. Πε­ρί τον έ­ναν αιώ­να αρ­γό­τε­ρα, στις αρ­χές του 2016, ο Βρε­τα­νός πρε­σβευ­τής στην Αθή­να, Τζων Κίτ­τμερ έ­δω­σε την ε­τή­σια διά­λε­ξη του Συλ­λό­γου Φί­λων της Γεν­να­δείου Βι­βλιο­θή­κης, την α­φιε­ρω­μέ­νη στη μνή­μη του Γεν­νά­διου, που ε­φέ­τος εί­χε τίτ­λο «Ο Γεν­νά­διος, η Έδρα Κο­ραή και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των νε­ο­ελ­λη­νι­κών σπου­δών στη Βρε­τα­νία».
Τη στά­ση του δι­πλω­μά­τη και λο­γίου Γεν­νά­διου την συ­νό­ψι­σε, θυ­μί­ζο­ντας μία δι­κή του ρή­ση: “Εν βλέμ­μα ε­πί του χάρ­του  και ε­πί της Ιστο­ρίας αρ­κεί να πεί­σει πά­ντας, ό­τι η Αγγλία εί­ναι η μό­νη φυ­σι­κή σύμ­μα­χος του ελ­λη­νι­σμού”. Στο Λον­δί­νο, το 1913, με την ί­δρυ­ση του Αγγλο­ελ­λη­νι­κού Συν­δέ­σμου, προ­τά­θη­κε, για πρώ­τη φο­ρά σε αγ­γλι­κό πα­νε­πι­στή­μιο, η δη­μιουρ­γία Έδρας Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Γραμ­μα­τείας, την ο­ποία υιο­θέ­τη­σε α­σμέ­νως ο Πρύ­τα­νης. Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο κοι­νό, ο ο­μι­λη­τής δεν χρεια­ζό­ταν να θυ­μί­σει, πως ο Μπέ­ροουζ ή­ταν ο αρ­χαιο­λό­γος, που, το 1895-96, τρια­ντά­ρης τό­τε, διε­νήρ­γη­σε τις α­να­σκα­φές σε Πύ­λο και Σφα­κτη­ρία. Και αρ­γό­τε­ρα, ως έ­μπι­στος του Βε­νι­ζέ­λου και α­νε­πί­ση­μος α­ντι­πρό­σω­πος της προ­σω­ρι­νής κυ­βέρ­νη­σης του 1916 στο Λον­δί­νο, έ­παι­ξε κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο στην εί­σο­δο της Ελλά­δος στον πό­λε­μο με το πλευ­ρό της Αντά­ντ.
Εύ­κο­λα πεί­στη­κε ο Βε­νι­ζέ­λος, α­πο­φα­σί­ζο­ντας ε­τή­σια χο­ρη­γία, ύ­ψους 300 στερ­λί­νων και διάρ­κειας ε­πτά ε­τών, για την ί­δρυ­ση Έδρας Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Γραμ­μα­τείας και Ιστο­ρίας. Από την πλευ­ρά του, ο Μπέ­ροουζ συ­γκέ­ντρω­σε, α­πό τέσ­σε­ρις ελ­λη­νι­κές κοι­νό­τη­τες της Αγγλίας, 16.000 στερ­λί­νες. Το σύ­νο­λο ε­πέ­τρε­πε την ί­δρυ­ση Έδρας και τη δη­μιουρ­γία μίας θέ­σης Λέ­κτο­ρα. Ονο­μά­στη­κε Έδρα Κο­ραή, για­τί υ­πε­ρεί­χαν κα­τά πο­λύ οι Χιώ­τες δω­ρη­τές. Η πλή­ρης ο­νο­μα­σία της ή­ταν Έδρα Κο­ραή της Βυ­ζα­ντι­νής και Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Ιστο­ρίας, Γλώσ­σας και Λο­γο­τε­χνίας. Στις 7 Οκτ. 1919, ο νε­ο­ε­κλε­γείς πρώ­τος κά­το­χος της Έδρας, ο τρια­ντά­χρο­νος ι­στο­ρι­κός Άρνολ­ντ Τόυν­μπη έ­δω­σε την ε­ναρ­κτή­ρια διά­λε­ξη, πα­ρου­σία του Βε­νι­ζέ­λου, του Γεν­νά­διου και προ­φα­νώς, του πρύ­τα­νη. Ο Μπέ­ροουζ α­πε­βίω­σε λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα (14 Μαΐ. 1920), ε­νώ ο Τόυν­μπη, το 1924, α­να­γκά­στη­κε να πα­ραι­τη­θεί λό­γω της α­γα­νά­κτη­σης που προ­κά­λε­σαν οι φι­λο­τουρ­κι­κές α­πό­ψεις του, ό­πως τις δια­τύ­πω­σε, στο βι­βλίο του, «Το Δυ­τι­κόν Ζή­τη­μα στην Ελλά­δα και την Τουρ­κία», που εκ­δό­θη­κε το 1922, αλ­λά και νω­ρί­τε­ρα, στις α­ντα­πο­κρί­σεις του α­πό το Μι­κρα­σια­τι­κό Μέ­τω­πο στην εφ.  «Μά­ντσε­στερ Γκάρ­ντιαν».
Η Έδρα Κο­ραή και η Σχο­λή Βυ­ζα­ντι­νής και Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Ιστο­ρίας, Γλώσ­σας και Λο­γο­τε­χνίας, ως αυ­τό­νο­μο δί­δυ­μο σπου­δής και έ­ρευ­νας της ελ­λη­νι­κής γραμ­μα­τείας, ε­πι­βίω­σε ε­πί μα­κρόν, α­πο­τε­λώ­ντας “έ­να α­πό τα κο­ρυ­φαία κέ­ντρα ελ­λη­νι­κών σπου­δών στο ε­ξω­τε­ρι­κό”. Με τη λή­ξη του Β΄Πα­γκο­σμίου πο­λέ­μου, η στε­νή ε­μπλο­κή της Αγγλίας στα ελ­λη­νι­κά πράγ­μα­τα ο­δή­γη­σε στην άν­θι­ση  της Έδρας. Το 1946, α­νέ­λα­βε την Έδρα Κο­ραή ο βυ­ζα­ντι­νο­λό­γος Ρο­μι­γύ Τζέν­κι­νς, ο ο­ποίος και πα­ρέ­μει­νε μέ­χρι το 1960. Ακο­λού­θη­σαν ο Σύ­ριλ Μάν­γκο 1963-1968 και ο Ντό­ναλ­ντ Νί­κολ 1970-1988. Στα χρό­νια της Απρι­λια­νής δι­κτα­το­ρίας, α­να­νεώ­θη­κε το φι­λελ­λη­νι­κό εν­δια­φέ­ρον, που έ­φε­ρε την πλή­ρη α­νά­πτυ­ξη της Σχο­λής, με ο­λο­κλη­ρω­μέ­νες σπου­δές, προ­πτυ­χια­κές και με­τα­πτυ­χια­κές, ο­δη­γώ­ντας σε δι­πλώ­μα­τα ό­λων των βαθ­μί­δων μέ­χρι και δι­δα­κτο­ρι­κά. Αυ­τή η ευ­φο­ρία σκό­ντα­ψε στη χα­λε­πή οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση της Έδρας, που προ­κά­λε­σε ο μι­κρός α­ριθ­μός φοι­τη­τών με­τά και την έ­ντα­ξη, το 2004, της Κύ­πρου στην Ευ­ρω­παϊκή Ένω­ση.
Το 2009, ε­ορ­τά­στη­κε η ε­πέ­τειος των 90 χρό­νων λει­τουρ­γίας της Σχο­λής. Αυ­τός ή­ταν και ο τε­λευ­ταίος ε­ορ­τα­σμός, ως αυ­το­κέ­φα­λης σχο­λής, κα­θώς, Σεπ. 2010, ε­ντά­χθη­κε στην πά­ντο­τε αν­θη­ρή Σχο­λή Κλα­σι­κών Σπου­δών, κα­θώς η κλα­σι­κή αρ­χαιό­τη­τα εί­ναι γε­νι­κό­τε­ρα α­πο­δε­κτό, ό­τι α­πο­τε­λεί μέ­ρος της πο­λι­τι­σμι­κής κλη­ρο­νο­μιάς του Δυ­τι­κού κό­σμου. Εκεί­νο, που δεν ε­κλαμ­βά­νε­ται ως δε­δο­μέ­νο, εί­ναι το πό­σο προ­νο­μια­κός κλη­ρο­νό­μος εν μέ­σω των άλ­λων, εί­ναι η σύγ­χρο­νη Ελλά­δα, με α­τού τη γλώσ­σα και την γεω­πο­λι­τι­κή της θέ­ση. Ενδια­μέ­σως, πά­ντως, το 1989, εί­χε δη­μιουρ­γη­θεί το Κέ­ντρο Ελλη­νι­κών Σπου­δών, με στό­χο να ε­νω­θεί η με­λέ­τη του με­τα-κλα­σι­κού ελ­λη­νι­κού κό­σμου με ε­κεί­νη των αρ­χαίων πο­λι­τι­σμών Ελλά­δος και Ρώ­μης, που βρί­σκο­νται στη δι­καιο­δο­σία της Σχο­λής Κλα­σι­κών Σπου­δών. Το 2014, το Κέ­ντρο εόρ­τα­σε την 25ε­τη­ρί­δα του και α­μέ­σως με­τά, στις 30 Οκτ., α­να­κοι­νώ­θη­κε, πως και αυ­τό θα υ­πα­χθεί α­πό τον Σεπ. του 2015, ως προς τη δι­δα­σκα­λία και την έ­ρευ­να, στη Σχο­λή Κλα­σι­κών Σπου­δών. Όπως και έ­γι­νε, πα­ρα­μέ­νο­ντας, ω­στό­σο, τμή­μα του Ινστι­τού­του Ερευ­νών Τε­χνών και Κλα­σι­κών Σπου­δών.
Σή­με­ρα, υ­πάρ­χει α­πο­γυ­μνω­μέ­νη η Έδρα Κο­ραή, α­φού αυ­τή πο­τέ δεν α­πει­λή­θη­κε, ό­πως οι πά­ντες ι­σχυ­ρί­ζο­νται. Σύμ­φω­να με τον ε­πι­κε­φα­λής της Σχο­λής Κλα­σι­κών Σπου­δών, Χιού Μπόου­ντεν, μπο­ρεί οι βυ­ζα­ντι­νές και νε­ο­ελ­λη­νι­κές σπου­δές να έ­χουν χά­σει την αυ­το­τέ­λειά τους, συ­νι­στούν, ό­μως, α­πα­ραί­τη­το συ­μπλή­ρω­μα των κλα­σι­κών σπου­δών. Προ­γραμ­μα­τί­ζε­ται, μά­λι­στα, ο ε­ορ­τα­σμός της ε­κα­το­ντα­ε­τη­ρί­δας της Έδρας το 2018. Ωστό­σο, ο Βρε­τα­νός πρε­σβευ­τής, στη διά­λε­ξη που προ­α­να­φέ­ρα­με, α­φού τό­νι­σε πως “η Έδρα Κο­ραή συ­νι­στά τον πυ­ρή­να του πο­λύ δρα­στή­ριου Κέ­ντρου Ελλη­νι­κών Σπου­δώ­ν”, θύ­μι­σε πως πρό­κει­ται για ά­πο­ρη κό­ρη. Το αρ­χι­κό κλη­ρο­δό­τη­μα μειώ­θη­κε στις 100000 στερ­λί­νες, ό­ταν μία Έδρα, με τα ση­με­ρι­νά πα­νε­πι­στη­μια­κά δε­δο­μέ­να του Λον­δί­νου, α­παι­τεί 3.5 ε­κατ. στερ­λί­νες. Πλη­ρο­φό­ρη­σε τους πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους, πως διορ­γα­νώ­νε­ται “εκ­στρα­τεία συ­γκέ­ντρω­σης πό­ρων προς ε­νί­σχυ­ση του κλη­ρο­δο­τή­μα­τος” και υ­πέρ της άν­θι­σης των νε­ο­ελ­λη­νι­κών σπου­δών στο Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο.
Πρω­τα­γω­νι­στής, μέ­σα σε αυ­τό το σκη­νι­κό, ε­πί μία τρια­κο­ντα­ε­τία, στά­θη­κε ο Ρό­ντρικ Μπή­τον. Από το 1988, κά­το­χος της Έδρας Κο­ραή, κα­θώς και διευ­θυ­ντής της Σχο­λής Βυ­ζα­ντι­νών και Νε­ο­ελ­λη­νι­κών Σπου­δών Ιστο­ρίας, Γλώσ­σας και Λο­γο­τε­χνίας μέ­χρι κα­τάρ­γη­σής της. Επί­σης, διευ­θυ­ντής του Κέ­ντρου Ελλη­νι­κών Σπου­δών α­πό ι­δρύ­σεώς του. Με δε­δο­μέ­νο ό­τι τα πρό­σω­πα δια­δρα­μα­τί­ζουν κα­θο­ρι­στι­κό ρό­λο, ο Μπή­τον, για την Ελλά­δα,  δεν εί­ναι α­πλώς έ­νας ση­μα­ντι­κός νε­ο­ελ­λη­νι­στής, στον ο­ποίο ο­φεί­λε­ται η μο­να­δι­κή υ­πάρ­χου­σα βιο­γρα­φία Σε­φέ­ρη, ό­πως και μία «Ει­σα­γω­γή στη νεό­τε­ρη ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία», στα αγ­γλι­κά και τα ελ­λη­νι­κά. Αλλά, στο πό­στο που κα­τέ­χει, ο έ­νας και μο­να­δι­κός. Δεν γνω­ρί­ζου­με μό­νο, κα­τά πό­σο το η­λι­κια­κό με­ταίχ­μιο στο ο­ποίο βρί­σκε­ται, του ε­πι­τρέ­πει ε­νερ­γό διευ­θυ­ντι­κό ρό­λο. 
Σκω­τσέ­ζος, γέν­νη­μα θρέμ­μα του Εδιμ­βούρ­γου, ό­που και η πρώ­τη μα­θη­τεία του σε λα­τι­νι­κά και αρ­χαία ελ­λη­νι­κά, κά­το­χος πτυ­χίου αγ­γλι­κής λο­γο­τε­χνίας και δι­δα­κτο­ρι­κού νέ­ας ελ­λη­νι­κής φι­λο­λο­γίας α­πό το πα­λαιό­τε­ρο Κολ­λέ­γιο του Κέι­μπριτ­ζ, το μι­κρό αλ­λά πε­ριώ­νυ­μο Πέ­τερ­χα­ου­ζ, υ­πό­τρο­φος του Πα­νε­πι­στη­μίου του Μπέρ­μιγ­χα­μ, στα τριά­ντα του, το 1981, ξε­κί­νη­σε την πα­νε­πι­στη­μια­κή του στα­διο­δρο­μία ως λέ­κτο­ρας νε­ο­ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας και λο­γο­τε­χνίας στο Κιν­γκς Κόλ­λετζ και την συ­νέ­χι­σε, ε­πί 28 συ­να­πτά έ­τη, ως κα­θη­γη­τής της Έδρας Κο­ραή. Με αυ­τήν την ο­πτι­κή, η συ­να­γω­γή με­λε­τη­μά­των, που ε­ξέ­δω­σε πρό­σφα­τα, α­πο­κτά δια­φο­ρε­τι­κή α­ξία, α­νε­ξάρ­τη­τη α­πό το εν­δια­φέ­ρον του θέ­μα­τος, που ο ί­διος ε­πέ­λε­ξε να προ­βάλ­λει ως συν­δε­τι­κό ι­στό τους.
Τα συ­νο­λι­κά 24 με­λε­τή­μα­τα α­ντα­να­κλούν τις πα­λιές, κα­λές η­μέ­ρες ε­ντρύ­φη­σης στη βυ­ζα­ντι­νή και τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή γραμ­μα­τεία. Αλλά και τις πα­λιές, κα­λές η­μέ­ρες της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας, που σή­με­ρα κιν­δυ­νεύει πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό την Έδρα Κο­ραή. Η τρέ­χου­σα με­τάλ­λα­ξή της δεν συ­νι­στά α­ντι­κεί­με­νο ι­στο­ρι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος, ό­πως η πο­λι­τι­σμι­κή συ­νέ­χεια ή α­συ­νέ­χεια του ελ­λη­νι­κού έ­θνους, αλ­λά ζέ­ου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ό­που ό­λες οι ε­ξου­σίες και οι θε­σμι­κοί φο­ρείς συ­νερ­γούν ή, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, α­δια­φο­ρούν. Όσο για τους χρή­στες της γλώσ­σας, α­νε­ξάρ­τη­τα κα­τα­γω­γής και σχε­τι­κής κα­τάρ­τι­σης, εί­ναι α­θώοι του ε­γκλή­μα­τος, ως μη έ­χο­ντες ε­πί­γνω­ση της με­τα­βο­λής που ε­πι­φέ­ρουν στη φύ­ση της, δε­δο­μέ­νου ό­τι λει­τουρ­γούν ως μά­ζα, σε α­πό­λυ­τη ε­ξάρ­τη­ση α­πό το φυ­σι­κό και τε­χνι­κό πε­ρι­βάλ­λον τους. Ο πρό­λο­γος του βι­βλίου εκ­κι­νεί με το ε­ρώ­τη­μα: “Ποια εί­ναι η θέ­ση της λο­γο­τε­χνίας στη συ­γκρό­τη­ση της ε­θνι­κής ταυ­τό­τη­τας;” Αναμ­φι­βό­λως, ε­ρώ­τη­μα με­γά­λου ι­στο­ρι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος, αλ­λά το ο­ποίο, στο ε­ξής, θα πρέ­πει να συ­μπο­ρεύε­ται με τον προ­βλη­μα­τι­σμό για τη συμ­βο­λή της  ση­με­ρι­νής νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας  στην πα­ρο­ντι­κή με­τάλ­λα­ξη της γλώσ­σας, το μο­να­δι­κό στοι­χείο που α­πέ­μει­νε για τη συ­γκρό­τη­ση της ό­ποιας συλ­λο­γι­κής ταυ­τό­τη­τας.
Στον πρό­λο­γο, ο Μπή­τον α­να­φέ­ρε­ται στον τίτ­λο του βι­βλίου του. Σχο­λιά­ζει πως ό­λος ο προ­βλη­μα­τι­σμός του συ­νο­ψί­ζε­ται σε φρά­ση ε­νός ή­ρωα του πρώ­του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Θε­ο­το­κά, την «Αργώ». Πρό­κει­ται για έ­ναν φοι­τη­τή α­πό τα Κα­λά­βρυ­τα, “α­πλοϊκό και κα­λό ε­παρ­χιώ­τη, που αρ­νιό­τα­νε με α­διαλ­λα­ξία τις ι­δέες και τα ή­θη των συμ­φοι­τη­τών του”. Αντι­μέ­τω­πος με τα ε­πι­χει­ρή­μα­τα “του αρ­χη­γού της κο­μου­νι­στι­κής πα­ρά­τα­ξης του φοι­τη­τι­κού συλ­λό­γου”, ε­πα­να­λάμ­βα­νε: “Εγώ, κύ­ριοι, πι­στεύω στην ι­δέα του έ­θνους”. Όσο για τη στά­ση του Θε­ο­το­κά “α­πέ­να­ντι στον μοι­ραίο ε­παρ­χιώ­τη”, δεν φαί­νε­ται μό­νο ει­ρω­νι­κή, ό­πως την ε­κλαμ­βά­νει ο Μπή­τον, αλ­λά σχε­δόν χλευα­στι­κή, τασ­σό­με­νος με την πλευ­ρά του νεό­κο­που “μαρ­ξι­στή”.
Η συ­να­γω­γή α­παρ­τί­ζε­ται α­πό ει­σα­γω­γι­κό κε­φά­λαιο και τρία μέ­ρη: Στο πρώ­το, ο­κτώ με­λε­τή­μα­τα έ­χουν ως ε­πί­κε­ντρο τις α­παρ­χές της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας. Στο δεύ­τε­ρο, ε­πτά, την ε­μπέ­δω­ση της ε­θνι­κής συ­νεί­δη­σης κα­τά τον πρώ­το αιώ­να με­τά τη συ­γκρό­τη­ση του έ­θνους-κρά­τους. Στο τρί­το, και πά­λι ε­πτά με­λε­τή­μα­τα στρέ­φο­νται γύ­ρω α­πό τον προ­βλη­μα­τι­σμό πέ­ντε λο­γο­τε­χνών πά­νω στο κε­ντρι­κό θέ­μα του βι­βλίου (Κα­βά­φη, τρία Σε­φέ­ρη, Κα­ζα­ντζά­κη, Ρί­τσου, Εμπει­ρί­κου), ε­νώ έ­να ό­γδοο, το μό­νο σε πρώ­τη δη­μο­σίευ­ση, α­φο­ρά τη μυ­θι­στο­ριο­γρα­φία της Ρέ­ας Γα­λα­νά­κη. Ως τίτ­λο αυ­τής της τε­λευ­ταίας ε­νό­τη­τας, δα­νεί­ζε­ται τον τίτ­λο μυ­θι­στο­ρή­μα­τός της, συγ­γε­νι­κού με το μο­να­δι­κό δι­κό του «Τα παι­διά της Αριάδ­νης», συ­γκε­κρι­μέ­να του τέ­ταρ­του, «Ο αιώ­νας των λα­βυ­ρίν­θων». Τίτ­λος, που ε­πι­λέ­χτη­κε α­πό την Γα­λα­νά­κη σε α­ντί­στι­ξη με τον “αιώ­να των Φώ­τω­ν”. Εκτός α­πό δυο με­λε­τή­μα­τα, δη­μο­σιευ­μέ­να την πρώ­τη διε­τία της πα­νε­πι­στη­μια­κής του θη­τείας, α­μέ­σως με­τά την έκ­δο­ση της δι­δα­κτο­ρι­κής του δια­τρι­βής, «Folk poetry of Modern Greece» (1981, το πε­ρί κα­βα­φι­κής ει­ρω­νείας, 1982, το α­να­φε­ρό­με­νο στη σχέ­ση της πα­λαιό­τε­ρης ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας με το σύ­μπλεγ­μα η­θο­γρα­φία-λα­ο­γρα­φία-ρε­α­λι­σμός), τα υ­πό­λοι­πα δη­μο­σιεύο­νται κα­τά την ει­κο­σα­ε­τία 1988-2007, σε αγ­γλι­κά και ελ­λη­νι­κά ε­πι­στη­μο­νι­κά πε­ριο­δι­κά, συλ­λο­γι­κούς τό­μους και πρα­κτι­κά συ­νε­δρίων.
Με το πρώ­το κε­φά­λαιο του δεύ­τε­ρου βι­βλίου του, «The Medieval Greek Romance» του  1989, α­νοί­γει το πρώ­το μέ­ρος του πρό­σφα­του βι­βλίου. Κα­τά μία ά­πο­ψη, εί­ναι το πιο εν­δια­φέ­ρον, για­τί ει­σα­γά­γει σε έ­να ε­λά­χι­στα γνω­στό τμή­μα της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, που κα­τα­χω­ρεί­ται τό­σο στη βυ­ζα­ντι­νή γραμ­μα­τεία ως ου­ρά του “αρ­χαίου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος”, ό­σο και στις α­παρ­χές της νε­ο­ελ­λη­νι­κής. Κα­τ’ αρ­χήν, ο Μπή­τον σκια­γρα­φεί “το πο­λι­τι­σμι­κό υ­πό­βα­θρο” της λε­γό­με­νης “Βυ­ζα­ντι­νής Ανα­γέν­νη­σης”, κα­τά τον 12ο αι., με­τά “την ήτ­τα του Μα­ντζι­κέρ­τ”, ό­ταν η δυ­να­στεία των Κο­μνη­νών κυ­βέρ­νη­σε, ε­πί έ­ναν αιώ­να, μία κο­λο­βω­μέ­νη Βυ­ζα­ντι­νή Αυ­το­κρα­το­ρία, α­πό α­να­το­λάς χω­ρίς την κε­ντρι­κή Μι­κρά Ασία και α­πό δυ­σμάς χω­ρίς τις δυ­τι­κο­ευ­ρω­παϊκές ε­παρ­χίες. Πα­ρό­τι, ω­στό­σο, η μά­χη στην Ανα­το­λία χά­θη­κε, “η κλη­ρο­νο­μιά της ή­ταν η δη­μιουρ­γία ε­νός εν πολ­λοίς ελ­λη­νι­κού κρά­τους, που προέ­κυ­ψε α­πό την άλ­λο­τε πο­λύ­γλωσ­ση Αυ­το­κρα­το­ρία”, ό­που καλ­λιερ­γή­θη­κε η ελ­λη­νι­κή, σε δυο εκ­δο­χές, την υ­πε­ρατ­τι­κί­ζου­σα και τη δη­μώ­δη.
Στη συ­νέ­χεια, σχο­λιά­ζει “δυο α­νώ­νυ­μες λο­γο­τε­χνι­κές α­φη­γή­σεις” του 12ου αι., με ή­ρωες, “τον θαυ­μα­στό Καπ­πα­δό­κα Βα­σί­λειο Ακρί­τη” και τον Τι­μα­ρίω­να “Καπ­πα­δό­κη εκ της υ­πε­ρο­ρίου”. Η δεύ­τε­ρη, κα­τά μία ει­κα­σία, εί­ναι έρ­γο του Θεό­δω­ρου Πρό­δρο­μου ή και Πτω­χο­πρό­δρο­μου, στον ο­ποίο, κυ­ρίως στις σά­τι­ρές του, α­φιε­ρώ­νο­νται δυο με­λε­τή­μα­τα. Με­τά α­να­φέ­ρε­ται στις τέσ­σε­ρις ε­πώ­νυ­μες μυ­θι­στο­ρίες του 12ου αι., που οι συγ­γρα­φείς τους έ­χουν ως πρό­τυ­πα τα δυο α­πό τα σω­ζό­με­να ελ­λη­νι­στι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ε­κεί­να των Αχιλ­λέα Τά­τιου και Ηλιό­δω­ρου. Ο μό­νος σχε­τι­κά γνω­στός α­πό τους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς εί­ναι ο Πτω­χο­πρό­δρο­μος και η έμ­με­τρη μυ­θι­στο­ρία του «Τα κα­τά Ρο­δάν­θην και Δο­σι­κλέ­α», η ο­ποία, μό­νο μία φο­ρά, προ ει­κο­σα­ε­τίας, α­πο­δό­θη­κε στη νέα ελ­λη­νι­κή, αλ­λά σε πε­ζό, α­πό τον Κώ­στα Πού­λο.
Οι ε­πό­με­νες σω­ζό­με­νες μυ­θι­στο­ρίες σε δη­μώ­δη ελ­λη­νι­κή α­νή­κουν στον 14ο αιώ­να και εί­ναι μό­λις πέ­ντε. Όσο για τη συ­νέ­χεια, αυ­τή αρ­γεί. Έρχε­ται με­τά την Άλω­ση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, με τον «Ερω­τό­κρι­το». Ένα βα­σι­κό ό­σο και εν­δια­φέ­ρον θέ­μα, που ο Μπή­τον σχο­λιά­ζει σε αυ­τό το πρώ­το μέ­ρος, εί­ναι η πα­ραλ­λη­λία της λο­γο­τε­χνι­κής συγ­γρα­φής σε Βυ­ζά­ντιο και Δύ­ση. Επι­ση­μαί­νει α­να­λο­γίες και δια­φο­ρές στους τύ­πους των η­ρώων και την πλο­κή. Ανά­λο­γα με την χρο­νι­κή πε­ρίο­δο, δί­νει μία ει­κό­να της α­μοι­βαίας ή της μο­νο­με­ρούς δια­πί­δυ­σης που πα­ρα­τη­ρεί­ται, με τη διείσ­δυ­ση μο­τί­βων και προ­τύ­πων. Αυ­τός ο χώ­ρος α­πο­τε­λεί πε­δίο έ­ρευ­νας, α­πό το ο­ποίο η Ελλά­δα φαί­νε­ται, ου­σια­στι­κά, να α­πέ­χει. Μάλ­λον δεν υ­πάρ­χει εν­δια­φέ­ρον ού­τε καν για ε­παρ­κή ε­νη­μέ­ρω­ση μέ­σω με­τα­φρά­σεων και προ­σι­τών σε ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό φι­λο­λο­γι­κών δη­μο­σιευ­μά­των.
Βε­βαίως, κύ­ριος κορ­μός του βι­βλίου, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο του, θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν το δεύ­τε­ρο μέ­ρος, που ε­στιά­ζει “στη συ­γκρό­τη­ση του ελ­λη­νι­κού έ­θνους-κρά­τους”. Ξε­κι­νώ­ντας α­πό τις α­πό­ψεις του Κο­ραή πως “α­ξί­ζει στους Έλλη­νες μια ξε­χω­ρι­στή θέ­ση α­νά­με­σα στα έ­θνη του σύγ­χρο­νου κό­σμου”, χά­ρις στην κλη­ρο­νο­μιά τους, α­να­φέ­ρε­ται στον “ελ­λη­νι­κό ρο­μα­ντι­σμό” και τα με­ρί­δια  της α­πο­κα­λού­με­νης Πα­λαιάς Αθη­ναϊκής Σχο­λής σε σχέ­ση με ε­κεί­να των με­γά­λων ποιη­τών Σο­λω­μού-Κάλ­βου-Πα­λα­μά. Με ε­πι­μέ­ρους με­λε­τή­μα­τα, κα­λύ­πτει συ­νο­πτι­κά ό­λα τα μεί­ζο­να θέ­μα­τα μιας Ιστο­ρίας νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας, φω­τί­ζο­ντας ι­διαί­τε­ρες πτυ­χές. Με­τα­ξύ άλ­λων, μνη­μο­νεύε­ται και η ά­μιλ­λα για τα πρω­τεία στη συγ­γρα­φή ε­θνι­κής μυ­θι­στο­ρίας με­τα­ξύ α­δελ­φών Σού­τσων και Ιά­κω­βου Πιτ­ζι­πίου. Μό­νο ο Γρη­γό­ριος Πα­λαιο­λό­γος α­που­σιά­ζει.
Κα­τά τη γνώ­μη μας, και με βά­ση τις μέ­χρι τώ­ρα κρι­τι­κές πα­ρου­σιά­σεις του βι­βλίου, το ει­σα­γω­γι­κό κε­φά­λαιο, ε­πι­κε­ντρω­μέ­νο στις ι­δε­ο­λο­γι­κές α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις και α­πό­ψεις πε­ρί ελ­λη­νι­κού έ­θνους της τε­λευ­ταίας 25ε­τίας, ό­που η ει­δι­κή πε­ρί­πτω­ση της Ελλά­δος ο­μα­δο­ποιεί­ται και ε­ξε­τά­ζε­ται στο γε­νι­κευ­μέ­νο πλαί­σιο, κυ­ρίως αγ­γλό­γλωσ­σων θεω­ριών και μο­ντέ­λων πε­ρί ε­θνι­κι­σμού, καλ­λιερ­γεί ε­σφαλ­μέ­νη ε­ντύ­πω­ση για το πε­ριε­χό­με­νο και, συ­να­κό­λου­θα, α­πω­θεί έ­να ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νό. 


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 12/6/2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια: