Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Ίσκιοι, φοβίες και μυστήρια

Στά­θης Κο­ψα­χεί­λης
«Η Δρα­κο­ντιά»
Εκδ, Με­λά­νι
Οκτ. 2015
Αν δια­βά­ζε­τε βι­βλιο­κρι­τι­κές, θα έ­χε­τε πα­ρα­τη­ρή­σει ό­τι εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο δια­φω­τι­στι­κές, ό­ταν α­φο­ρούν μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ή και ι­στο­ρίες. Αντι­θέ­τως, ό­ταν ει­σέρ­χο­νται στην πε­ριο­χή του διη­γή­μα­τος, προ­σφεύ­γουν σε αό­ρι­στες δια­τυ­πώ­σεις, υ­πο­κει­με­νι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Για πα­ρά­δειγ­μα, σε έ­να διή­γη­μα, που θέ­λουν να προσ­δώ­σουν λο­γο­τε­χνι­κές α­ρε­τές, α­να­φέ­ρο­νται στις αι­σθη­τι­κές ε­ντυ­πώ­σεις που δη­μιουρ­γεί, προ­σο­μοιά­ζο­ντάς τες με ε­κεί­νες ποιη­μά­των. Ανε­ξάρ­τη­τα αν στις κρι­τι­κές ποιη­τι­κών συλ­λο­γών χω­λαί­νουν α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Επί­σης, ε­πι­στρα­τεύουν χα­ρα­κτη­ρι­σμούς, που έ­χουν κα­θιε­ρω­θεί ως ε­παι­νε­τι­κοί μέ­σα α­πό τη χρή­ση τους για τους α­πο­κα­λού­με­νους με­γά­λους ξέ­νους συγ­γρα­φείς. Κα­τά προ­τί­μη­ση, α­πο­τε­λού­με­νους α­πό ό­ρους α­σα­φώς προσ­διο­ρι­σμέ­νους, ώ­στε να α­φή­νουν πε­ρι­θώ­ρια αμ­φι­ση­μίας. Ένας άλ­λος τρό­πος δια­φυ­γής, εί­ναι η ε­κτε­νής α­να­φο­ρά σε προ­η­γού­με­να βι­βλία του ί­διου συγ­γρα­φέα, για τα ο­ποία έ­χουν ή­δη δια­τυ­πω­θεί κά­ποιες κρί­σεις, ο­πό­τε πα­τούν σε πιο στέ­ρεο έ­δα­φος. Ακό­μη, σε πε­ρι­πτώ­σεις νέων συγ­γρα­φέων, κά­νουν ει­κα­σίες για την μελ­λο­ντι­κή τους πο­ρεία. Ενώ δεν έ­χει στε­γνώ­σει το με­λά­νι του τυ­πο­γρα­φείου, α­να­ρω­τιού­νται προς τα πού θα γεί­ρει το ε­πό­με­νο.
Γε­νι­κό­τε­ρα, στις βι­βλιο­κρι­σίες, ε­πι­κρα­τεί μία με­ρο­λη­πτι­κή α­ντι­με­τώ­πι­ση των λέ­ξεων, κα­θώς ευ­νοού­νται οι με­τα­γλωτ­τί­σεις ό­ρων της αγ­γλό­γλωσ­σης κρι­τι­κής, ε­νώ οι λι­γο­στοί α­μι­γώς ελ­λη­νι­κοί κα­τα­χω­ρού­νται στους κα­κό­ση­μους και α­πευ­κταίους, συ­χνά πα­ρα­κά­μπτο­ντας το εν­νοιο­λο­γι­κό τους πε­ριε­χό­με­νο. Πα­ρά­δειγ­μα, η λέ­ξη η­θο­γρα­φία, που ό­χι μό­νο ε­γκα­τα­λεί­φθη­κε, αλ­λά, στις πε­ρι­πτώ­σεις ε­νός πε­ζού, που το­πο­θε­τεί­ται σε χω­ριό, γε­νι­κό­τε­ρα σε μη α­στι­κή πε­ριο­χή, και σε πα­λαιό­τε­ρους χρό­νους, θεω­ρεί­ται α­πα­ραί­τη­το να διευ­κρι­νι­σθεί πως δεν πρό­κει­ται για η­θο­γρα­φία. Αυ­τό γί­νε­ται πλα­γίως, κα­τα­φεύ­γο­ντας σε με­τα­φο­ρι­κές εκ­φρά­σεις, που α­πά­δουν μεν του δο­κι­μια­κού λό­γου, αλ­λά προ­σφέ­ρουν κα­λύ­τε­ρη κά­λυ­ψη. Όπως μία αρ­κού­ντως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή, που δια­βά­σα­με πρό­σφα­τα: “κλεί­νει το μά­τι στην η­θο­γρα­φία αλ­λά συ­νο­μι­λεί και με νεω­τε­ρι­κές α­φη­γή­σεις”. Από την πλευ­ρά τους, οι συγ­γρα­φείς, κου­βα­λώ­ντας τα δι­κά τους σύν­δρο­μα μειο­νε­ξίας, σπεύ­δουν να διευ­κρι­νί­σουν, πως “προ­σέ­χουν να μην πέ­σουν στην πα­γί­δα της η­θο­γρα­φίας”.
Κο­ντός ψαλ­μός αλ­λη­λούια για έ­να βι­βλίο, που θα θέ­λα­με να σχο­λιά­σου­με, αλ­λά συ­νει­δη­το­ποιού­με πως δεν δια­θέ­του­με το εν­δε­δειγ­μέ­νο λε­ξι­λό­γιο. Οι άλ­λο­τε πο­τέ εύ­φη­μες λέ­ξεις φαί­νε­ται πως, σή­με­ρα πλέ­ον, α­νή­κουν σε ε­κεί­νες που θεω­ρού­νται πα­ρω­χη­μέ­νες ή και αρ­νη­τι­κής χροιάς, ε­νώ οι α­πο­δε­κτές ως κα­τάλ­λη­λες, μάλ­λον δεν συ­νται­ριά­ζουν εν­νοιο­λο­γι­κά. Ο λό­γος για τη δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του Στά­θη Κο­ψα­χεί­λη, η ο­ποία α­να­σταί­νει μια δα­ψι­λή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και έ­να βά­θος ζωής, που συ­νι­στού­σαν άλ­λο­τε τον κα­θη­με­ρι­νό βίο. Στο κει­με­νά­κι του ο­πι­σθό­φυλ­λου, γί­νε­ται λό­γος για μα­γι­κό ρε­α­λι­σμό. Χα­ρα­κτη­ρι­σμό, που οι βι­βλιο­κρι­σίες ε­πι­φυ­λάσ­σουν για τα κα­λύ­τε­ρα α­πό τα μη ρε­α­λι­στι­κά βι­βλία. Μό­νο που, εις μά­την, α­να­ζη­τή­σα­με, σύμ­φω­να με τον ο­ρι­σμό του εν λό­γω ό­ρου, μη ρε­α­λι­στι­κά στοι­χεία στο δε­δο­μέ­νο ρε­α­λι­στι­κό χω­ρο­χρο­νι­κό πλαί­σιο των διη­γη­μά­των του βι­βλίου. Σε ο­ρι­σμέ­να α­πό τα δε­καέ­ξι διη­γή­μα­τα της προ­η­γού­με­νης, πρώ­της συλ­λο­γής του, «Πα­ρα­μι­λη­τά», υ­πήρ­χαν πράγ­μα­τι μη ρε­α­λι­στι­κά στοι­χεία. Ανε­ξάρ­τη­τα αν ε­μείς δεν θα τα χα­ρα­κτη­ρί­ζα­με ε­ξω­πραγ­μα­τι­κά. Για πα­ρά­δειγ­μα, η συ­να­να­στρο­φή με φά­σμα­τα νε­κρών και τα φα­νε­ρώ­μα­τα α­γίων, ή α­κό­μη και τα συ­να­πα­ντή­μα­τα με τον κα­βα­λά­ρη Χά­ρο­ντα, μπο­ρεί μεν να κα­τα­τάσ­σο­νται στα υ­περ­βα­τι­κά ή και τα φα­ντα­στι­κά στοι­χεία, αλ­λά, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των αν­θρώ­πων πα­λαιό­τε­ρων και­ρών, συ­νι­στού­σαν βιώ­μα­τα του δι­κού τους μι­κρό­κο­σμου.
Μία πα­ρό­μοια ι­στο­ρία συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται και στην και­νού­ρια δω­δε­κά­δα. Τιτ­λο­φο­ρεί­ται «Πριν σα­ρα­ντί­σει» και δεν α­να­φέ­ρε­ται σε το­κε­τό, αλ­λά σε θά­να­το, στις 40 η­μέ­ρες, που η ψυ­χή πε­ρι­φέ­ρε­ται στο σπί­τι και τους οι­κείους της χώ­ρους. Μία πί­στη, σε πα­λαιό­τε­ρους και­ρούς, τό­σο βα­θιά και ευ­ρέως δια­δε­δο­μέ­νη, που ο­ποιο­δή­πο­τε κά­πως πα­ρά­ται­ρο ση­μείο – μία πε­τα­λού­δα ι­πτά­με­νη πε­ρί την νε­κρι­κή κα­ντή­λα ή μία λά­μπα που φέγ­γει σε ά­δειο σπί­τι – να ε­κλαμ­βά­νε­ται σαν φα­νέ­ρω­μα της ψυ­χής. Αρκεί ο συγ­γρα­φέ­ας να έ­χει την ι­κα­νό­τη­τα να καλ­λιερ­γή­σει την α­νά­λο­γη μυ­στη­ρια­κή α­τμό­σφαι­ρα. Κα­τά τα άλ­λα, ό­σο το πα­πα­δια­μα­ντι­κό «Μια ψυ­χή» εί­ναι μα­γι­κός ρε­α­λι­σμός, άλ­λο τό­σο εί­ναι και το διή­γη­μα του Κο­ψα­χεί­λη.
Και α­πό μία δεύ­τε­ρη ι­στο­ρία, την ο­μό­τιτ­λη της συλ­λο­γής, έ­νας νεό­τε­ρος α­να­γνώ­στης μπο­ρεί να θεω­ρή­σει πως α­να­δύε­ται μα­γι­κός ρε­α­λι­σμός. Πρώ­τον, για­τί α­γνο­εί το δρα­κό­ντιο ή δρα­κο­ντιά, κι ας α­πα­ντά­ται σε Ιππο­κρά­τη και Διο­σκου­ρί­δη, ό­χι ό­μως στον χρη­στι­κό Μπα­μπι­νιώ­τη. Δεύ­τε­ρον, για­τί δεν έ­χει την πα­ρα­μι­κρή ε­ξοι­κείω­ση με τον μυ­στη­ρια­κό κό­σμο των φυ­τών. Ού­τε με τον πο­λυ­τε­χνί­τη πρα­κτι­κό για­τρό, που έ­χει βα­θιά πί­στη στις θε­ρα­πευ­τι­κές τους ι­διό­τη­τες και ο ο­ποίος α­να­πλά­θε­ται μέ­σα α­πό την πε­ρι­γρα­φή των ε­πι­νο­η­τι­κών ε­να­σχο­λή­σεών του. Ωστό­σο, ο Κο­ψα­χεί­λης, σε αυ­τήν την ι­στο­ρία, έ­χα­σε την ευ­και­ρία να στή­σει έ­να μο­να­δι­κό διή­γη­μα, τύ­που “μπον­σάι”, κα­τά το τρέ­χον ι­διό­λε­κτο. Αρκεί να α­φαι­ρού­σε την πα­ρελ­θο­ντι­κή α­να­δρο­μή, κρα­τώ­ντας την πρώ­τη μα­κριά πα­ρά­γρα­φο και τη συ­νέ­χειά της, στο τε­λευ­ταίο τμή­μα, που ε­πέ­χει θέ­ση ε­πί­λο­γου. Αυ­τό θα μπο­ρού­σε να έ­χει έ­ναν αι­σώ­πειο τίτ­λο, ό­πως «Ο κά­βου­ρας και το φι­δό­χορ­το» και ως πα­ραλ­λα­γή στο γνω­στό μύ­θο, «Ο κά­βου­ρας και το φί­δι». Ο συγ­γρα­φέ­ας, ό­μως, μάλ­λον φο­βή­θη­κε, πως, χω­ρίς την ε­γκι­βω­τι­σμέ­νη ι­στο­ρία του πα­ρά­ξε­νου αν­θρώ­που της φύ­σης, θα γι­νό­ταν υ­περ­βο­λι­κά ελ­λει­πτι­κός.
Στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή, ο Κο­ψα­χεί­λης κι­νεί­ται συ­χνά σε δυο δια­φο­ρε­τι­κά χρο­νι­κά ε­πί­πε­δα, προ­τάσ­σο­ντας έ­να πρό­σφα­το συμ­βάν, που έ­τυ­χε στον α­φη­γη­τή, το ο­ποίο δέ­νει έ­ντε­χνα με μία α­να­δρο­μι­κή διή­γη­ση. Με αυ­τόν τον τρό­πο, η ι­στο­ρία στρογ­γυ­λεύε­ται, ω­στό­σο το α­πο­τέ­λε­σμα θα εί­χε δια­φο­ρε­τι­κή έ­ντα­ση, αν η πα­ρελ­θο­ντι­κή α­φή­γη­ση αυ­το­νο­μεί­το, με το ξε­κί­νη­μα “in media res”. Πα­ρά­δειγ­μα, το «Σφα­χτό», ό­που το ει­σα­γω­γι­κό τμή­μα προοι­κο­νο­μεί, ό­πως λέ­γε­ται σή­με­ρα, την ε­ξέ­λι­ξη, αλ­λά με­τριά­ζει την έκ­πλη­ξη του α­προσ­δό­κη­του. Πό­σον μάλ­λον, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ό­που, μέ­σα α­πό τη δρα­μα­τι­κή πα­ρου­σία­ση της πα­ρά­κρου­σης ε­νός ψυ­χα­σθε­νούς, α­να­δει­κνύο­νται οι συ­νέ­πειες μιας πα­λαιάς ι­στο­ρίας αλ­λά και μιας ε­πο­χής, τό­σο κα­θο­ρι­στι­κής ό­σο ε­κεί­νη της Κα­το­χής.
Ένα άλ­λο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των “κα­λώ­ν” διη­γη­μα­το­γρά­φων, που α­πο­δί­δε­ται με­τ’ ε­πι­μο­νής σε διη­γη­μα­το­γρά­φους, που κι­νού­νται θε­μα­τι­κά στην πε­ριο­χή του Κο­ψα­χεί­λη, εί­ναι το “χα­μη­λό­φω­νος”. Κι ό­μως, υ­πάρ­χουν στις συλ­λο­γές του διη­γή­μα­τα σκλη­ρού ρε­α­λι­σμού, ό­που ο τό­νος δεν μπο­ρεί πα­ρά να έ­χει έ­ντα­ση. Την ε­πι­τάσ­σει μία τρα­χύ­τη­τα, σύμ­φυ­τη των αλ­λο­τι­νών και­ρών, ό­ταν, στις μι­κρές κοι­νω­νίες της υ­παί­θρου, τα ή­θη και οι αρ­χέ­γο­νες πρα­κτι­κές συ­νι­στού­σαν α­να­γκαίο ό­ρο ε­πι­βίω­σης. Πώς, αλ­λιώς, μπο­ρείς να α­φη­γη­θείς το θά­ψι­μο ε­νός βρέ­φους ή το πώς “χά­θη­κε η κλή­ρα” ε­νός “βαρ­βά­του γάι­δα­ρου”; Το ό­τι το πρώ­το συ­νι­στά α­πό­δο­ση ε­θι­μι­κού δι­καίου και το δεύ­τε­ρο α­να­γκαία ε­πέμ­βα­ση για τη χρη­σι­μο­ποίη­ση του ζω­ντα­νού και συ­να­κό­λου­θα τον βιο­πο­ρι­σμό του ι­διο­κτή­τη του, δεν με­τριά­ζουν την σκλη­ρό­τη­τα, που ε­νέ­χει η ε­νέρ­γεια. Όλη η τέ­χνη της α­φή­γη­σης βρί­σκε­ται στην α­φαί­ρε­ση των ψι­μυ­θίων, ω­στό­σο η κα­τ’ α­κρι­βο­λο­γίαν α­να­φο­ρά δεν μπο­ρεί πα­ρά να έ­χει υ­ψη­λούς τό­νους. Πά­ντως, το «Πί­στο­μα» του Θε­ο­τό­κη το ε­ντάσ­σουν στην “α­γρο­τι­κή η­θο­γρα­φία”.
Η βα­σι­κή δια­φο­ρά της και­νού­ριας συλ­λο­γής του Κο­ψα­χεί­λη α­πό την πρώ­τη του έ­γκει­ται στη θε­μα­τι­κή με­τα­τό­πι­ση προς αυ­τό, που έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει να α­πο­κα­λούν “με­τα­μνή­μη”. Νεω­τε­ρι­κός ό­ρος, που χρη­σι­μο­ποιεί­ται κυ­ρίως για το ι­στο­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα της πο­λε­μο­χα­ρούς δε­κα­ε­τίας του ’40. Ση­μα­το­δο­τεί τη μνή­μη α­πό δεύ­τε­ρο χέ­ρι ή και τη δια­με­σο­λα­βη­μέ­νη, που α­να­φέ­ρε­ται στα τραυ­μα­τι­κά βιώ­μα­τα των ε­πι­ζώ­ντων α­πό ε­κεί­να τα χρό­νια, ό­πως αυ­τά περ­νούν στη μνή­μη των ε­πι­γό­νων τους. Αν μπο­ρεί να γί­νει λό­γος για “με­τα­μνή­μη” στα διη­γή­μα­τα του Κο­ψα­χεί­λη, εί­ναι λό­γω του α­φη­γη­μα­τι­κού τρό­που, που ε­πι­λέ­γει. Όπως εί­χε υ­πο­σχε­θεί σε συ­νέ­ντευ­ξή του, σε αυ­τό το δεύ­τε­ρο βι­βλίο, “γί­νε­ται η δια­σταύ­ρω­ση με τη Με­γά­λη Ιστο­ρία” του μι­κρό­κο­σμου των αν­θρώ­πων της το­πι­κής κοι­νω­νίας. Αυ­τήν τη δια­σταύ­ρω­ση την ε­πι­χει­ρεί μέ­σω του α­φη­γη­τή, συν­δέ­ο­ντας α­φη­γη­μα­τι­κά τη δι­κή του κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα με ό­σα του έ­χουν παι­διό­θεν ε­ντυ­πω­θεί α­πό διη­γή­σεις, ει­κό­νες ή και συ­μπε­ρι­φο­ρές των με­γά­λων στο σπί­τι ή και των η­λι­κιω­μέ­νων του χω­ριού. 
Πα­ρεν­θε­τι­κά να πα­ρα­τη­ρή­σου­με πως η ελ­λη­νι­κή με­τα­γλώτ­τι­ση, “με­τα­μνή­μη”, του αγ­γλι­κού ό­ρου postmemory δη­μιουρ­γεί σύγ­χυ­ση, κα­θώς, στην αγ­γλι­κή, υ­πάρ­χει και ο ό­ρος  metamemory, με τε­λείως δια­φο­ρε­τι­κή έν­νοια. Αυ­τός ο δεύ­τε­ρος ε­πι­νοή­θη­κε το 1971 στο πλαί­σιο των σπου­δών συ­μπε­ρι­φο­ράς α­πό α­με­ρι­κα­νό ψυ­χο­λό­γο, που ή­θε­λε να α­να­φερ­θεί στη συ­νει­δη­το­ποίη­ση α­πό τον άν­θρω­πο της ύ­παρ­ξης μνή­μης ως αυ­θυ­πό­στα­της λει­τουρ­γίας. Εί­κο­σι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, προέ­κυ­ψε ο δεύ­τε­ρος, ό­ταν εί­χε αρ­χί­σει να με­γα­λώ­νει το εν­δια­φέ­ρον για το Ολο­καύ­τω­μα και το φορ­τίο που κλη­ρο­δό­τη­σε στη διά­δο­χη γε­νιά. Δε­κα­πέ­ντε χρό­νια με­τά, το 2006, ό­ταν ξε­κί­νη­σε και στην Ελλά­δα η με­λέ­τη της μνή­μης κυ­ρίως α­πό τον Εμφύ­λιο, ήρ­θε στο ε­πί­κε­ντρο του ε­ρευ­νη­τι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος και η μνή­μη των παι­διών, που με­τα­κι­νή­θη­καν α­πό τον Δη­μο­κρα­τι­κό Στρα­τό στις Ανα­το­λι­κές χώ­ρες. Η Ρί­κη Βαν Μπού­σχο­τεν ή­ταν η πρώ­τη, που έ­κα­νε λό­γο για “με­τα-μνή­μη”, ως α­πό­δο­ση του postmemory, πι­θα­νώς και α­γνοώ­ντας το metamemory, που α­πα­σχο­λεί πε­ρισ­σό­τε­ρο τους εκ­παι­δευ­τι­κούς. Ει­δάλ­λως, η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα εί­ναι πρό­σφο­ρη, ό­χι μό­νο για δά­νεια, αλ­λά και για ε­πι­νοή­σεις. Λ.χ., το postmemory θα μπο­ρού­σε να α­πο­δο­θεί και ως υ­στε­ρο­γε­νής μνή­μη.
Όσο για τις ι­στο­ρίες του Κο­ψα­χεί­λη,  μάλ­λον δεν “δια­σταυ­ρώ­νο­νται με την Ιστο­ρία”. Ακρι­βέ­στε­ρα, μπαί­νουν στη σκιά της Ιστο­ρίας, χω­ρίς σε κα­μία να γί­νε­ται ο­λι­κή έ­κλει­ψη του το­πι­κού μι­κρό­κο­σμου. Εί­ναι προ­φα­νές πως η κε­ντρι­κή ι­δέα πα­ρα­μέ­νει η ί­δια, να α­να­δει­χθούν οι χα­ρα­κτή­ρες και ό­χι πρό­σω­πα και γε­γο­νό­τα, που κα­τέ­γρα­ψε η Ιστο­ρία. Μό­νο σε μία ι­στο­ρία, «Το αυ­γό», α­που­σιά­ζει το α­φη­γη­μα­τι­κό πλαί­σιο, ως μορ­φή γείω­σης στο πα­ρόν. Το 1942, έ­νας ε­ξη­ντά­χρο­νος, στην κα­λύ­βα του, πο­λε­μά­ει την α­σι­τία με κλη­μα­τσί­δες και έ­να αυ­γό κά­θε δυο τρεις μέ­ρες α­πό τις δυο κό­τες, που α­πό­μει­ναν στο κο­τέ­τσι, μέ­χρις ό­του εμ­φα­νί­ζε­ται μια ο­χιά που το διεκ­δι­κεί. Από το πλή­θος των σχε­τι­κών διη­γή­σεων, ο συγ­γρα­φέ­ας πλά­θει μία, α­πο­κα­θαρ­μέ­νη βιο­γρα­φι­κών λε­πτο­με­ρειών, δεί­χνο­ντας τις ψυ­χι­κές α­ντο­χές, που α­παι­τού­σε στην Κα­το­χή το κρά­τη­μα στη ζωή.
“Όλες αυ­τές οι ι­στο­ρίες πυρ­πο­λού­σαν την παι­δι­κή μου φα­ντα­σία, κά­νο­ντάς με να ξα­γρυ­πνώ... πα­λεύο­ντας με τους ί­σκιους, τις φο­βίες και τα μυ­στή­ρια”, α­να­λο­γί­ζε­ται ο α­φη­γη­τής σε έ­να διή­γη­μα. Αυ­τήν την έ­ντα­ση δια­τη­ρεί η α­φή­γη­ση, κα­θώς χω­νεύει στο ξε­τύ­λιγ­μά της ξέ­νες και προ­σω­πι­κές ε­μπει­ρίες. Ο συγ­γρα­φέ­ας βρή­κε έ­ναν τρό­πο να α­να­στή­σει το πα­ρελ­θόν, α­να­ζη­τώ­ντας σε αυ­τό τον ε­αυ­τό του. Από τα γε­γο­νό­τα σε Κα­το­χή και Εμφύ­λιο συ­γκρα­τού­νται τα το­πω­νύ­μια, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό χω­ριά του Κά­τω Ολύ­μπου, κά­ποιες ση­μα­δια­κές η­με­ρο­μη­νίες, 8 Ιουν. 1942 ή 31 Μαρ. 1946, ο­νό­μα­τα προ­σώ­πων και ορ­γα­νώ­σεων, για ό­σους α­πό­η­χους ό­λα αυ­τά μπο­ρεί να φέρ­νουν. Κα­τά τα άλ­λα, ού­τε βίοι ού­τε συμ­βά­ντα α­νι­στο­ρού­νται. Απο­μέ­νουν και κά­ποιες λέ­ξεις να ε­πι­πλέ­ουν σε ά­σμα­τα. Όπως ε­κεί­νο το “μπου­ρα­ντά­δες”, που “εί­πε ψι­θυ­ρι­στά μέ­σα απ’ τα δό­ντια του ο πα­τέ­ρας” και το παι­δί θυ­μή­θη­κε το ά­σμα που του εί­χε μά­θει: “Ήρθ’ έ­να βρά­δυ ο Ντου­σμά­νος / ο σύν­δε­σμος του Μπου­ρα­ντά, / κι εί­πε πως θα γί­νει γλέ­ντι, / θα έ­χει και βιο­λιά.” Ή, το “τσου­τσου­λιά­νος”, ό­πως λέ­νε τους κο­ρυ­δαλ­λούς στα μέ­ρη του α­φη­γη­τή, αλ­λά και τους Ελα­σί­τες οι ΠΑ­Οτζή­δες: “Σκό­τω­σα έ­ναν τσου­τσου­λιά­νο, μπρε, / γιό­μ’σαν τα χα­ντά­κια αί­μα, μπρε,...” Ας μην μπερ­δευ­τούν οι νεό­τε­ροι, τα αρ­χι­κά δεν α­να­φέ­ρο­νται στον Πα­να­θη­ναϊκό Αθλη­τι­κό Όμι­λο αλ­λά στη με­τα­γε­νέ­στε­ρη, Πα­νελ­λή­νια Απε­λευ­θε­ρω­τι­κή Οργά­νω­ση, που ι­δρύ­θη­κε ά­νοι­ξη του 1943, προς “τή­ρη­σιν της τά­ξεως και της ε­θνι­κής συ­νο­χής”.
Στους χα­ρα­κτή­ρες που προ­βάλ­λουν τα διη­γή­μα­τα, οι α­ντάρ­τες υ­περ­τε­ρούν. Ωστό­σο, ο πιο ε­ντυ­πω­σια­κός εί­ναι ο α­πο­κα­λού­με­νος Κό­ρα­κας, κα­θώς “α­πό την ε­πο­χή του Με­τα­ξά φο­ρού­σε συ­νε­χώς μαύ­ρα ρού­χα”, α­πό κλή­ρα α­πο­βρα­σμά­των, “φό­βος και τρό­μος των χω­ρια­νώ­ν”. Ο τίτ­λος του διη­γή­μα­τος, «Κό­ρα­κας κο­ρά­κου...», που α­πο­δί­δει την κε­ντρι­κή ι­δέα για ε­κεί­νους τους και­ρούς, προϊδεά­ζει και για την ευ­ρη­μα­τι­κή κα­τά­λη­ξη. Στο διή­γη­μα, ό­πως και στα πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό ε­κεί­να που δια­σταυ­ρώ­νο­νται με την Ιστο­ρία, λαν­θά­νει πι­κρή ει­ρω­νεία, που την συ­μπλη­ρώ­νει, αν α­πο­κρυ­πτο­γρα­φού­με σω­στά, τον μι­κρό­κο­σμο του α­φη­γη­τή, το α­φιε­ρω­μα­τι­κό μό­το, “Στους Δη­μη­τρά­κη και Γιάν­νη Τσι­τσι­λί­κα”. Το πα­λι­κά­ρι, με το ψευ­δώ­νυ­μο  Λα­ο­κρά­της, που σκό­τω­σαν στην Πλά­κα Ολύ­μπου, το 1947, και ο Κό­ρα­κας έ­φτυ­νε και κλό­τσα­γε το κου­φά­ρι του, ή­ταν ο ταγ­μα­τάρ­χης του Δη­μο­κρα­τι­κού Στρα­τού Δη­μή­τρης Τσι­τσι­λί­κας.
Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, το διή­γη­μα «Φο­βία για τα μα­νι­τά­ρια» μας θύ­μι­σε το μυ­θι­στό­ρη­μα του Παύ­λου Με­θε­νί­τη «Αμα­νί­τα Μου­σκά­ρια». Δια­φο­ρε­τι­κοί οι τό­ποι, αλ­λά αμ­φό­τε­ρα δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σε πυ­κνό δά­σος, δια­φο­ρε­τι­κοί πι­θα­νώς και οι χρό­νοι, πά­ντως, μέ­σα στη δε­κα­ε­τία του ’40, μια ο­μά­δα ε­γκλω­βι­σμέ­νων α­νταρ­τών δο­κι­μά­ζει “τα ζουρ­λο­μα­νί­τα­ρα”. Τέ­λος, να πα­ρα­τη­ρή­σου­με, πως, ο Κο­ψα­χεί­λης, ε­κτός α­πό την ά­ρι­στη “με­τα­μνή­μη” που δια­σώ­ζει, ε­πι­δει­κνύει ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα στο γε­φύ­ρω­μα των ε­πι­μέ­ρους χρο­νι­κών ε­πι­πέ­δων, κα­τορ­θώ­νο­ντας α­προσ­δό­κη­τες εκ­πλή­ξεις και σε ο­ρι­σμέ­να, ευ­φρό­συ­νες ή έ­στω κα­θη­συ­χα­στι­κές, κα­τα­λη­κτι­κές α­να­τρο­πές της διά­θε­σης. 

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 24/1/2016.