Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Ένα όνομα, ένας στίχος, μία συγγραφέας - Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου

Ολι­γά­ριθ­μες εί­ναι οι “γρά­φου­σες” Ελλη­νί­δες, που συ­γκρα­τούν οι Ιστο­ρίες της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Λο­γο­τε­χνίας. Ανά­με­σα σε αυ­τές, με­τριού­νται στα δά­χτυ­λα ό­σες ε­πέ­λε­ξαν να εμ­φα­νι­στούν στα γράμ­μα­τα με δι­πλό ε­πί­θε­το. Οι πα­λαιό­τε­ρες εί­ναι ι­σά­ριθ­μες με τους α­ντί­στοι­χους άρ­ρε­νες “γρά­φο­ντες”, που φέ­ρουν δι­πλά ε­πί­θε­τα. Εκεί­νοι τι­μού­σαν τους δυο πα­τρο­γο­νι­κούς τους κλά­δους, ε­κεί­νες, τον πα­τρι­κό και τον γα­μή­λιο. Δί­κην πα­ρα­δείγ­μα­τος, στους 183 πε­ζο­γρά­φους, α­πό ι­δρύ­σεως του ελ­λη­νι­κού κρά­τους μέ­χρι την α­πρι­λια­νή δι­κτα­το­ρία, α­πα­ντώ­νται 25 “γρά­φου­σες”, ό­που μό­νο μία δια­τη­ρεί δι­πλό ό­νο­μα έ­να­ντι τριών αν­δρών. Αντι­στοί­χως, στην ποίη­ση, στους 169, α­πό την ε­πο­χή του Πα­λα­μά μέ­χρι και την πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά, συ­γκρα­τού­νται μό­λις 15, πέ­ντε εξ αυ­τών με δι­πλό ό­νο­μα έ­να­ντι ε­νός αν­δρός.
Κα­τά κα­νό­να, για τις ύ­παν­δρες, το ό­νο­μα το κα­θο­ρί­ζει η σχέ­ση με­τα­ξύ του χρό­νου νύμ­φευ­σης και ε­κεί­νου της πρώ­της συγ­γρα­φι­κής εμ­φά­νι­σης. Ανά­λο­γα, ποιο α­πό τα δυο προ­κύ­πτει πρώ­το. Σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, ω­στό­σο, πα­ρεμ­βαί­νει κα­θο­ρι­στι­κά η προ­σω­πι­κό­τη­τα της “γρά­φου­σας” σε σχέ­ση με ε­κεί­νη του ε­κλε­κτού της. Λ.χ., η Γα­λά­τεια Κα­ζα­ντζά­κη ξε­κι­νά ως Αλε­ξίου, ε­πί­σης η Ρί­τα Μπού­μη-Πα­πά, ως Μπού­μη, με­τά το γά­μο, ό­μως, η μεν πρώ­τη δια­γρά­φει το πα­τρι­κό, ε­νώ, η δεύ­τε­ρη το δια­τη­ρεί, προ­σθέ­το­ντας το συ­ζυ­γι­κό. Ως έ­να βαθ­μό, παί­ζει ρό­λο και η ε­πο­χή. Άλλο ο γά­μος το 1911 και άλ­λο το 1936. Όπως δεί­χνει και η πε­ρί­πτω­ση της Τα­τιά­νας Γκρί­τση-Μιλ­λιέ­ξ, που πρω­το­δη­μο­σιεύει συ­ζευγ­μέ­νη, έ­χο­ντας δια­τη­ρή­σει το δι­πλό ε­πώ­νυ­μο.

Ένα ό­νο­μα

Αλλά έ­τσι κι αλ­λιώς, με μο­νό ή δι­πλό ό­νο­μα, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό τις “γρά­φου­σες”, α­κό­μη και ε­κεί­νες, που το ό­νο­μά τους γρά­φτη­κε στις δέλ­τους της Ιστο­ρίας, σπα­νίως α­να­φέ­ρο­νται. Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, μία “γρά­φου­σα” με δι­πλό ό­νο­μα, α­πό τις πολ­λές που έ­μει­ναν στα ψι­λά γράμ­μα­τα της Ιστο­ρίας, κά­θε τό­σο, ό­λο και κά­ποιος την μνη­μο­νεύει. Αφορ­μή δεν στέ­κε­ται η ί­δια, ού­τε το έρ­γο της. Πρό­κει­ται για την Κλε­α­ρέ­τη Δί­πλα-Μα­λά­μου, που α­πα­ντά­ται και ως Κλε­α­ρέ­τη Μα­λά­μου-Δί­πλα, αλ­λά η πρώ­τη εκ­δο­χή εί­ναι ε­κεί­νη που προ­κα­λεί το εν­δια­φέ­ρον. Την ύ­στε­ρη φή­μη της, κυ­ρίως με­τα­πο­λε­μι­κά, την ο­φεί­λει στον Κ. Γ. Κα­ρυω­τά­κη, που με­τα­μόρ­φω­σε το ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μό της σε στί­χο. Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, στον στί­χο του, το Κλε­α­ρέ­τη Δί­πλα-Μα­λά­μου, εί­ναι γραμ­μέ­νο ε­ντός ει­σα­γω­γι­κών ω­σάν τίτ­λος. Μα­ζί με τον στί­χο, που α­κο­λου­θεί, “και δί­πλα σ’ αυ­τό τ’ ό­νο­μά μου”, α­πο­τε­λεί το τρί­το α­πό τα εν­νέα δί­στι­χα, που α­παρ­τί­ζουν το ποίη­μα, «Στα­διο­δρο­μία», α­πό το τρί­το μέ­ρος, «Σά­τι­ρες», της τρί­της ποιη­τι­κής συλ­λο­γής του, «Ελε­γείες και σά­τι­ρες».
Το τε­λευ­ταίο αυ­τό βι­βλίο του Κα­ρυω­τά­κη κυ­κλο­φό­ρη­σε μέ­σα στο τρί­το δε­καή­με­ρο Δεκ. 1927. Ωστό­σο, το συ­γκε­κρι­μέ­νο ποίη­μα μα­ζί με το α­κρι­βώς προ­η­γού­με­νό του στην πα­ρά­τα­ξη του βι­βλίου, «Μι­κρή α­συμ­φω­νία εις α μεί­ζον», έ­τυ­χαν προ­δη­μο­σίευ­σης (σε α­ντί­στρο­φη σει­ρά) προς δια­φή­μι­ση της έκ­δο­σης, στη φι­λο­λο­γι­κή «Κυ­ρια­κή» της εφ. «Ελεύ­θε­ρον Βή­μα», στις 20 Νοε. Το πρώ­το ποίη­μα, γνω­στό­τε­ρο με τον πρώ­το στί­χο του, “Α! κύ­ριε, κύ­ριε Μα­λα­κά­ση,”, συ­νο­δευό­ταν α­πό την υ­πο­ση­μείω­ση: “Οι στί­χοι αυ­τοί α­πευ­θύ­νο­νται στον κο­σμι­κό κύ­ριο, και ό­χι στον ποιη­τή Μα­λα­κά­ση, του ο­ποίου δε θα μπο­ρού­σε να πα­ρα­γνω­ρί­σει κα­νείς το ση­μα­ντι­κό έρ­γο.” Το δεύ­τε­ρο, κα­θώς ο ποιη­τής το δη­μο­σίευ­σε χω­ρίς ε­πε­ξη­γη­μα­τι­κή υ­πο­ση­μείω­ση, καλ­λιέρ­γη­σε σε με­τα­γε­νέ­στε­ρους, που α­γνοού­σαν την “γρά­φου­σα”, έ­ναν γρί­φο γύ­ρω α­πό τον συ­γκε­κρι­μέ­νο στί­χο.
Τι ε­πι­ζη­τού­σε ο Κα­ρυω­τά­κης να δεί­ξει; Ο Γ. Π. Σαβ­βί­δης, στη σχο­λια­σμέ­νη έκ­δο­ση των Απά­ντων Κα­ρυω­τά­κη του 1992, α­φή­νει την πι­θα­νό­τη­τα ο δεύ­τε­ρος στί­χος του δί­στι­χου να ε­νέ­χει “τυ­πο­γρα­φι­κή α­βλε­ψία της ε­φη­με­ρί­δας”, προ­τεί­νο­ντας ως σω­στό­τε­ρη την πα­ραλ­λα­γή “και δί­πλα σ’ αυ­τήν τ’ ό­νο­μά μου”. Στην ε­πό­με­νη ει­κο­σα­ε­τία, ο προ­βλη­μα­τι­σμός γύ­ρω α­πό τον γρί­φο του εν λό­γω δί­στι­χου έ­μει­νε με­τέω­ρος  α­νά­με­σα στο πρω­τό­τυ­πο και την διορ­θω­τι­κή ει­κα­σία του Σαβ­βί­δη. Ο Απ. Μπε­νά­τσης, το 2004, στη με­λέ­τη του για τον Κα­ρυω­τά­κη, σχο­λιά­ζει: “Το ποιη­τι­κό υ­πο­κεί­με­νο δεν α­να­φέ­ρει το δι­κό του ό­νο­μα, ε­νώ πα­ρα­θέ­τει ο­λό­κλη­ρο το ε­πώ­νυ­μο της συ­να­δέλ­φου του. Δη­λώ­νει με τρό­πο αυ­τό ό­τι αυ­τή εί­ναι γνω­στή, ε­νώ αυ­τός πα­ρα­μέ­νει ά­γνω­στος... Δια­πι­στώ­νου­με ό­τι το «αυ­τό» α­να­φέ­ρε­ται σε μία γυ­ναί­κα... μι­λά­ει για την Κλε­α­ρέ­τη σαν να μην ή­ταν πρό­σω­πο, αλ­λά πράγ­μα”. Ο Τ. Κα­για­λής σπεύ­δει να τον διορ­θώ­σει, υ­πο­δει­κνύο­ντας πως το ό­νο­μα βρί­σκε­ται ε­ντός ει­σα­γω­γι­κών, ο­πό­τε το ου­δέ­τε­ρο γέ­νος της α­ντω­νυ­μίας εί­ναι ορ­θό. Και συ­νε­χί­ζει, ερ­μη­νεύο­ντας τις προ­θέ­σεις του ποιη­τή: “Εκεί­νο, που φα­ντά­ζε­ται με α­πο­τρο­πια­σμό δί­πλα στο ό­νο­μά του, δεν εί­ναι η συγ­γρα­φέ­ας αυ­το­προ­σώ­πως, αλ­λά το εμ­βλη­μα­τι­κό ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μό της.”
Ο Μπε­νά­τσης συ­νε­χί­ζει, ε­πι­ση­μαί­νο­ντας τη “δια­κει­με­νι­κή σχέ­ση”, που υ­πάρ­χει με­τα­ξύ δί­στι­χου και ποιή­μα­τος του Εγγο­νό­που­λου, με τίτ­λο, «Κλε­α­ρέ­τη Δί­πλα-Μα­λά­μου», α­πό τη συλ­λο­γή «Στην κοι­λά­δα με τους ρο­δώ­νες», που έ­χει ως μό­το: “... Κλε­α­ρέ­τη Δί­πλα-Μα­λά­μου, / και δί­πλα σ’ αυ­τή τ’ ό­νο­μά μου. / Κ. Κα­ρυω­τά­κης”. Ει­κά­ζει α­ντι­πα­ρά­θε­ση του νεό­τε­ρου προς τον πρε­σβύ­τε­ρο ποιη­τή: Ο Εγγο­νό­που­λος “α­πο­κα­θι­στά την Κλε­α­ρέ­τη ως πρό­σω­πο”, ε­νώ το κα­ρυω­τα­κι­κό “αυ­τό” εί­χε “υ­πο­τι­μη­τι­κή ση­μα­σία”. Ο Κα­για­λής ε­πι­μέ­νει: “Όχι μό­νο δεν α­πο­κα­θι­στά τη συγ­γρα­φέα, αλ­λά με­τα­τρέ­πει μια σκω­πτι­κή α­να­φο­ρά στο ό­νο­μά της σε ά­κομ­ψο λί­βε­λο (τον ο­ποίο χρεώ­νει στον Κα­ρυω­τά­κη, η υ­πο­γρα­φή του ο­ποίου εμ­φα­νί­ζε­ται φαρ­διά πλα­τιά κά­τω α­πό τον πα­ραλ­λαγ­μέ­νο στί­χο).”
Σχε­τι­κά με το ποίη­μα του Εγγο­νό­που­λου, υ­πάρ­χει και η πα­λαιό­τε­ρη ερ­μη­νεία του Κ. Βούλ­γα­ρη. Στο βι­βλίο του για τον Κα­ρυω­τά­κη, το 1989, σχο­λιά­ζει τη σχέ­ση των δυο ποιη­τώ­ν: “Η α­γω­νιώ­δης αι­σιο­δο­ξία του Εγγο­νό­που­λου για την α­τέρ­μο­νο ζωή του Κα­ρυω­τά­κη... τον κά­νει να του στέλ­νει καρ­τ-πο­στάλ της Πρέ­βε­ζας με το ποίη­μα «Κλε­α­ρέ­τη Δί­πλα-Μα­λά­μου»”. Αυ­τή η αλ­λη­γο­ρι­κή ερ­μη­νεία βρί­σκε­ται μάλ­λον πλη­σιέ­στε­ρα στα αι­σθή­μα­τα του Εγγο­νό­που­λου, κα­θώς συμ­φω­νεί και με την α­πό­φαν­σή του, “στο Με­σο­πό­λε­μο οι πραγ­μα­τι­κά Με­γά­λοι ή­ταν... αυ­τοί μό­νοι οι τρεις: Κα­ρυω­τά­κης, Παρ­θέ­νης και Κό­ντο­γλους”. Άλλω­στε, το μό­το, με τις πα­ραλ­λα­γές που ε­πι­φέ­ρει στο δί­στι­χο και την υ­πο­γρα­φή του Κα­ρυω­τά­κη χω­ρίς το αρ­χι­κό του πα­τρώ­νυ­μου, έ­χει ά­τυ­πο χα­ρα­κτή­ρα ε­πι­στο­λής. Ένα ποίη­μα δί­κην ε­πι­στο­λής, με την ει­κό­να της Πρέ­βε­ζας, που εί­δε αυ­τός δί­πλα σε ε­κεί­νη με τις “κάρ­γες” ή και τις “κου­ρού­νες” του Αυ­τό­χει­ρα. Ένα ποίη­μα, που το­πο­θε­τεί τον Τρι­πο­λι­τσιώ­τη α­νά­με­σα σε δυο Πρε­βε­ζά­νους, την Δί­πλα-Μα­λά­μου και τον προ­σφι­λή του ή­ρωα, Οδυσ­σέα Ανδρού­τσο, τον “Μου­τσα­νά”, γιο του προ­ε­πα­να­στα­τι­κού Ανδρέα Βρού­τση, γνω­στού και ως Μου­τσα­νά.
Να προ­σθέ­σου­με και μία πτυ­χή του ποιή­μα­τος, που πι­θα­νόν δια­φεύ­γει των ση­με­ρι­νών με­λε­τη­τών. Για τον Εγγο­νό­που­λο, το Δί­πλα-Μα­λά­μου θα πρέ­πει να ή­ταν πράγ­μα­τι εμ­βλη­μα­τι­κό, κα­θώς πά­ντρευε τον Ευ­ρυ­τά­να κλε­φταρ­μα­τω­λό Βα­σί­λη Δί­πλα, νου­νό του Κα­τσα­ντώ­νη, με την Σου­λιώ­τι­κη οι­κο­γέ­νεια των Μα­λα­μαίων. Έτσι, στο ποίη­μα, υ­πάρ­χει συμ­με­τρία α­νά­με­σα σε δυο ζεύ­γη η­ρωι­κώς πε­σό­ντων προ και κα­τά τη διάρ­κεια της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης. Δεν α­πο­κλείε­ται, μά­λι­στα, ο Εγγο­νό­που­λος, με την υ­περ­ρε­α­λι­στι­κή του προ­σέγ­γι­ση, να α­κούει στις κα­ρυω­τα­κι­κές “κάρ­γιες” το στί­χο του δη­μο­τι­κού ά­σμα­τος: “πολ­λή τουρ­κιά μας πλά­κω­σε μαύ­ρη σαν κα­λια­κού­δι”.
Ο Σάβ­βας Παύ­λου, το 2011, στο βι­βλίο του, «Μι­κρο­φι­λο­λο­γι­κά και άλ­λα», σχο­λιά­ζει με τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τρό­πο του, με­τα­ξύ ει­ρω­νείας και ρο­μα­ντι­σμού: “Πρέ­πει να λο­γι­στού­με ό­λοι μας την πί­κρα της ευ­γε­νούς δέ­σποι­νας, ποιή­τριας και πε­ζο­γρά­φου Κλε­α­ρέ­της Δί­πλα-Μα­λά­μου, ό­ταν συ­νει­δη­το­ποίη­σε...πως δεν ή­ταν πα­ρά ο στί­χος του Κα­ρυω­τά­κη.” Κι ό­μως, ε­κεί­νη δεν θα πρέ­πει να πι­κρά­θη­κε, δε­δο­μέ­νου πως, για τους συ­γκαι­ρι­νούς της, ή­ταν μία γνω­στή συγ­γρα­φέ­ας. Το 1929, μά­λι­στα, το δεύ­τε­ρο βι­βλίο της εί­ναι το πρώ­το βι­βλίο “γρά­φου­σας”, που τι­μά­ται με βρα­βείο της Ακα­δη­μίας Αθη­νών.

Ένας στί­χος

Η πρώ­τη ποιη­τι­κή συλ­λο­γή της, «Στο διά­βα μου», εί­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει αρ­χές 1922. Η δεύ­τε­ρη του Κα­ρυω­τά­κη, «Νη­πεν­θή», Αύγ. 1921. Για το δι­κό της βι­βλίο εί­χαν δη­μο­σιευ­τεί του­λά­χι­στον τρεις κρι­τι­κές, με­τα­ξύ των ο­ποίων μία ευ­νοϊκή του Ξε­νό­που­λου, ε­νώ, για του Κα­ρυω­τά­κη έ­ξι. Αμφό­τε­ρα εί­χαν πα­ρου­σια­στεί στο πε­ριο­δι­κό «Ο Νου­μάς», αλ­λά α­πό δια­φο­ρε­τι­κούς κρι­τι­κούς. Σε έ­να πε­ριο­δι­κό, ό­μως, ο κα­θ’ ύ­λην αρ­μό­διος εί­χε γρά­ψει και για τα δυο βι­βλία. Ήταν ο Μ. Εσπε­ρι­νός στο ε­τή­σιο «Δελ­τίο του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου». Πι­στεύου­με πως ο κα­ρυω­τα­κι­κός στί­χος ορ­μά­ται α­πό αυ­τές τις δυο κρι­τι­κές, που δη­μο­σιεύ­τη­καν στον 10ο τό­μο του 1922 και ο ο­ποίος κυ­κλο­φό­ρη­σε Αύγ. 1923. Αυ­τές ή­ταν και οι τε­λευ­ταίες κρί­σεις για τα ποιη­τι­κά τους βι­βλία. Δη­μο­σιεύ­τη­καν εν πα­ρα­τά­ξει μα­ζί με άλ­λες ε­πτά, συ­γκε­ντρω­μέ­νες στο τέ­λος του τό­μου, με κοι­νό τίτ­λο, «Βι­βλιο­κρι­σίες», και κοι­νή υ­πο­γρα­φή. Τέ­ταρ­τη στη σει­ρά του Κα­ρυω­τά­κη, ό­γδοη της Δί­πλα-Μα­λά­μου. Ο κρι­τι­κός εί­χε στα­θεί αυ­στη­ρός και για τις δυο, πε­ρισ­σό­τε­ρο για ε­κεί­νη του Κα­ρυω­τά­κη. Οπό­ταν θα ταί­ρια­ζε σε αμ­φό­τε­ρες ως συ­μπέ­ρα­σμα, ο πρώ­τος στί­χος α­πό το δεύ­τε­ρο δί­στι­χο του ποιή­μα­τος «Στα­διο­δρο­μία»: “«Οι στί­χοι πα­ρέ­χουν ελ­πί­δες»”. Αυ­τός ο στί­χος ζευ­γα­ρώ­νει με τον στί­χο, “θα γρά­ψουν οι ε­φη­με­ρί­δες.” και προ­η­γεί­ται του δί­στι­χου της Κλε­α­ρέ­της Δί­πλα-Μα­λά­μου.
Ει­κά­ζου­με πως ο Κα­ρυω­τά­κης, με αυ­τό το ποίη­μα, σαρ­κά­ζει την μελ­λο­ντι­κή τύ­χη της τρί­της συλ­λο­γής του, κα­θώς φα­ντα­σιώ­νε­ται πως θα εί­ναι ό­μοια με της προ­η­γού­με­νης. Εκκι­νεί α­πό τον πρώ­το στί­χο του πρώ­του ποιή­μα­τος της δεύ­τε­ρης συλ­λο­γής του, “Δι­κά μου οι Στί­χοι, απ’ το αί­μα μου, παι­διά.”, πα­ραλ­λάσ­σο­ντάς τον, “Τη σάρ­κα, το αί­μα θα βά­λω / σε σχή­μα βι­βλίου με­γά­λο.” Συ­νε­χί­ζει, στο ε­πό­με­νο δί­στι­χο, με την ε­τυ­μη­γο­ρία των κρι­τι­κών. Και κα­τα­λή­γει με την ει­κό­να α­πό τις σε­λί­δες του ε­ντύ­που που φι­λο­ξέ­νη­σε την τε­λευ­ταία κρι­τι­κή πα­ρου­σία­ση του βι­βλίου του, την ο­ποία δια­δέ­χθη­κε σιω­πή και, πι­θα­νώς, α­πού­λη­τα α­ντί­τυ­πα, πα­ρα­κα­τα­θή­κη στο Βι­βλιο­πω­λείο του Βα­σι­λείου, “το στέ­κι του”.  Για­τί, ό­μως, ε­πι­λέ­γει την Δί­πλα-Μα­λά­μου και ό­χι κά­ποιον άλ­λο α­πό τους κρι­νό­με­νους; Συμ­βάλ­λει, σί­γου­ρα, η ο­μοιο­κα­τα­λη­ξία, ε­πι­προ­σθέ­τως, ό­μως, εί­ναι και η πιο α­δύ­να­μη πε­ρί­πτω­ση. Όχι ό­σο α­φο­ρά το βι­βλίο της, που, το πι­θα­νό­τε­ρο, ο Κα­ρυω­τά­κης α­γνο­εί, αλ­λά ε­πει­δή εί­ναι “γρά­φου­σα” και δη πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη. 
Όσο για τον υ­παί­τιο κρι­τι­κό αυ­τής της κει­με­νι­κής ει­κό­νας, εί­ναι ψευ­δώ­νυ­μος. Άνοι­ξη 1924, ο Κα­ρυω­τά­κης γνω­ρί­στη­κε με τον Ε. Ιωάν­νου, γνω­στό ή­δη ως Τέλ­λο Άγρα. Τό­τε, ί­σως και ευ­θύς ε­ξαρ­χής, ή­ξε­ρε πως ε­κεί­νος κρύ­βε­ται πί­σω α­πό το ψευ­δώ­νυ­μο Μ. Εσπε­ρι­νός, που ο Άγρας χρη­σι­μο­ποίη­σε μό­νο σε αυ­τήν τη δη­μο­σίευ­ση.  Πα­ρα­μέ­νει ζη­τού­με­νο το κα­τά πό­σο το γνώ­ρι­ζε η Δί­πλα-Μα­λά­μου. Ο Άγρας δη­μο­σίευ­σε κρι­τι­κές για δυο α­κό­μη βι­βλία της, αυ­τά πε­ζο­γρα­φι­κά, το 1929, υ­πο­γρά­φο­ντας με τα αρ­χι­κά του, και το 1935, ο­λο­γρά­φως. Πέ­ραν αυ­τών, συ­ντάσ­σει και το α­ντί­στοι­χο λήμ­μα της Με­γά­λης Ελλη­νι­κής Εγκυ­κλο­παι­δείας, με­τα­ξύ πλεί­στων άλ­λων, γραμ­μέ­νων την πε­ρίο­δο κα­τάρ­τι­σής της (1926-1934). Το συ­γκε­κρι­μέ­νο θα πρέ­πει να γρά­φτη­κε λί­γο με­τά την βρά­βευ­σή της α­πό την Ακα­δη­μία, το 1930.
Το λήμ­μα δη­μιούρ­γη­σε έ­ναν α­κό­μη γρί­φο, αυ­τήν τη φο­ρά, γύ­ρω α­πό την η­λι­κία της. Οι σχε­τι­κές α­να­φο­ρές κυ­μαί­νο­νται μέ­σα σε μία δε­κα­τριε­τία, 1886-1898. Ο Νί­κος Σα­ρα­ντά­κος, στη δια­δι­κτυα­κή συ­νο­μι­λία του με τον Παύ­λου, εκ­φρά­ζει την α­πο­ρία του: “Όλες οι πη­γές που συμ­βου­λεύ­τη­κα, δια­δι­κτυα­κές και χάρ­τι­νες, λέ­νε πως γεν­νή­θη­κε το 1897. Σε έ­να βι­βλίο, ω­στό­σο, του 2007, έκ­δο­ση της Εται­ρείας Λευ­κα­δι­κών Με­λε­τών, δί­νε­ται το 1886.” Να ση­μειώ­σου­με πως, στην εν λό­γω έκ­δο­ση, δεν δη­μο­σιεύε­ται η­με­ρο­λό­γιό της, ό­πως α­να­φέ­ρει, αλ­λά οι ο­μι­λίες α­πό εκ­δή­λω­ση, ό­που δί­νο­νται πε­ρι­κο­πές α­πό το η­με­ρο­λό­γιο, που πα­ρα­μέ­νει α­νέκ­δο­το. Πα­ρό­τι στην προ­με­τω­πί­δα, αλ­λά και σε ό­λες τις α­να­φο­ρές του βι­βλίου, α­να­φέ­ρε­ται το 1886, στην πρό­σκλη­ση της εκ­δή­λω­σης, που α­να­πα­ρά­γε­ται στο βι­βλίο, δί­νε­ται το 1897. 

Μία συγ­γρα­φέ­ας

Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον η δια­κύ­μαν­ση του έ­τους γέν­νη­σής της, α­νά­λο­γα και με την πα­λαιό­τη­τα του ε­ντύ­που. Θα ή­ταν, πά­ντως, ά­δι­κο να το α­πο­δώ­σου­με σε δι­κή της πρό­θε­ση προς α­πό­κρυ­ψη της η­λι­κίας της, κα­θώς δη­μο­σιεύει α­πό πο­λύ νω­ρίς. Στο λήμ­μα του Άγρα, φέ­ρε­ται γεν­νη­θεί­σα το 1894. Την κα­τα­χω­ρεί ως Μα­λά­μου-Δί­πλα, με τό­πο γέν­νη­σης την Λευ­κά­δα, α­ντί της Πρέ­βε­ζας. Στα λοι­πά στοι­χεία, τα πά­ει κα­λύ­τε­ρα, αν και α­να­φέ­ρει ε­σφαλ­μέ­να το πε­ριο­δι­κό και το χρό­νο πρώ­της εμ­φά­νι­σης.  Γεν­νη­μέ­νος ο ί­διος το 1899, μάλ­λον στη­ρί­ζε­ται σε προ­γε­νέ­στε­ρες πη­γές. Το 1894, δί­νε­ται και στο σύ­ντο­μο α­νυ­πό­γρα­φο λήμ­μα της Εγκυ­κλο­παί­δειας Ελευ­θε­ρου­δά­κη. Ενώ, ο Νί­κος Σφυ­ρό­ε­ρας, στη συ­νέ­ντευ­ξη, που της παίρ­νει το 1938, δί­νει χρο­νο­λο­γία γέν­νη­σης το 1898.
Στην ε­γκυ­κλο­παί­δεια Πά­πυ­ρος-Λα­ρούς-Μπρι­τά­νι­κα, ο Δημ. Στα­μέ­λος δί­νει το 1897, που υιο­θε­τεί και ο Σαβ­βί­δης στα Άπα­ντα Κα­ρυω­τά­κη. Προ­η­γή­θη­καν η Αθη­νά Ταρ­σού­λη, στο «Ελλη­νί­δες ποιή­τριες» (1951), με χρο­νο­λο­γία το 1897, ο Γ. Κορ­δά­τος, στην «Ιστο­ρία νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνίας» (1962), το 1898, και ο Μιχ. Πε­ράν­θης, στην πε­ντά­το­μη «Ελλη­νι­κή πε­ζο­γρα­φία» (1967), που, α­πό τυ­πο­γρα­φι­κή α­βλε­ψία, δί­νει 1897 και 1898. Δυο α­κό­μη  πα­λαιό­τε­ρες Ιστο­ρίες την α­να­φέ­ρουν, του Βου­τιε­ρί­δη, χω­ρίς βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία, και του Νί­κου Παπ­πά, με χρο­νο­λο­γία το 1888. Στο έ­κτο μέ­ρος της Ιστο­ρίας του, «Η γυ­ναι­κεία λο­γο­τε­χνία στην Ελλά­δα», ό­που πα­ρα­τάσ­σει τις συγ­γρα­φείς α­νά γε­νιά, την το­πο­θε­τεί σε ε­κεί­νη του 1900-1910, μα­ζί με την Ταρ­σού­λη και την Κα­ζα­ντζά­κη. Ενώ, την Πο­λυ­δού­ρη, στην ε­πό­με­νη, του 1920.
Το 2016, με­τά τη διευ­θέ­τη­ση του έ­τους γέν­νη­σης της Δί­πλα-Μα­λά­μου, χά­ρις στα βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία, που συ­γκε­ντρώ­νει η Λευ­κα­δί­τισ­σα Να­τα­λία Κα­τη­φό­ρη, ξα­να­συ­να­ντιού­νται ο Κα­ρυω­τά­κης και αυ­τή. Επε­τεια­κό έ­τος για αμ­φο­τέ­ρους, κα­θώς συ­μπλη­ρώ­νο­νται 120 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του πρώ­του και 130 α­πό ε­κεί­νης. Η ε­πέ­τειος δί­νει μια ευ­και­ρία προς ε­πα­νε­ξέ­τα­ση της ποιή­τριας ό­σο, βέ­βαια, και της πε­ζο­γρά­φου Κλε­α­ρέ­της Δί­πλα-Μα­λά­μου. Την αρ­χή έ­κα­νε η Μά­ρα Ψάλ­τη, με την ε­κτε­νή κρι­τι­κή πα­ρου­σία­ση της ποιή­τριας, ε­στιά­ζο­ντας στην ε­ρω­τι­κή πτυ­χή.  Θα ε­πα­νέλ­θου­με.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 14/2/2016.

Φωτογραφία:  Προτομή της συγγραφέως στο Δημοτικό Κήπο της πόλης της Λευκάδας.