Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Ρομαντικός αμφισβητίας

Roderick Beaton
«Ο πό­λε­μος του Μπάι­ρον.
Ρο­μα­ντι­κή ε­ξέ­γερ­ση,
ελ­λη­νι­κή Επα­νά­στα­ση»
Μετ. Κα­τε­ρί­να Σχι­νά
Εκδ. Πα­τά­κη, Δεκ. 2015


Η και­νού­ρια βιο­γρα­φία του Λόρ­δου Μπάι­ρον α­πό τον Ρό­ντρικ Μπή­τον εκ­δό­θη­κε στα αγ­γλι­κά έ­γκαι­ρα, αρ­χές 2013, για τον ε­ορ­τα­σμό της 90ης ε­πε­τείου α­πό τον θά­να­τό του, στις 7 Απρ. 1824. “Λή­ρος ε­πήλ­θεν, εί­τα λή­θαρ­γος, και το α­πό­γευ­μα της Δευ­τέ­ρας του Πά­σχα (7/19 Απρι­λίου), εν ώ­ρα φο­βε­ράς κα­ται­γί­δος με­τά βρο­ντών, ο Βύ­ρων ε­ξέ­πνευ­σε!”, πε­ρι­γρά­φει ο Σκώ­τος στρα­τη­γός σερ Τό­μας Γκόρ­ντον (σε α­πό­δο­ση Πα­πα­δια­μά­ντη), ο ο­ποίος βρι­σκό­ταν τό­τε στην Αγγλία και στη­ρί­χτη­κε σε μαρ­τυ­ρίες, στο βι­βλίο του, «Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Επα­να­στά­σεως», που ε­ξέ­δω­σε το 1832. “Το βρά­δυ της Κυ­ρια­κής του Πά­σχα ο Μπάι­ρον βυ­θί­στη­κε σε κώ­μα, α­πό το ο­ποίο πο­τέ δεν συ­νήλ­θε.”, γρά­φει ο Μπή­τον, με βά­ση τις α­να­μνή­σεις δυο πα­ρό­ντων, που τις ε­ξέ­δω­σαν λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα, το 1825, του έ­μπι­στου του Μπάι­ρον,  “πυ­ρο­τε­χνουρ­γού” Ουίλ­λιαμ Πάρ­ρυ και του νε­α­ρού γραμ­μα­τέα του Πιέ­τρο Γκά­μπα. Ο ι­στο­ρι­κός Τζωρτζ Φίν­λεϋ, και αυ­τός Σκώ­τος, που, μό­λις α­πο­φοί­τη­σε, Οκτ. 1823, α­φί­χθη στην Κε­φαλ­λο­νιά, για να συ­να­ντή­σει τον Μπάι­ρον, δεν ή­ταν πα­ρών. Εί­χε φύ­γει το πρωί της Κυ­ρια­κής των Βαΐων, α­πε­σταλ­μέ­νος του στην Αθή­να. Άλλω­στε, στην «Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Επα­να­στά­σεως» (και αυ­τή σε α­πό­δο­ση Πα­πα­δια­μά­ντη), που ε­ξέ­δω­σε το 1861, “κρά­τη­σε το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των προ­σω­πι­κών α­να­μνή­σεών του για τον ε­αυ­τό του”.
“Υπάρ­χουν ή­δη πε­ρισ­σό­τε­ρες α­πό δια­κό­σιες βιο­γρα­φίες του Μπάι­ρο­ν”, σχο­λιά­ζει ο Μπή­τον. Ενδει­κτι­κά, στο λήμ­μα Γεώρ­γιος Γόρ­δων Βύ­ρων της «Με­γά­λης Ελλη­νι­κής Εγκυ­κλο­παι­δείας, συ­νταγ­μέ­νο α­πό τον Α΄ Γραμ­μα­τέα της Αγγλι­κής Πρε­σβείας Σ. Κ. Άτσλεϋ, στην πα­ρα­τι­θέ­με­νη βι­βλιο­γρα­φία, που συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει μό­νο “τα πρό­σφα­τα και ση­μα­ντι­κό­τε­ρα έρ­γα”, α­να­φέ­ρο­νται δέ­κα εκ­δό­σεις του 1924, για την ε­πέ­τειο των ε­κα­τό χρό­νων α­πό τον θά­να­τό του. Με­τα­ξύ αυ­τών, το βι­βλίο του σερ Χά­ρολ­ντ Νί­κολ­σον, «Το τε­λευ­ταίο τα­ξί­δι». Από τό­τε, “σχε­δόν κά­θε πλευ­ρά της ζωής και του έρ­γου του έ­χει ξε­σκο­νι­στεί... η ελ­λη­νι­κή πε­ρι­πέ­τεια δεν εί­ναι ε­ξαί­ρε­ση.”, προ­σθέ­τει ο Μπή­τον. Τό­τε, για­τί μία α­κό­μη βιο­γρα­φία του και δη, της στερ­νής διε­τίας, για την ο­ποία, “ση­μα­ντι­κές με­λέ­τες που δη­μο­σιεύ­τη­καν τα τε­λευ­ταία σα­ρά­ντα χρό­νια έ­χουν ει­σφέ­ρει πολ­λές σύγ­χρο­νες ερ­μη­νείες”; Ερώ­τη­μα, που ο βιο­γρά­φος σπεύ­δει προ­λο­γι­κά να α­πα­ντή­σει.
Με τις α­παρ­χές της πα­γκο­σμιο­ποίη­σης, φά­νη­κε α­να­γκαία η ε­ναρ­μό­νι­ση των ε­θνι­κών Ιστο­ριών, που προϋπέ­θε­τε την α­να­θεώ­ρη­σή τους με δια­φο­ρε­τι­κά κρι­τή­ρια. Σε αυ­τήν, βοή­θη­σε το ά­νοιγ­μα κρα­τι­κών και ι­διω­τι­κών αρ­χείων, κα­θι­στώ­ντας προ­σβά­σι­μο το πρω­το­γε­νές υ­λι­κό. Η Επα­νά­στα­ση του 1821 ή­ταν η δεύ­τε­ρη ι­στο­ρι­κή πε­ρίο­δος, με­τά τον Εμφύ­λιο, με την ο­ποία α­σχο­λή­θη­καν οι Έλλη­νες ι­στο­ρι­κοί, α­να­θεω­ρώ­ντας, με­τα­ξύ άλ­λων, προ­γε­νέ­στε­ρες α­πό­ψεις για το ρό­λο πο­λι­τι­κών και ο­πλαρ­χη­γών. Κα­τά τα τε­λευ­ταία δέ­κα χρό­νια, έ­χουν α­να­τρα­πεί πολ­λά στε­ρεό­τυ­πα, ό­πως η θεω­ρία ό­τι “ο Μπάι­ρον και άλ­λοι Φι­λέλ­λη­νες ήρ­θαν στην Ελλά­δα ως ε­χθρι­κοί πρά­κτο­ρες ξέ­νων δυ­νά­μεω­ν”, υ­πο­στη­ρί­ζει ο Μπή­τον. Ωστό­σο, ό­πως προ­σθέ­τει, “ο ί­διος ο Μπάι­ρον δεν έ­χει γί­νει α­ντι­κεί­με­νο αυ­τής της α­να­θεω­ρη­τι­κής α­ντι­με­τώ­πι­σης ό­πως θα του ά­ξι­ζε.” Αυ­τή, λοι­πόν, ε­πε­δίω­ξε να εί­ναι η “τα­πει­νή συ­νει­σφο­ρά” της δι­κής του βιο­γρα­φίας.
Στην ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση, προ­τάσ­σει έ­ναν α­κό­μη πρό­λο­γο, ό­που θέ­τει έ­να δια­φο­ρε­τι­κό ε­ρώ­τη­μα, που του  υ­πέ­βα­λε η ελ­λη­νι­κή κρί­ση κα­τά την πε­ρίο­δο έ­ρευ­νας και γρα­φής του βι­βλίου στην Αθή­να (2009-2012). Όταν ο Μπάι­ρον πα­ρέμ­βει στα ελ­λη­νι­κά πράγ­μα­τα, μαι­νό­ταν σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ ο­πλαρ­χη­γών και πο­λι­τι­κών αν­δρών. Οι πρώ­τοι ε­πε­δίω­καν “αυ­τάρ­κεια”, οι δεύ­τε­ροι, οι α­πο­κα­λού­με­νοι α­πό τους α­να­θεω­ρη­τές ι­στο­ρι­κούς “εκ­συγ­χρο­νι­στές”, κα­τέ­βαλ­λαν προ­σπά­θειες “να διε­θνο­ποιή­σουν τον α­γώ­να”. Κα­τά την ε­κτί­μη­ση του Μπή­τον, “το ό­νει­ρο των εκ­συγ­χρο­νι­στών ό­πως ο Αλέ­ξαν­δρος Μαυ­ρο­κορ­δά­τος, ο Ιωάν­νης Κω­λέτ­της, ο Ιωάν­νης Κα­πο­δί­στριας, οι κα­ρα­βο­κύ­ρη­δες της Ύδρας, των Σπε­τσών και των Ψα­ρών και ό­σοι τους στή­ρι­ζα­ν” ή­ταν “η δη­μιουρ­γία ε­νός ε­ντε­λώς νέ­ου εί­δους πο­λι­τεύ­μα­τος στην Ευ­ρώ­πη του 19ου αιώ­να”, ό­που “οι πα­λιές μο­ναρ­χι­κές αυ­το­κρα­το­ρίες πα­ρέ­παια­ν” και νε­ο­σύ­στα­τα έ­θνη α­να­δύο­νταν. Η άλ­λη πλευ­ρά υ­πο­στή­ρι­ζε, πως αυ­τό “θα μπο­ρού­σε να ε­πι­τευ­χθεί μό­νο έ­να­ντι τι­μή­μα­τος”. Και πράγ­μα­τι, “η πραγ­μα­το­ποίη­ση του ο­νεί­ρου προϋπέ­θε­τε μια δια­δρο­μή μέ­σα α­πό τη διε­θνή δι­πλω­μα­τία και, μοι­ραία ό­πως α­πο­δεί­χθη­κε, μέ­σα α­πό δά­νεια α­πό το ε­ξω­τε­ρι­κό”.
Στην πε­ρί­πτω­ση, που το βι­βλίο γρα­φό­ταν νω­ρί­τε­ρα, το πι­θα­νό­τε­ρο, να μην έ­θε­τε καν το ε­ρώ­τη­μα, ή, και αν το έ­θε­τε, να έ­παιρ­νε θέ­ση, χω­ρίς εν­δοια­σμούς, με την πλευ­ρά με την πλευ­ρά των “εκ­συγ­χρο­νι­στώ­ν”. Ωστό­σο, οι ση­με­ρι­νές συν­θή­κες τον ω­θούν σε μία αμ­φιρ­ρέ­που­σα α­πό­φαν­ση: “Όταν πέ­θα­νε ο Μπάι­ρον, το δά­νειο εί­χε ε­ξα­σφα­λι­στεί... η Ελλά­δα εί­χε μπει στον δρό­μο που θα ο­δη­γού­σε στην α­νε­ξαρ­τη­σία της ως έ­θνος, σε μια πε­ρή­φα­νη σύγ­χρο­νη ι­στο­ρία, σε πολ­λά ε­πι­τεύγ­μα­τα στους το­μείς της τέ­χνης, σε διά­λο­γο με ό,τι κα­λύ­τε­ρο πα­ρα­γό­ταν στην Ευ­ρώ­πη και... στο μνη­μό­νιο.”   
Ο πρώ­τος Άγγλος βιο­γρά­φος του Μπάι­ρον, που ε­ξε­ρεύ­νη­σε τα ελ­λη­νι­κά ι­στο­ρι­κά αρ­χεία, ή­ταν ο Στί­βεν Μί­ντα, ο ο­ποίος και δη­μο­σίευ­σε δυο άρ­θρα για τη σχέ­ση του Μπάι­ρον με τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το, το 2006, και για ε­κεί­νη με το Με­σο­λόγ­γι, το 2007, ε­νώ έ­να τρί­το δη­μο­σιεύ­θη­κε σε συλ­λο­γι­κό τό­μο του 2011. Σε αυ­τά, ε­ξαί­ρε­ται ο ρό­λος του Μαυ­ρο­κορ­δά­του στη με­τα­μόρ­φω­ση του Μπάι­ρον α­πό “δον­ζουά­ν” σε “πο­λι­τι­κό ζώο” και ως α­ντί­λο­γος, σε πρό­σφα­τη τό­τε, βιο­γρα­φία της Φιό­να Μα­κάρ­θυ, που μέ­νει προ­σκολ­λη­μέ­νη στην πα­ρα­δο­σια­κή ει­κό­να για τις τε­λευ­ταίες η­μέ­ρες του, ε­νός Μπάι­ρον πο­λι­τι­κά α­συ­νε­πή και πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά πο­τέ εν συγ­χύ­σει. Κα­θη­γη­τής στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Γιόρκ ο Μί­ντα, με πα­ρα­πλή­σια εν­δια­φέ­ρο­ντα με ε­κεί­να του Μπή­τον, ό­πως δεί­χνει το πα­λαιό­τε­ρο βι­βλίο του, «Ερω­τι­κή ποίη­ση στον 16ο αιώ­να», εί­χε εκ­δώ­σει το 1998 βιο­γρα­φία, «Ο Μπάι­ρον στην Ελλά­δα», ό­που α­να­δει­κνύει “την α­γνή πλευ­ρά ε­νός σο­βα­ρού ά­ντρα”. Πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον η φρά­ση, που στα­χυο­λο­γεί α­πό τις ση­μειώ­σεις του Μπάι­ρον στο «Προ­σκύ­νη­μα του Τσάιλ­ντ Χά­ρολ­ντ»: “Όμοια με τους Κα­θο­λι­κούς της Ιρλαν­δίας και τους α­νά τον κό­σμο Εβραίους, οι Έλλη­νες υ­φί­στα­νται ό­λα τα η­θι­κά και σω­μα­τι­κά δει­νά, που η αν­θρω­πό­τη­τα μπο­ρεί να προ­ξε­νή­σει.” Για να υ­πο­γραμ­μί­σει, με πό­ση ε­κτί­μη­ση, ε­κεί­νος έ­βλε­πε τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το, α­να­φέ­ρει ό­τι τον θεω­ρού­σε τον μο­να­δι­κό Έλλη­να του εί­δους του Τζωρτζ Ουά­σιν­γκτον, ό­ντας γνω­στή η ε­κτί­μη­σή του για “τη δη­μο­κρα­τία της Αμε­ρι­κής” και ι­διαί­τε­ρα, ο θαυ­μα­σμός του για “τον Πα­τέ­ρα της Χώ­ρας”, πρώ­το α­με­ρι­κα­νό πρό­ε­δρο.
Η βιο­γρα­φία του Μπή­τον εί­ναι πο­λύ πιο φι­λό­δο­ξη α­πό την σχε­τι­κά σύ­ντο­μη και χρο­νι­κά ε­στια­σμέ­νη του Μί­ντα. Δεν ξε­κι­νά­ει την α­φή­γη­ση της “ελ­λη­νι­κής πε­ρι­πέ­τειας”, ό­πως ο Νί­κολ­σον, α­πό “το τε­λευ­ταίο τα­ξί­δι” στην Ελλά­δα. Αυ­τό το α­φή­νει για το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του βι­βλίου του. Ού­τε, με τον πρω­τό­τυ­πο τίτ­λο του, “ο πό­λε­μος του Μπάι­ρο­ν”, εν­νο­εί πε­ριο­ρι­στι­κά την συμ­βο­λή του στην Ελλη­νι­κή Επα­νά­στα­ση. “Ο πό­λε­μος του Μπάι­ρον, στην αρ­χή, ή­ταν ε­νά­ντια στην θνη­τό­τη­τα”, ό­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­τη­ρεί. Από αυ­τόν εκ­κι­νεί το πρώ­το μέ­ρος, με το πρώ­το τα­ξί­δι, 2 Ιουλ. 1809-14 Ιουλ. 1811 (με το νέο η­με­ρο­λό­γιο). Δεν σκια­γρα­φού­νται μό­νο οι υ­παρ­ξια­κές α­γω­νίες του και η πά­λη του με την γρα­φή, αλ­λά α­να­θεω­ρεί­ται γε­νι­κό­τε­ρα η ει­κό­να του. Πρώ­τον, ως προς το πα­ρου­σια­στι­κό του, με έμ­φα­ση, ό­χι στην γο­η­τευ­τι­κή του εμ­φά­νι­ση, αλ­λά στην χω­λό­τη­τά του. Η μη­τέ­ρα του, που “τον με­γά­λω­νε μό­νη της ως μο­να­χο­παί­δι ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο α­πό τον πα­τέ­ρα του, τον μά­λω­νε α­πο­κα­λώ­ντας τον κου­τσό πα­λιό­παι­δο.” Στην ε­πι­στρο­φή α­πό το τα­ξί­δι, ο ί­διος ση­μείω­νε: “Ένας άν­δρας χω­λός α­πό το έ­να πό­δι βρί­σκε­ται σε κα­τά­στα­ση σω­μα­τι­κής κα­τω­τε­ρό­τη­τας.”
Κυ­ρίως, ό­μως, α­να­θεω­ρεί­ται η ει­κό­να της ε­ρω­τι­κής του ζωής. Του­λά­χι­στον για τον Έλλη­να α­να­γνώ­στη, που έ­χει μεί­νει με τον σφο­δρό έ­ρω­τα του Λόρ­δου για την “δω­δε­κά­χρο­νη” Τε­ρέ­ζα Μα­κρή. Έναν έ­ρω­τα πλα­τω­νι­κό, που ε­νέ­πνευ­σε το ποίη­μα «Η κό­ρη των Αθη­νών», ό­που η κά­θε του στρο­φή τε­λειώ­νει με τη φρά­ση, “Ζωή μου σ’ α­γα­πώ”. Αυ­τή η πα­ρα­μυ­θι­τι­κή α­τμό­σφαι­ρα α­πό τα Χρι­στού­γεν­να του 1809 δια­λύε­ται με τα γνω­στά υ­πο­τι­μη­τι­κά σχό­λια για την οι­κο­γέ­νεια Μα­κρή. Ενώ, γε­νι­κό­τε­ρα, οι έ­ρω­τες του Λόρ­δου με το άλ­λο φύλ­λο α­πο­μυ­θο­ποιού­νται. Εκεί­νοι με τις πα­ντρε­μέ­νες γυ­ναί­κες, που τον α­πο­κα­λού­σαν “τρε­λό, κα­κό και ε­πι­κίν­δυ­νο να τον γνω­ρί­ζεις”. Ή, “ο με­γά­λος έ­ρω­τας της ζωής του με την ε­τε­ρο­θα­λή α­δελ­φή του” και η, μό­λις ε­νός έ­τους, συμ­βίω­ση με την “αυ­στη­ρών αρ­χώ­ν” σύ­ζυ­γό του, που δια­τει­νό­ταν πως “δεν υ­πήρ­ξε δια­στρο­φή, με την ο­ποία να μην προ­σπά­θη­σε να την ε­ξοι­κειώ­σει”.
Αντι­θέ­τως, α­πλώ­νε­ται η α­φή­γη­ση των “ο­μο­ε­ρω­τι­κών βιω­μά­τω­ν”, που εί­χαν ξε­κι­νή­σει με τους φί­λους του Κέ­μπριτζ. Σε α­να­μο­νή για τον α­πό­πλου προς α­να­το­λάς, “διε­γει­ρό­ταν προ­κα­τα­βο­λι­κά α­πό την πα­ρου­σία των νε­α­ρών ναυ­τώ­ν”. Εν ε­κτά­σει, α­να­φέ­ρο­νται δυο ει­δύλ­λια με νε­α­ρούς, έ­ναν Άγγλο και έ­ναν Έλλη­να. Αν και την πρώ­τη, ο­μο­φυ­λό­φι­λη ε­μπει­ρία την έ­χει με τον δε­κα­πε­ντα­ε­τή Γάλ­λο φοι­τη­τή Νι­κο­λό, που γνω­ρί­ζει στο μο­να­στή­ρι των Κα­που­τσί­νων, στη ση­με­ρι­νή πλα­τεία Λυ­σι­κρά­τους, ό­που θα μεί­νει με­τά την οι­κία Μα­κρή. “Η πρώ­τη πλή­ρης και καλ­λί­στη συ­νου­σία συ­νέ­βη στο μο­να­στή­ρι της Πε­ντέ­λης.” Με αυ­τόν τον “ευει­δή νεό­τε­ρό του άν­δρα”, με τον ο­ποίο “βίω­σε την σε­ξουα­λι­κή α­πε­λευ­θέ­ρω­ση”, “μοι­ρά­στη­κε και άλ­λα κρε­βά­τια”.  Αν και αρ­γό­τε­ρα, θα γεν­νη­θεί έ­νας με­γά­λος έ­ρω­τας με μια 19χρο­νη, μό­λις νεό­νυμ­φη, Ιτα­λί­δα, την  Τε­ρέ­ζα, που γνω­ρί­ζει στο δεύ­τε­ρο χερ­σαίο τα­ξί­δι του στην Ευ­ρώ­πη, αρ­χές του 1816, α­φού εί­χε υ­πο­γρά­ψει φεύ­γο­ντας τα χαρ­τιά για το δια­ζύ­γιο. Θα την συ­να­ντή­σει τρια­ντά­ρης και α­πο­γο­η­τευ­μέ­νος, Απρ. 1819, στη Βε­νε­τία. Το ει­δύλ­λιό τους, καί­τοι σύ­ντο­μο με α­τυ­χή κα­τά­λη­ξη, θα του ε­μπνεύ­σει τις δε­καέ­ξι στρο­φές, που αρ­χί­ζουν με τους “πα­ρά­φο­ρους λυ­ρι­κούς στί­χους”, “Ω νη­σιά της Ελλά­δας...” στο τρί­το Άσμα του «Δον Ζουάν». Αμφί­ση­μοι στί­χοι, α­πο­τέ­λε­σμα πο­λυ­συλ­λε­κτι­κής φα­ντα­σίας, γραμ­μέ­νοι με ε­ρω­τι­κή ορ­μή, θα ε­κλη­φθούν σαν ε­πα­να­στα­τι­κό ε­γερ­τή­ριο, τον Αύγ. του 1821, που θα δη­μο­σιευ­τούν, ό­ταν το ξέ­σπα­σμα της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης έ­χει γί­νει πρω­το­σέ­λι­δο στις ευ­ρω­παϊκές ε­φη­με­ρί­δες.
Ενα α­πό τα βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της βιο­γρα­φίας του Μπή­τον εί­ναι ο τρό­πος που ψυ­χο­γρα­φεί τον Μπάι­ρον, σχο­λιά­ζο­ντας τις διι­στά­με­νες πτυ­χές της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του. “Ρο­μα­ντι­κός αμ­φι­σβη­τίας”, ε­ξε­γερ­μέ­νος, ό­πως α­ντα­να­κλά­ται στον “βυ­ρω­νι­κό ή­ρωά” του και ταυ­τό­χρο­να, συ­ντη­ρη­τι­κός ρι­ζο­σπά­στης, “ε­πι­φυ­λα­κτι­κός α­πέ­να­ντι στα κί­νη­τρα των Καρ­μπο­νά­ρω­ν”, ό­πως και α­πέ­να­ντι στη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, δια­χω­ρί­ζο­ντας τους “με­τριο­πα­θείς με­ταρ­ρυθ­μι­στές” α­πό τα “κα­θάρ­μα­τα”, τύ­που Ρο­βε­σπιέ­ρου και Μα­ρά. Με εν­δε­λέ­χεια, δί­νε­ται η ερ­μη­νεία των ποιη­μά­των, συν­δυά­ζο­ντας τα φα­ντα­στι­κά και μυ­θο­λο­γι­κά στοι­χεία με τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά δε­δο­μέ­να, στις ποι­κί­λες και συ­χνά α­ντι­κρουό­με­νες εκ­δο­χές τους.
Από τα πιο εν­δια­φέ­ρο­ντα κε­φά­λαια της βιο­γρα­φίας, εί­ναι ε­κεί­να που α­φιε­ρώ­νο­νται στον ρο­μα­ντι­κό λυ­ρι­κό ποιη­τή Πέρ­συ Σέλ­λεϋ, τον α­τυ­χή πνιγ­μό του, κλεί­νο­ντας τα τριά­ντα, Ιούλ. 1822, και τον κα­τά ε­νά­μι­σι χρό­νο με­γα­λύ­τε­ρό  του, Μαυ­ρο­κορ­δά­το. Σε αυ­τά, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως α­πα­ραί­τη­το συ­μπλή­ρω­μα, η δεύ­τε­ρη νε­α­ρά ύ­παρ­ξη, που ο λε­πταί­σθη­τος Σέλ­λεϋ ε­ρω­τεύ­τη­κε, α­πή­γα­γε και νυμ­φεύ­θη­κε, η Μαί­ρη Σέλ­λεϋ, συγ­γρα­φέ­ας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος «Φραν­κεν­στάιν ή ο σύγ­χρο­νος Προ­μη­θέ­ας», την ο­ποία η­ρά­σθη και ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος. Όπως φαί­νε­ται, οι ε­ξω­γα­μιαίες πε­ρι­πέ­τειες, τό­σο του Πέρ­συ ό­σο και της Μαί­ρης, πα­ρέ­μει­ναν πλα­τω­νι­κές. Στις 25 Μαΐ. 1816, ο Μπάι­ρον πρω­το­συ­να­ντά­ει στη Γε­νεύη το ζεύ­γος Σέλ­λεϋ, ο­πό­τε και αρ­χί­ζει ο μέ­χρι τό­τε α­δια­μόρ­φω­τος “πό­λε­μός του ε­νά­ντια στην αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση στο σύ­νο­λό της” να παίρ­νει τη μορ­φή μιας στρά­τευ­σης σε συ­γκε­κρι­μέ­νο σκο­πό. Η γνω­ρι­μία του με τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το θα αρ­γή­σει. Η πρώ­τη τους συ­νά­ντη­ση γί­νε­ται στη σκιά του Σέλ­λεϋ, έ­να γε­να­ριά­τι­κο πρωι­νό του 1824, στο Με­σο­λόγ­γι. Να ση­μειώ­σου­με, πως η γνω­ρι­μία του Μαυ­ρο­κορ­δά­του με τους Σέλ­λεϋ εί­χε γί­νει τρία χρό­νια νω­ρί­τε­ρα. Στα τέ­λη του 1820, “στο σπί­τι τους στην Πί­ζα, μια τυ­χαία γνω­ρι­μία εί­χε φέ­ρει τον πιο προι­κι­σμέ­νο πνευ­μα­τι­κά α­πό τους μέλ­λο­ντες πο­λι­τι­κούς η­γέ­τες της ελ­λη­νι­κής Επα­νά­στα­σης”.
Με αυ­τήν τη θαυ­μα­στι­κή φρά­ση, ει­σα­γά­γει ο Μπή­τον τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το, που έ­φε­ρε τίτ­λο ευ­γε­νείας πρί­γκι­πα α­πό τον θείο του Ιωάν­νη Κα­ρατ­ζά, τρι­σέγ­γο­νο του Αλέ­ξαν­δρου του εξ α­πορ­ρή­των, που μι­λού­σε ά­πται­στα ε­πτά γλώσ­σες και μία α­κό­μη, τα αγ­γλι­κά, χά­ρη στη Μαί­ρη. Η α­φή­γη­ση, ω­στό­σο, στη συ­νέ­χεια, θα κα­τε­βά­σει τους τό­νους, σκια­γρα­φώ­ντας τα αι­σθή­μα­τα του Μπάι­ρον. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι η φρά­ση: “Έπει­τα α­πό τη συ­νά­ντη­σή του με τον Έλλη­να πο­λι­τι­κό, ο Μπάι­ρον δεν ε­πα­νέ­λα­βε πο­τέ τη σύ­γκρι­ση με τον Τζορτζ Ουά­σιν­γκτον.”
Ο Φίν­λεϋ σχο­λιά­ζει (δια χει­ρός Πα­πα­δια­μά­ντη): “και προς τον Μαυ­ρο­κορ­δά­τον η κοι­νω­νία του δεν ή­το στε­νή. Μό­νον υ­πο­θέ­σεις και δια­τυ­πώ­σεις τους έ­φε­ρον ε­πί το αυ­τό. Τα κοι­νω­νι­κά και δια­νο­η­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των δεν ή­σαν τοιαύ­της φύ­σεως ώ­στε να πα­ρα­γά­γω­σιν α­μοι­βαίαν ε­μπι­στο­σύ­νην, και δεν έ­τρε­φον ε­κτί­μη­σιν προς αλ­λή­λους.” Σύμ­φω­να με τον Αιδ. H. F. Tozer, ε­πι­με­λη­τή της οξ­φορ­δια­νής έκ­δο­σης του 1877 (δυο χρό­νια με­τά τον θά­να­το του Φίν­λεϋ) α­πό την ο­ποία με­τέ­φρα­ζε ο Πα­πα­δια­μά­ντης, “ε­πί δυο μή­νας κα­θ’ ους ο κ. Φίν­λαιϋ διέ­μει­νεν εν Με­σο­λογ­γίω πε­ρί τον χρό­νον τού­τον, διήρ­χε­το σχε­δόν πά­σαν ε­σπέ­ραν εν συ­να­να­στρο­φή του Λορδ Μπάϋρων.” Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, το εν λό­γω χω­ρίο ο Μπή­τον το παίρ­νει α­πό τη βιο­γρα­φία του Μί­ντα. Κι ό­μως, θα ά­ξι­ζε να δια­βά­σει τον Φίν­λεϋ του Πα­πα­δια­μά­ντη, τον ο­ποίο στην Ιστο­ρία του τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει, ως έ­ναν α­πό τους πρώ­τους των μο­ντέρ­νων Ελλή­νων μυ­θι­στο­ριο­γρά­φων.  
Εν συ­νό­ψει, η μυ­θο­πλα­στι­κή ύ­φαν­ση της α­φή­γη­σης και ταυ­τό­χρο­να, η πι­στό­τη­τα στις πρω­το­γε­νείς πη­γές, χω­ρίς βε­βια­σμέ­νη προ­σπά­θεια να ε­ναρ­μο­νι­στούν τα δε­δο­μέ­να με τις α­να­θεω­ρη­τι­κές προσ­δο­κίες, γνω­στή πα­γί­δα της με­τα­νε­ο­τε­ρι­κής νοο­τρο­πίας, κα­θι­στούν τη βιο­γρα­φία του Σκώ­του Κα­θη­γη­τή της Έδρας Κο­ραή πο­λύ­τι­μη. Συμ­βάλ­λει η ελ­λη­νι­κή α­πό­δο­ση. Οι δυο Σκώ­τοι ι­στο­ρι­κοί της Επα­νά­στα­σης εί­χαν, αρ­χές 20ου, τον Πα­πα­δια­μά­ντη, ο Μπή­τον, αρ­χές 21ου, ευ­τύ­χη­σε με την Σχι­νά.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
 
Υ.Γ. Το Ex Libris ε­πα­νέρ­χε­ται με­τά α­που­σία τεσ­σά­ρων ε­βδο­μά­δων, λό­γω ο­δι­κού α­τυ­χή­μα­τος, το ο­ποίο εί­χε ως ε­πα­κό­λου­θο δυ­σά­ρε­στο τραυ­μα­τι­σμό, εί­θε, πλή­ρως α­να­τά­ξι­μο. Αυ­τό προς λύ­ση τυ­χόν α­πο­ριών.

Συνδηλώσεις, υποδηλώσεις και πύκνωση

Θα­νά­σης Βαλ­τι­νός
«Επεί­γου­σα α­νά­γκη ε­λέ­ου»
Εκδ. Εστία
Δεκ. 2015

Μέ­σα στο κλί­μα της κρί­σης και συ­να­κό­λου­θα, της θάλ­λου­σας “πε­ζο­γρα­φίας της κρί­σης”, η πρώ­τη ε­ντύ­πω­ση, που δη­μιουρ­γεί ο τίτ­λος του και­νού­ριου βι­βλίου του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού, εί­ναι ό­τι πα­ρα­πέ­μπει –το πι­θα­νό­τε­ρο με ει­ρω­νι­κή διά­θε­ση– στην έκ­κλη­ση βο­η­θείας, που α­πευ­θύ­νει κά­θε τό­σο η χώ­ρα προς τις ποι­κι­λώ­νυ­μες έ­ξω­θεν δυ­νά­μεις. Η κα­τα­φυ­γή στον αρ­χαίο τύ­πο της λέ­ξης, αρ­σε­νι­κού γέ­νους δευ­τε­ρό­κλι­του, ου­δό­λως ξε­νί­ζει, αν πρό­κει­ται για α­να­γνώ­στες του ε­πι­πέ­δου που προϋπο­θέ­τουν τα βι­βλία του, οι ο­ποίοι, το πρώ­το, που α­να­κα­λούν, εί­ναι το α­ρι­στο­τέ­λειο “δι’ ε­λέ­ου και φό­βου”, και ό­χι βε­βαίως, “τις α­δελ­φές του ε­λέ­ους”. Και με άλ­φα γιώ­τα, ό­μως, να ή­ταν γραμ­μέ­νη η λέ­ξη, και πά­λι, στα δει­νά της χώ­ρας πα­ρα­πέ­μπει το πρώ­το ά­κου­σμα αυ­τής της πα­ρα­κλη­τι­κής αί­τη­σης για έ­λε­ος ή και για έ­λαιο. Του­λά­χι­στον έ­τσι, το πι­θα­νό­τε­ρο να το ε­κλά­βουν πρε­σβύ­τες με κα­το­χι­κές μνή­μες ή και νεό­τε­ροι σι­νε­φί­λ, ως αυ­το­α­πο­κα­λού­νται, που θυ­μού­νται την η­μί­γυ­μνη, α­κό­μη έ­φη­βη, εκ­πορ­νευό­με­νη Χρυ­σό­θε­μη του αγ­γε­λο­πο­λι­κού «Θιά­σου», με “τα στή­θη της σαν μι­σά κα­ρύ­δια”, να ε­κλι­πα­ρεί τον μαυ­ρα­γο­ρί­τη λα­δέ­μπο­ρο για λί­γο λα­δά­κι.

Δεν πρό­κει­ται, ω­στό­σο, για ε­φεύ­ρη­μα του συγ­γρα­φέα κα­τά την ε­πο­χή της κρί­σης, α­φού εί­ναι τίτ­λος διη­γή­μα­τος δη­μο­σιευ­μέ­νου το 2007. Εξαρ­χής, ό­χι πρω­τό­τυ­πος, αλ­λά δά­νειος α­πό μία μαρ­τυ­ρία διά­σω­σης πο­λυ­με­λούς οι­κο­γέ­νειας της Εβραϊκής Κοι­νό­τη­τας Θεσ­σα­λο­νί­κης, Απρ. 1943, ό­ταν εί­χε αρ­χί­σει η α­πέ­λα­σή τους στα γερ­μα­νι­κά στρα­τό­πε­δα. Σώ­ζε­ται στα Αρχεία, με α­κέ­ραια τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία και τα ο­νό­μα­τα. Μό­νο που οι αρ­χειο­θε­τη­μέ­νες μαρ­τυ­ρίες πα­ρέ­χουν στα­τι­στι­κή ει­κό­να του συ­νό­λου, α­φή­νο­ντας τον μι­κρό­κο­σμο της κά­θε οι­κο­γέ­νειας σε χα­ο­τι­κή θέ­ση. Όχι με την κα­τά Ησίο­δο μυ­θο­λο­γι­κή ση­μα­σία της λέ­ξης, αλ­λά με ε­κεί­νη της Φυ­σι­κής, του “μη προ­βλέ­ψι­μου” και της α­τα­ξίας.

“Το χά­ος που σκε­πά­ζουν οι λέ­ξεις”, σύμ­φω­να με το μό­το του βι­βλίου. Εί­ναι οι λέ­ξεις, που δί­νουν μορ­φή στην ι­στο­ρία τριών οι­κο­γε­νειών, μέ­σω της α­φή­γη­σης μιας κό­ρης της δεύ­τε­ρης γε­νιάς, που συ­νι­στά το ση­μείο σύ­ζευ­ξής τους: ό­ντας εκ πα­τρός Λεών, εκ μη­τρός Μόλ­χο και εκ συ­ζύ­γου Καμ­χή. Ο τίτ­λος του διη­γή­μα­τος εί­ναι η φρά­ση του τη­λε­γρα­φή­μα­τος, που έ­στει­λε “ο δια­νοού­με­νος της οι­κο­γέ­νειας” και κε­φα­λή της Ζακ Λεών. Εκεί­νος, ευ­τυ­χώς, δεν σταύ­ρω­σε τα χέ­ρια, το έ­σκα­σε α­πό το γκέ­το και ε­ξέ­πεμ­ψε ι­κε­σία βο­η­θείας. “Διά­βα­ζε τις γρα­φές”, γνώ­ρι­ζε το “ε­λέω Θε­ού”, αλ­λά το α­ντι­λαμ­βα­νό­ταν στην αρ­σε­νι­κή, την ε­νερ­γη­τι­κή, και ό­χι την ου­δέ­τε­ρη, εκ­δο­χή του. Αυ­τό το πα­λαιό­τε­ρο διή­γη­μα το­πο­θε­τεί­ται ως το “ε­ξό­διο” της συλ­λο­γής.

Σε συμ­με­τρία με το “ει­σό­διο”, «Φου­ρα­ντάν», που, ε­πί­σης, ε­στιά­ζει στην οι­κο­γέ­νεια, και πά­λι, με κε­ντρι­κό πρό­σω­πο την κε­φα­λή της. Μία πε­νη­ντά­ρα, κο­ντά εί­κο­σι χρό­νια χή­ρα, με τρεις θυ­γα­τέ­ρες και τον “μι­κρό γιο”, η ο­ποία και αυ­τή, με τον τρό­πο της, δια­φυ­λάσ­σει την οι­κο­γε­νεια­κή συ­νο­χή, που, στη δι­κή της πε­ρί­πτω­ση, ταυ­τί­ζε­ται με την τι­μή των κο­ρι­τσιών. Ακό­μη έ­νας τίτ­λος, που ξε­νί­ζει. Πρό­κει­ται, ω­στό­σο, για γνω­στό ε­ντο­μο­κτό­νο, με ι­σχυ­ρή το­ξι­κή δρά­ση, που μπο­ρεί να ε­πι­φέ­ρει τη δη­λη­τη­ρία­ση οι­κό­σι­των ζώων. Σε α­γρο­τι­κές πε­ριο­χές, χρη­σι­μο­ποιεί­ται συ­χνά προς ε­πί­λυ­ση των δια­φο­ρών, που αυ­τά δη­μιουρ­γούν, στέλ­νο­ντας τον θύ­τη στα δι­κα­στή­ρια. Στη δια­δι­κα­σία της α­νά­κρι­σης, θυ­μώ­δεις τύ­ποι ε­ξε­γεί­ρο­νται. Αντι­θέ­τως, η μη­τέ­ρα της α­τι­μα­σμέ­νης κό­ρης, με­τά το θά­να­τό της α­πό φα­κές λα­δω­μέ­νες με ι­κα­νή πο­σό­τη­τα α­πό το εν λό­γω χη­μι­κό πα­ρα­σκεύα­σμα, δια­τη­ρεί την ψυ­χραι­μία της, ό­πως υ­πο­δη­λώ­νουν οι α­πα­ντή­σεις της. Στα­ρά­τες κου­βέ­ντες, δια­φω­τι­στι­κές, που α­πο­κα­θι­στούν την τά­ξη στο χά­ος των πα­θών. Ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πι­λέ­γει το χω­ριό να εί­ναι κο­ντά στον Πύρ­γο Ηλείας, υιο­θε­τώ­ντας το κλι­σέ του ρέ­πο­ντα προς την αι­μο­μι­ξία Πυρ­γιώ­τη, κα­θό­σον δια­κο­ρευ­τής εί­ναι ο κου­νιά­δος της.  

Ο Βαλ­τι­νός παί­ζει με τη δι­ση­μία λέ­ξεων και φρά­σεων, α­δια­φο­ρώ­ντας για την κα­τα­γω­γή τους και κρα­τώ­ντας, ως μό­νο γνώ­μο­να, τα ευ­τυ­χή πα­ντρέ­μα­τα σε τίτ­λους, μό­το και θέ­μα­τα. Για αυ­τήν την τρί­τη συλ­λο­γή, ε­πι­λέ­γει τίτ­λο με υ­πο­ψία θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας, ό­πως αυ­τός της πρώ­της του 1992, «Θα βρεί­τε τα ο­στά μου υ­πό βρο­χήν», ε­κεί­νη με δώ­δε­κα διη­γή­μα­τα, δη­μο­σιευ­μέ­να κα­τά την πρό­τε­ρη 32ε­τία. Αλλά και με κα­θα­ρευου­σιά­νι­κη υ­φή, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τε­λι­κά την διη­γη­μα­τι­κή του τριά­δα, ό­που η εν­διά­με­ση συλ­λο­γή, αυ­τή του 2003, «Εθι­σμός στη νι­κο­τί­νη», με ε­πί­σης δώ­δε­κα διη­γή­μα­τα, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, το ο­μό­τιτ­λο, δη­μο­σιευ­μέ­νο το 1979.


Το αρ­χι­τε­κτό­νη­μα


Στην πρό­σφα­τη συλ­λο­γή, δί­νει ι­διαί­τε­ρη προ­σο­χή στη δο­μή. Αυ­τό γί­νε­ται, ως έ­να βαθ­μό, εμ­φα­νές στον τρό­πο, με τον ο­ποίο ο­μα­δο­ποιεί και πα­ρα­τάσ­σει τα διη­γή­μα­τα, εν­θέ­το­ντας εν­δια­μέ­σως, ως ει­σα­γω­γι­κά στις ε­πι­μέ­ρους ε­νό­τη­τες διη­γη­μά­των, ποι­κί­λα μό­το. Μέ­χρι και α­φιε­ρώ­σεις προ­σθέ­τει στα δη­μο­σιευ­μέ­να διη­γή­μα­τα, κρυ­πτι­κές, σε α­ντί­θε­ση με τους νεό­τε­ρους, που δί­νουν ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μο μην και χα­θεί ο πα­ρα­λή­πτης. Όλο αυ­τό συ­νι­στά έ­να συγ­γρα­φι­κό παι­χνί­δι, πο­λύ πιο εν­δια­φέ­ρον α­πό τη χρή­ση της δια­κει­με­νι­κό­τη­τας, που έ­χει κα­τα­λή­ξει μη­χα­νι­στι­κή. Μό­νο που, κρί­νο­ντας α­πό τις πα­ρου­σιά­σεις του βι­βλίου, μάλ­λον δεν ε­κτι­μά­ται α­ντί­στοι­χα. Ωστό­σο, το πώς συ­ντέ­θη­κε το κει­με­νι­κό αρ­χι­τε­κτό­νη­μα προϊδεά­ζει για την ποιό­τη­τά του.

Προ τε­τρα­ε­τίας, ο Βαλ­τι­νός εί­χε δη­μο­σιεύ­σει έ­να διή­γη­μα, με τον τίτ­λο «Τρί­πτυ­χο», που α­πο­τε­λεί­το α­πό τρεις μυ­θο­πλα­στι­κές συν­θέ­σεις, με κα­τά σει­ρά τίτ­λους: «Ει­δύλ­λιο», «Βε­νέ­τα Σλά­βε­βα Στοΐλκο­βα», «Η μνή­μη των σω­μά­των». Διή­γη­μα, εν­δια­φέ­ρον ως σύν­θε­ση, που, εν­δε­χο­μέ­νως, έ­δω­σε την ι­δέα για τον τρό­πο δό­μη­σης της συλ­λο­γής α­πό τα δέ­κα ε­πτά δη­μο­σιευ­μέ­να διη­γή­μα­τα, μα­ζί με τέσ­σε­ρα, που γρά­φτη­καν ε­ντός της τε­λευ­ταίας διε­τίας. Με­τά το “ει­σό­διο” διή­γη­μα, πα­ρα­τάσ­σο­νται πέ­ντε Τρί­πτυ­χα διη­γη­μά­των, ό­που το κα­θέ­να συ­μπλη­ρώ­νε­ται με έ­να τέ­ταρ­το διή­γη­μα με­γα­λύ­τε­ρης έ­κτα­σης. Τα διη­γή­μα­τα των Τρι­πτύ­χων εί­ναι σύ­ντο­μα, το πο­λύ δυο σε­λί­δες, που ση­μαί­νει πως δεν υ­περ­βαί­νουν τις 300 λέ­ξεις, ε­νώ τα “ε­ξό­δια” κυ­μαί­νο­νται α­πό τρεις μέ­χρι και δε­κα­πέ­ντε σε­λί­δες. Με άλ­λα λό­για, οι ι­δε­α­τές δια­στά­σεις και α­να­λο­γίες, ώ­στε να λαν­σα­ρι­στούν, τα μεν, ως τα μπον­σάι του Βαλ­τι­νού, τα δε, ως τα βαλ­τί­νια κα­τά Ρέι­μο­ντ Κάρ­βερ. Αυ­τά τα δεύ­τε­ρα, λί­γο χα­ρι­στι­κά, κα­θώς του Βαλ­τι­νού υ­πο­λεί­πο­νται. Εννοού­με, βε­βαίως, ως προς το μή­κος. Άλλω­στε, την σή­με­ρον, αυ­τό συ­νι­στά το κυ­ρίως κρι­τή­ριο των ό­ποιων, κα­τά κα­νό­να, α­τυ­χών συ­γκρί­σεων, ό­πως η εν λό­γω με­τα­ξύ ελ­λη­νι­κής και αγ­γλό­γλωσ­σης εκ­δο­χής του λο­γο­τε­χνι­κού εί­δους του διη­γή­μα­τος.


Θη­λυ­κή πρό­κλη­ση


Όπως και να έ­χει, για τη δό­μη­ση των Τρι­πτύ­χων, δια­λύ­θη­κε  το αρ­χι­κό «Τρί­πτυ­χο» εις τα εξ ων συ­νε­τέ­θη. Τα τρία μέ­ρη του α­πο­τέ­λε­σαν τμή­μα­τα τριών Τρι­πτύ­χω­ν: το πρώ­το και το τρί­το ε­ντά­χθη­καν, α­ντι­στοί­χως, στο Τρί­πτυ­χο Γ΄ και Τρί­πτυ­χο Α΄, ε­νώ το με­σαίο, στο Τρί­πτυ­χο Δ΄. Κα­τά την α­να­σύν­θε­ση, ο συγ­γρα­φέ­ας έ­φε­ρε μό­νο δυο φρα­στι­κές αλ­λα­γές στα δυο πρώ­τα. Σχο­λιά­ζο­ντας προ και­ρού το αρ­χι­κό διή­γη­μα, εί­χα­με προ­τεί­νει, για το πρώ­το και το τρί­το, ως κοι­νό τίτ­λο, το “θη­λυ­κή πρό­κλη­ση”. Αυ­τός ο τίτ­λος θα ταί­ρια­ζε στο «Τρί­πτυ­χο Γ΄», με πρώ­το διή­γη­μα το «Ει­δύλ­λιο». Η πρό­κλη­ση του θη­λυ­κού, με ή χω­ρίς ου­ρά, εγ­χώ­ριας ή βρε­τα­νι­κής προέ­λευ­σης, α­πο­τε­λεί ε­δώ το ε­νο­ποιη­τι­κό στοι­χείο. Το πρώ­το διή­γη­μα πε­ρι­γρά­φει τη χά­ρη του αι­λου­ρο­ει­δούς, ό­που οι προ­δο­τι­κοί του εί­δους προσ­διο­ρι­σμοί, “με την ου­ρά ορ­θω­μέ­νη” ή “με την ου­ρά ψη­λά”, έ­χουν υ­πο­κα­τα­στα­θεί με το “φερ­μά­ρο­ντας”. Εύ­στο­χη ε­πι­λο­γή, κα­θώς, προ­ση­λώ­νο­ντας το βλέμ­μα σε κά­ποιον σαν αυ­τός να εί­ναι ο μο­να­δι­κός, συ­νι­στά την τα­κτι­κή ό­λων των θη­λυ­κών, ό­ταν ε­πι­διώ­κουν να προσ­δώ­σουν με­γα­λύ­τε­ρη έ­ντα­ση στο ξε­κί­νη­μα ε­νός ει­δύλ­λιου.

Δεύ­τε­ρο διή­γη­μα το «Φρει­δε­ρί­κος Γιό­χαν Δάι­νερ», ό­που ο τίτ­λος εί­ναι το ό­νο­μα του κε­ντρι­κού προ­σώ­που, ε­νός λε­βα­ντί­νου ρο­λο­γά, με κα­τά­στη­μα σε γνω­στό δρό­μο του άλ­λο­τε Δυ­τι­κού Βε­ρο­λί­νου. Επι­νο­η­μέ­νο, υ­πάρ­χουν, πά­ντως, του­λά­χι­στον δυο υ­παρ­κτά πρό­σω­πα με αυ­τό το ε­πί­θε­το: ο Ιωάν­νης Δάι­νε­ρ, που με­τέ­φρα­σε το βι­βλίο του Μπόυερ­μαν για την Τρί­πο­λη, και ο Φρει­δε­ρί­κος Δάι­νε­ρ, με χρη­σι­μό­τα­το την σή­με­ρον ε­πάγ­γελ­μα. Το βα­σι­κό, ό­μως, εί­ναι το ά­νοιγ­μα του διη­γή­μα­τος, με την πρό­κλη­ση της ά­γου­ρης έ­φη­βης. Πα­ρο­μοίως, το τρί­το διή­γη­μα, «Λι­γνή μα­κρυ­πό­δα­ρη Έβε­λυν», έ­χει κύ­ριο θέ­μα το γε­φύ­ρι της Πλά­κας, που “ζευ­γνύει τον Άρα­χθο” και ά­ντε­ξε την υ­πο­γρα­φή της ο­μώ­νυ­μης ι­στο­ρι­κής συμ­φω­νίας στις 29 Φεβ. 1944, της πλά­κας, ό­πως α­πο­δεί­χτη­κε, αλ­λά το ο­ποίο ε­νέ­δω­σε στις περ­σι­νές πλημ­μύ­ρες. Ωστό­σο, το ψα­χνό του διη­γή­μα­τος βρί­σκε­ται στο κλεί­σι­μο, με την “έ­κρη­ξη”, ό­χι α­πό την α­να­τί­να­ξη του γε­φυ­ριού, που σχε­δία­ζαν οι Γερ­μα­νοί, ού­τε του Κρις Γου­ντχά­ου­ζ, ε­γκέ­φα­λου της ναυα­γι­σμέ­νης συμ­φω­νίας, αλ­λά την σφο­δρό­τε­ρη, του­λά­χι­στον για την α­νε­ξοι­κείω­τη, κι αυ­τή εκ Με­γά­λης Βρε­τα­νίας, Έβε­λυν. Σε αυ­τά, προ­στί­θε­ται το “ε­ξό­διο” και ε­κτε­νέ­στε­ρο, «Κά­σια Φρά­γκου», που α­πλώ­νει το φά­σμα της θη­λυ­κής πρό­κλη­σης ως την αυ­το­χει­ρία.


Αι­σθη­σια­σμός


Ο τίτ­λος του τρί­του διη­γή­μα­τος του δια­με­λι­σθέ­ντος «Τρι­πτύ­χου», «Η μνή­μη των σω­μά­των», α­πο­δί­δει το ε­νο­ποιη­τι­κό στοι­χείο του νέ­ου Τρι­πτύ­χου Α΄, ό­που το­πο­θε­τεί­ται τρί­το στη σει­ρά. Σε αυ­τό, εί­ναι η μνή­μη του α­φη­γη­τή, που συ­γκρα­τεί μια συ­νεύ­ρε­ση στον δι­κό του ι­διω­τι­κό χώ­ρο, “ψη­λά έ­να με­γά­λο μπαλ­κό­νι”, με έ­να δύ­σκο­λο θη­λυ­κό. Αντί­στοι­χα, στο πρώ­το διή­γη­μα, η μνή­μη “του θείου του Ζα­χα­ρία”, ε­νώ, στο δεύ­τε­ρο, η μνή­μη ε­ρα­σι­τέ­χνη φω­το­γρά­φου, που “ι­διαί­τε­ρα του α­ρέ­σει να φω­το­γρα­φί­ζει γυ­ναί­κες”. Με τίτ­λο το μο­ντέ­λο της μη­χα­νής, του 1984, ο α­φη­γη­τής α­να­φέ­ρε­ται σε “σει­ρά φω­το­γρα­φιώ­ν”, χω­ρίς πε­ραι­τέ­ρω διευ­κρί­νι­ση για ποια “σει­ρά” πρό­κει­ται. Υπάρ­χει, ω­στό­σο, το ει­σα­γω­γι­κό μό­το στο Τρί­πτυ­χο, που συ­νι­στά ε­τε­ρο­χρο­νι­σμέ­νη πα­ρα­πο­μπή στο διή­γη­μα της προ­η­γού­με­νης συλ­λο­γής, «Agnes: Τριά­ντα κα­ρέ». Τέ­λος, στο “ε­ξό­διο” του εν λό­γω Τρι­πτύ­χου, ξε­δι­πλώ­νε­ται η μνή­μη μιας ο­γδο­ντά­ρας α­πό τους έ­ρω­τες της “ά­τα­κτης” ζωής της.

Από το αρ­χι­κό «Τρί­πτυ­χο» α­πο­μέ­νει το με­σαίο διή­γη­μα, με τίτ­λο, το ό­νο­μα της Βουλ­γά­ρας πα­ρα­δου­λεύ­τρας, κι αυ­τό τρι­με­λές ό­πως του ρο­λο­γά, πρώ­το του Τρι­πτύ­χου Δ΄. Σε αυ­τό, έ­να εμ­φα­νές ε­νο­ποιη­τι­κό στοι­χείο εί­ναι, πως πρό­κει­ται για αν­θρώ­πους, που βρί­σκο­νται μα­κριά α­πό τον τό­πο τους. Οι δυο α­πό αυ­τούς, η Βουλ­γά­ρα α­πό την “πρώην Τζου­μα­γιά” και ο ναυ­τι­κός, έ­χουν την έ­γνοιά τους σε ε­κεί­νους που ά­φη­σαν πί­σω, εγ­γό­νια, μη­τέ­ρα. Ενδια­μέ­σως, το­πο­θε­τεί­ται το α­νέκ­δο­το ε­ρω­τι­κό, «Από ροζ γρα­νί­τη», με μια τρι­με­λή συ­ντρο­φιά, το γνω­στό ι­ψε­νι­κό τρί­γω­νο και πα­λαιό­τε­ρων βι­βλίων, σε τα­ξί­δι α­να­ψυ­χής στην Αί­γυ­πτο. Το διή­γη­μα ε­στιά­ζει σε μία σκη­νή διά­χυ­του αι­σθη­σια­σμού, στο πρό­τυ­πο ε­κεί­νης στο διή­γη­μα «Η μνή­μη των σω­μά­των». Εδώ, ό­μως, εί­ναι ε­ντο­νό­τε­ρη η λα­γνεία, κα­θώς η τολ­μη­ρή πε­ρί­πτυ­ξη το­πο­θε­τεί­ται σε πα­ρο­ντι­κό χρό­νο και δη­μό­σιο χώ­ρο. Η πε­ρι­γρα­φή, και πά­λι α­να­κό­πτε­ται στο ό­ριο του πορ­νι­κού. Μό­νο που το “cut” δεν το ε­πι­τε­λεί η μνή­μη, αλ­λά α­νε­πι­θύ­μη­τοι ει­σβο­λείς.

Στο “ε­ξό­διο” του Τρι­πτύ­χου ξε­δι­πλώ­νε­ται η ι­στο­ρία μιας ζωής, ό­χι μο­να­χι­κής, ό­πως σε ε­κεί­να των δυο προ­η­γού­με­νων, αλ­λά του βίου ε­νός ζευ­γα­ριού, που α­ντέ­χει μι­σό αιώ­να, χω­ρώ­ντας, για τον νο­μι­μό­φρο­να Τρι­πο­λι­τσιώ­τη σύ­ζυ­γο, α­πό το κυ­νη­γη­τό του Περ­κε­ζέ μέ­χρι την πα­λιν­νό­στη­σή του α­πό την Αμε­ρι­κή στα τέ­λη της πλού­σιας σε ε­λέη δε­κα­ε­τίας του ’90. Ενα­πο­μέ­νουν δυο Τρί­πτυ­χα: Το «Τρί­πτυ­χο Β΄», που συ­ντί­θε­ται με μία δη­μο­σιευ­μέ­νη τρι­πλέ­τα διη­γη­μά­των, ό­που, και στα τρία συν το “ε­ξό­διο”, προ­βάλ­λει η οι­κο­γέ­νεια, ως γα­μή­λια ή και μα­ταιω­μέ­νη προο­πτι­κή. Και το «Τρί­πτυ­χο Ε΄», με τρία α­νέκ­δο­τα, που έ­χει ως μο­τί­βο, κρύ­φιους έ­ρω­τες και στα­νι­κές πα­ντρειές.


Αυ­τή η γυ­ναί­κα


Τα μό­το, έ­να για κά­θε Τρί­πτυ­χο και χω­ρι­στά, έ­να δεύ­τε­ρο, για κά­θε “ε­ξό­διο”, εί­ναι σύ­ντο­μες η­με­ρο­λο­για­κές ση­μειώ­σεις, των δυο σει­ρών, α­πο­φθεγ­μα­τι­κές, ό­πως ο­ρι­σμέ­νες σκόρ­πιες στο προ 15ε­τίας βι­βλίο του, «Ημε­ρο­λό­γιο 1836-2011». Σε αυ­τές, πα­ρει­σφρέ­ουν έ­νας ευαγ­γε­λι­κός λό­γος ή μία φρά­ση α­πό ψαλ­μό του Δα­βί­δ, ποι­κίλ­μα­τα ται­ρια­στά στα συμ­φρα­ζό­με­να των διη­γη­μά­των, ό­πως και οι μυ­θο­λο­γι­κής υ­φής πα­ρεκ­βά­σεις της α­φή­γη­σης. Συ­νο­ψί­ζο­ντας, α­να­γκα­στι­κά λό­γω χώ­ρου, πα­ρό­τι α­πέ­μει­ναν πλεί­στα ό­σα ε­ρε­θί­σμα­τα για πε­ραι­τέ­ρω σχο­λια­σμό, πρό­κει­ται για μία συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, σχε­δόν α­πο­κλει­στι­κά ε­ρω­τι­κή. Με ε­λά­χι­στες σκόρ­πιες α­να­φο­ρές σε “κλα­ρί­τες”, ό­πως οι λή­σταρ­χοι “Μπα­μπα­λή­δες Πά­ντος και Λεω­νί­δας”, ή και σε πο­λέ­μαρ­χους του ’40, ως υ­πό­μνη­ση της στα­θε­ρά με­τα-α­να­θεω­ρη­τι­κής ο­πτι­κής του συγ­γρα­φέα.

Ένας τίτ­λος, ό­χι ω­ραίος ως τίτ­λος, ό­πως αυ­τοί, που ο συγ­γρα­φέ­ας ε­πέ­λε­ξε για τις συλ­λο­γές, αλ­λά συ­να­φής με το πε­ριε­χό­με­νo της πρό­σφα­της, θα ή­ταν, «Αυ­τή η γυ­ναί­κα», σε α­ντι­στοι­χία με  τον τίτ­λο του πρώ­του διη­γή­μα­τος στο Τρί­πτυ­χο Α΄, «Αυ­τή η Γαλ­λί­δα». Σε ε­κεί­νο, εκ­φρά­ζει την ει­κό­να που εί­χε ο πε­λο­πον­νή­σιος, αλ­λά και ευ­ρύ­τε­ρα ελ­λη­νι­κός, πε­ρί­γυ­ρος, για τη Γαλ­λί­δα. Ένα άλ­λο διή­γη­μα, με τίτ­λο, «Ένα κόκ­κι­νο τρια­ντά­φυλ­λο», θα μπο­ρού­σε να ε­πι­γρά­φε­ται «Αυ­τή η Γερ­μα­νί­δα», κα­θώς δί­νει, μέ­σω της στι­χο­μυ­θίας με τον α­φη­γη­τή, την ε­σω­τε­ρι­κή αί­σθη­ση της γυ­ναι­κείας υ­πό­στα­σης, ει­δι­κό­τε­ρα, μιας σκλη­ρής, και με τον ε­αυ­τό της, Γερ­μα­νί­δας.

Στα υ­πό­λοι­πα, εί­ναι η Ελλη­νί­δα, ως τρί­πτυ­χο: “ά­ψο­γη σύ­ζυ­γος”, “πε­νή­ντα έ­ξι χρό­νια χή­ρα με τις δυο βέ­ρες στον δε­ξή πα­ρά­με­σο”, “η φω­τιά” στο χάι­δε­μα. Μέ­σα, ό­μως, α­πό αυ­τό, βγαί­νει ο α­φη­γη­τής. Αυ­τός, με την αλ­λο­τι­νή έν­νοια, σή­με­ρα πα­ρε­ξη­γη­μέ­νη έως και κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή, εί­ναι ο Έλλη­νας αρ­σε­νι­κός. Κτη­τι­κός, λα­τρεύει τη γυ­ναί­κα, την κα­λή στο σεξ. Αν και η συ­χνή ε­στία­ση σε πα­ρελ­θο­ντι­κές σχέ­σεις, κα­τά κα­νό­να, κρυ­φές και φευ­γα­λέες, α­κό­μη, ο τρό­πος που πε­ρι­γρά­φει τη φθο­ρά σω­μά­των και αι­σθη­μά­των, δί­νει στο βι­βλίο πνοή με­λαγ­χο­λίας. Όμοια με την κα­βα­φι­κή «Με­λαγ­χο­λία του Ιά­σω­νος Κλεάν­δρου..», που μνη­μο­νεύε­ται σε έ­να α­πό τα διη­γή­μα­τα. Ωστό­σο, οι πρώ­τοι στί­χοι (“Το γή­ρα­σμα του σώ­μα­τος και της μορ­φής μου.” “Πλη­γή α­πό φρι­κτό μα­χαί­ρι.”), χω­νε­μέ­νοι σαν πρε­λού­διο στο διή­γη­μα, υ­πο­δη­λώ­νουν τη θή­λεια “βιο­λο­γι­κή α­πα­ξίω­ση”. Σε α­ντί­θε­ση με τον α­φη­γη­τή, που μέ­νει “Μά­στο­ρας”, λά­γνος και λα­τρε­μέ­νος.

 Τε­λι­κά, η δυ­στυ­χία του Βαλ­τι­νού δεν εί­ναι που γεν­νή­θη­κε Έλλη­νας και δεν πή­ρε α­κό­μη το Νό­μπελ. Το πρό­βλη­μα, με πιο στε­νή έν­νοια, βρί­σκε­ται αλ­λού. Πα­ρά τα θαυ­μα­στι­κά και βα­ρύ­γδου­πα που του γρά­φουν, δεν κρί­θη­κε ως σή­με­ρα ά­ξιος του Κρα­τι­κού Βρα­βείου Διη­γή­μα­τος. Ει­ρω­νεία ή σύ­μπτω­ση; Μάλ­λον το δεύ­τε­ρο. Η μορ­φή πά­ντως, ό­σο και η α­φη­γη­μα­τι­κή τε­χνι­κή πύ­κνω­σης  του Βαλ­τι­νού, έ­χουν αγ­γί­ξει την κο­ρύ­φω­ση. Χω­ρίς αμ­φι­βο­λία κρα­τά­ει ε­νερ­γά την η­γε­μο­νία στη διη­γη­μα­το­γρα­φία. Ασυ­γκρά­τη­τος ό­μως, να δού­με στην ε­πό­με­νη συλ­λο­γή προς τα πού θα γεί­ρει και τι νέα “α­φη­γη­μα­τι­κά κόλ­πα”  φυ­λά­ει στην κω­λό­τσε­πη.

Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 6/3/2016.
Φωτογραφία: Η κατά Βαλτινό κρυφοκρέατη Ευρώπη σε μωσαϊκή απεικόνιση.